Οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο σηματοδότησαν μια ακόμη εσωκομματική κρίση στο ΠΑΣΟΚ. Ήδη από το ίδιο βράδυ των εκλογών στελέχη του κόμματος (με χαρακτηριστική περίπτωση τη βουλεύτρια Νάντια Γιαννακοπούλου) διατύπωσαν ανοιχτή αμφισβήτηση προς το πρόσωπό του Νίκου Ανδρουλάκη. Ακολούθησε η τοποθέτηση του επίσης βουλευτή Ο. Κωνσταντινόπουλου και υποστηρικτή του Ν. Ανδρουλάκη στην προηγούμενη ανοιχτή διαδικασία εκλογής το 2021 ο οποίος τρεις ημέρες αργότερα έθεσε το ζήτημα για την αλλαγή της ηγεσίας μέσω προσφυγής στην ανοιχτή διαδικασία εκλογής. Οι συγκεκριμένες κινήσεις δεν ήταν αιφνιδιαστικές, αλλά ήταν το αποτέλεσμα εσωκομματικών εντάσεων που προϋπήρχαν στο ΠΑΣΟΚ και εντάθηκαν μετά τις εθνικές εκλογές του 2023. Η αιτία είναι η οριακή εκλογική αύξηση του κόμματος σε μια συγκυρία που χαρακτηρίστηκε από την πολιτική και εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, [αποχώρηση του Α. Τσίπρα, εκλογή Στ. Κασσελάκη διάσπαση Νέας Αριστεράς], αλλά και τη μεγάλη πτώση της ΝΔ στις εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Η περίοδος Ανδρουλάκη
Η εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ το 2021 σηματοδότησε μια σημαντική αλλαγή στα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ, καθώς προέρχεται από τη Νεολαία ΠΑΣΟΚ και καλλιέργησε προσδοκίες για έμφαση στο οργανωμένο κόμμα και αλλαγή στην ιδεολογία και τη στρατηγική του κόμματος σε μια κατεύθυνση παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, λόγω των κομματικών του αναφορών αλλά και της θητείας του στην Ευρωβουλή, σε σχέση με το πολιτικό Κέντρο που είχε μετατοπιστεί το ΠΑΣΟΚ από την περίοδο του Ευ. Βενιζέλου. Ο Ν. Ανδρουλάκης ως ο επικεφαλής της εκσυγχρονιστικής τάσης στη Νεολαία ΠΑΣΟΚ είχε αναπτύξει ένα εκτεταμένο δίκτυο για τα δεδομένα της εσωκομματικής δομής του ΠΑΣΟΚ μετά την κατάρρευση το 2012. Η μαζικότητα και η πολιτική αναφορά στο πρόσωπό του διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο για την εκλογή του ως Γραμματέας του ΠΑΣΟΚ το 2013 και ευρωβουλευτής το 2014 (και στις δύο περιπτώσεις σε αντίθεση με τον τότε πρόεδρο Ευ. Βενιζέλο), καθώς και το 2019. Η δυναμική της ομάδας του έδωσε τη δυνατότητα να αυξήσει την πολιτική και εκλογική επιρροή του ΠΑΣΟΚ στην Περιφέρεια, καθώς οι πολιτικοί συσχετισμοί έχουν περισσότερο προσωπικό χαρακτήρα, ενώ στα αστικά κέντρα και ιδίως στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη που επηρεάζουν περισσότερο τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα εμφανίζει πολύ χαμηλά ποσοστά. Επίσης, προχώρησε σε αλλαγή του ονόματος του κόμματος σε ΠΑΣΟΚ- Κίνημα Αλλαγής με δημοψήφισμα στις εσωκομματικές διαδικασίες για την εκλογή Νομαρχιακών Επιτροπών Συντονιστικών Τοπικών Οργανώσεων και συνέδρων για το επερχόμενο Συνέδριο κάτι που έδωσε την αίσθηση της «επαναφοράς» του ΠΑΣΟΚ πολιτικά και εκλογικά.
Από την άλλη, η συμμετοχή «νέων» μελών και φίλων στις εσωκομματικές διαδικασίες προέκρινε την ίδια εσωκομματική δομή του «ανοιχτού» κόμματος του Γ. Παπανδρέου από το 2004. Στο Συνέδριο που ακολούθησε ενώ επιβεβαιώθηκε η οργανωτική κυριαρχία του Ν. Ανδρουλάκη, ωστόσο δεν συζητήθηκε ο ιδεολογικός προσανατολισμός του ΠΑΣΟΚ καθώς είχε μόνο οργανωτικό χαρακτήρα. Μια επιλογή, που υποβαθμίζει το Συνέδριο και το κόμμα, καθώς η οργανωτική δομή έρχεται να υλοποιήσει την ιδεολογία και τη στρατηγική του κόμματος που (θα πρέπει να) αποφασίζεται στο (ίδιο) Συνέδριο. Επίσης, η αμφιθυμία του να ανανεώσει το πολιτικό προσωπικό μέσω της δημιουργίας μιας νέας κομματικής ελίτ με αναφορά στην πολιτική του ομάδα, οδήγησε σε ελάχιστα στελέχη της εσωκομματικής του ομάδας να εκλεγούν βουλευτές το 2023. Ακόμα και η υποψηφιότητά του Γραμματέα Α. Σπυρόπουλου για την Ευρωβουλή δημιούργησε εσωκομματικό πρόβλημα και αντιδράσεις και στο κόμμα και σε άλλους υποψηφίους, καθώς υποστηρίχθηκε από κομματικούς πόρους σε μια ανταγωνιστική εκλογή, ενώ η αδυναμία εκλογής του δημιούργησε τριγμούς και ανάμεσα στην εσωκομματική του ομάδα.
Αδυναμία στρατηγικής
Σε επίπεδο στρατηγικής, ενώ φαινόταν ότι θα υιοθετήσει στρατηγική ίσων αποστάσεων μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στην πράξη συνέχισε να αναπαράγει το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Χαρακτηριστικές είναι οι «επιλογές συνεργασίας» ή και στήριξης πολλών στελεχών του ΠΑΣΟΚ στα αυτοδιοικητικά ψηφοδέλτια της ΝΔ ιδίως στην Αττική στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές. Η έμφαση στην εκλογική αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ για την αλλαγή των μεταξύ τους συσχετισμών, η απόρριψη της πρότασης του Α. Τσίπρα για κυβερνητική συνεργασία με την απλή αναλογική, αλλά και η επιλογή να καταθέσει τη διερευνητική εντολή, δημιουργούν δυσκολία «επαναπατρισμού» παλαιών μελών και ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που αποευθυγραμμίζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε ιδεολογικό επίπεδο, η αδυναμία να εμφανίσει μια συνολική εναλλακτική ακόμα και σε ζητήματα κράτους δικαίου όπως στο ζήτημα των υποκλοπών, αλλά και κοινωνικού κράτους (ιδιωτικά πανεπιστήμια, απογευματινά χειρουργεία από ιδιώτες), σε συνδυασμό με την απόσυρση του προεκλογικού προγράμματος λίγες ημέρες πριν τις εκλογές το 2023, αποτελούν αδυναμία προγραμματικής διαφοροποίησης σε σχέση με τη ΝΔ με αποτέλεσμα τη «φυσική» διαρροή στελεχών από το εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο προς τη ΝΔ.
Η αμφισβήτηση και η απουσία
Στο πλαίσιο αυτό, οι υποψηφιότητες των Π. Γερουλάνου, Χ. Δούκα, Μ. Κατρίνη, Ν. Γιαννακοπούλου Μ. Αποστολάκη (απεσύρθη τελικά) Α. Διαμαντοπούλου, Γ. Κανελλάκη, είναι χαρακτηριστικό της αμφισβήτησης του Ν. Ανδρουλάκη. Ωστόσο, η άμεση διαδικασία εκλογής που αποφασίστηκε για τις 6 και 13 (επαναληπτική) Οκτωβρίου, η μη διενέργεια Συνεδρίου, το τηλεοπτικό ντιμπέιτ των υποψηφίων «κατά τα πρότυπα του 2021», σηματοδοτούν την πλήρη απουσία του κόμματος από τις εσωκομματικές διαδικασίες. Σε συνδυασμό με την (μέχρι τώρα) απουσία πολιτικής πλατφόρμας των υποψηφίων, με την εξαίρεση της Α. Διαμαντοπούλου, αλλά και της δήλωσης του Χ. Δούκα ότι έχει ως πρότυπο το κόμμα των Νέων Εργατικών με την μείωση της επιρροής της Αριστερής πτέρυγας, δείχνει να μην αλλάζει ουσιαστικά στην πολιτική και στρατηγική του κόμματος από το 2004.
Όπως στο έργο Τι ωραίο πλιάτσικο, αναλύοντας την επιρροή της M. Thatcher στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1980 ο Jonathan Coe περιγράφει το πως «οι κληρονόμοι των Πύργων (της φανταστικής οικογένειας) των Γουίνσο καταλαμβάνουν τις θέσεις εξουσίας και μέσα από τις καταστροφικές διαμάχες και συμμαχίες τους παρουσιάζεται μια κοινωνία που ξεπουλήθηκε στον πλειοδότη», έτσι και η εσωκομματική διαμάχη στο ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται σε συνέχεια των επιλογών της περιόδου 2004-2024 με τη διάλυση του οργανωμένου κόμματος και την αλλαγή της ιδεολογίας, και της στρατηγικής του. Η εσωκομματική διαμάχη φαίνεται πως είναι διαμάχη / διαξιφισμοί εξουσίας μεταξύ των υποψηφίων χωρίς ιδεολογικές αντιθέσεις, και χωρίς τη συμμετοχή της κοινωνίας μέσω οργανωμένου μαζικού κόμματος. Ένα ΠΑΣΟΚ που «παραδόθηκε» στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και στην κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ χάνοντας τα σοσιαλδημοκρατικά, τα μαζικά και τα αντι-δεξιά του χαρακτηριστικά. Είναι μια εξέλιξη που φαίνεται να συμβάλλει σε μεγαλύτερη κρίση εκπροσώπησης, με μέλη «μιας χρήσης», ηγεσίες «μιας χρήσης» και με την τάση για τον μετασχηματισμό των κομμάτων σε κόμματα «μιας χρήσης».