Το σκίτσο είναι του Βαγγέλη Χερουβείμ
Μέσα καλοκαιριού και μαζί με τον καύσωνα φουντώνει και η συζήτηση, απ’ τη μία, για τη δυνατότητα διακοπών, η οποία βάλλεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια από την ακρίβεια, και, από την άλλη, για το πρόβλημα του υπερτουρισμού και την καταστροφή που επιφέρει, ιδίως στα νησιά –που τα θυμόμαστε, κυρίως, μόνο αυτούς τους μήνες και αποκλειστικά υπό όρους «τόπου αναψυχής».
Την ίδια ώρα, λοιπόν, που η Δημοτική Κοινότητα Θήρας, για παράδειγμα, έβγαλε ανακοίνωση, προτρέποντας τους κατοίκους σε περιορισμό των μετακινήσεών τους(!) λόγω της έλευσης 17.000 τουριστών από κρουαζιερόπλοια (ανακοίνωση που αποσύρθηκε μετά την κατακραυγή, προφανώς, των κατοίκων), δημοσιογραφικά άρθρα προωθούν τη μόδα του staycation ή αλλιώς πώς να κάνουμε την οικονομική αδυναμία μας για διακοπές να μοιάζει trendy –με την πρόταση για «διακοπές στην πόλη σου» να απευθύνεται, βέβαια, σε συγκεκριμένες οικονομικές ομάδες.
Κάπως έτσι, από αυτές τις συζητήσεις έχει προκύψει μια δύσκολη εξίσωση εξισορρόπησης: των διακοπών ως προσβάσιμο αγαθό για όλ@, με τον περιορισμό των επιπτώσεων της μαζικότητας του τουρισμού τόσο στις τιμές, όσο και στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον των τόπων που το υποδέχονται. Τυχόν περιορισμών για την προστασία από τον υπερτουρισμό, με την αποφυγή διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων απ’ αυτούς, πχ μετατρέποντας τις διακοπές και τα ταξίδια σε σπορ για λίγους εύπορους, ή/και οδηγώντας στη συσσώρευση των τουριστικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου. Της δυνατότητας απεξάρτησης των νησιωτών από τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, με τη μη επιστροφή στη φτώχεια κτλ. Και όλα αυτά σε συνθήκες παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού και υπό τη σκιά του νέου νομοσχεδίου για το ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τον τουρισμό, που λίγο-πολύ μετατρέπει όλη τη χώρα σε τόπο τουριστικής εκμετάλλευσης μεγαλο-επενδυτών.
Στο άρθρο αυτό, δυστυχώς, δεν προσφέρονται λύσεις και απαντήσεις για αυτό το δύσκολο παζλ, παρά μόνο μια ανησυχία για τον τρόπο διεξαγωγής του μιντιακού και διαδικτυακού διαλόγου επί αυτών. Την ανάδειξη, δηλαδή, ανάλογων «white saviors», εγχώριων και ξένων αστών, με τις «καλύτερες» των προθέσεων για τη σωτηρία των νησιών, που στο τέλος, όμως, μάλλον καταλήγουν σε κοινωνικό κανιβαλισμό εναντίον των κατοίκων τους (τραβηγμένη ίσως αναλογία, αλλά χάριν κατανόησης, σκεφτείτε την αναπαράσταση/αντιμετώπιση των δημοσίων υπαλλήλων επί μνημονίων), ρομαντικοποίηση του παρελθόντος, παραγνώριση των εξαναγκασμών που επιβάλλει το ανεξέλεγκτο καπιταλιστικό πλαίσιο και μεταμφίεσή τους σε δήθεν ελεύθερες, πλην (αυτο)καταστροφικές, επιλογές των «ξεπουλημένων» ντόπιων.
Για παράδειγμα, στην τοπική κοινωνία της Πάρου διεξάγεται μία συζήτηση για το πώς πρέπει να μπει φρένο στη δόμηση, ώστε, από τη μία, να διασωθούν το φυσικό περιβάλλον και οι πόροι του νησιού, αλλά, από την άλλη, πώς αυτό να μην γυρίσει μπούμερανγκ και αντί να περιοριστεί η κατασκευή μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, παρεμποδιστεί απλά η δυνατότητα των κατοίκων να χτίσουν σπίτι (σημειωτέον, το δημοτικό συμβούλιο την Τετάρτη αποφάσισε να θέσει σειρά οικοδομικών περιορισμών και απαγορεύσεων κατά τη συζήτηση για το τοπικό πολεοδομικό σχέδιο). Στον διάλογο αυτό, σε σχετικό ψήφισμα, έχουν σπεύσει να συμμετάσχουν διαδικτυακά και χρόνιοι τουρίστες του νησιού που είχαν αγοράσει πιο παλιά σπίτια και βίλες, ή που τα ενοικιάζουν σε μόνιμη βάση για όλο το καλοκαίρι, νουθετώντας τους κατοίκους τι κακό κάνουν στο νησί τους, υποστηρίζοντας την απαγόρευση εν γένει των νέων οικοδομών, παραπονούμενοι είτε για τη θέα που χάνουν, είτε για το πώς ήταν πολύ πιο όμορφο το νησί τα παλιά, «καλά» χρόνια και ότι τώρα έχει υποστεί μεγάλη αλλοίωση. Και παρότι το τελευταίο είναι αλήθεια, το οξύμωρο του θέματος είναι πως δεν αναγνωρίζουν τη δική τους συμβολή στο πρόβλημα που περιγράφουν και στη δημιουργία ακριβώς αυτής της ζήτησης για οικοδόμηση, στον περιορισμό των διαθέσιμων σπιτιών για μόνιμη κατοικία, στην άνοδο των ενοικίων, όπως και εν γένει των τιμών κτλ.
Ταυτόχρονα, οι «καλές» προθέσεις διαφόρων τουριστών και δημοσιολογούντων, σε αρθρογραφία και social media, για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα των νησιών μετατρέπονται συχνά σε ελιτίστικη, προσβλητική επίθεση κατά των νησιωτών συλλήβδην, που λίγο-πολύ περιγράφονται σαν νεόπλουτοι μπουρτζόβλαχοι που μεγαλοπιάστηκαν και ξεπουλήθηκαν στον βωμό του «εύκολου» χρήματος του τουρισμού, αντί να παραμείνουν ψαράδες και αγρότες όπως οι πρόγονοί τους. Παραβλέποντας, μεταξύ άλλων, τις μεγάλες διαφορές από νησί σε νησί, ότι οι μεγαλο-επιχειρηματίες πολλάκις δεν είναι καν ντόπιοι, αλλά πολύ γνωστά και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που ορίζουν το παιχνίδι (τουλάχιστον σε δημοφιλή νησιά των Κυκλάδων), όπως και τις πολλαπλές εργασιακές ταυτότητες που φέρουν συχνά οι νησιώτες προκειμένου να ζήσουν, πχ δραστηριότητα και ως αγρότες και ως επιχειρηματίες τουρισμού, και μισθωτοί εργαζόμενοι και ιδιοκτήτες καταλύματος κ.α. Υπάρχουν δε και αυτοί που δεν ασχολούνται καθόλου με τον τουρισμό.
Παράλληλα, νοσταλγούν, με αρκετή δόση αναισθησίας, δεκαετίες που οι νησιώτες αντιμετώπιζαν μεγάλη φτώχεια και δύσκολες καταστάσεις διαβίωσης, καθώς η δραστηριότητα στον πρωτογενή τομέα δεν έφτανε για να επιβιώσουν, με αποτέλεσμα οι νέοι και νέες να φεύγουν για τα καράβια και για υπηρετικό προσωπικό στις πόλεις, αισθητικοποιώντας, τελικά, αυτές τις συνθήκες σαν ωραία καρτ ποστάλ από τις διακοπές τους.
Αν ενδιαφερόμαστε πράγματι για το μέλλον των νησιών, αυτό θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει πάντα και το μέλλον των ίδιων των κατοίκων τους, στους οποίους δεν γίνεται να προσφέρεται ως μόνη εναλλακτική στα καπιταλιστικά πρότυπα πλουτισμού, η επιστροφή στο παρελθόν και να μην τους αναγνωρίζεται/αφήνεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος και λόγος σ’ αυτή τη συζήτηση –άλλωστε, οι ίδιοι είναι που την έχουν ανοίξει και πέρυσι έδωσαν, πχ, τον αγώνα για τις ελεύθερες παραλίες. Διαφορετικά, δεν μας ενδιαφέρει ένας δημοκρατικός, ανθρώπινος και περιβαλλοντικός σχεδιασμός, αλλά απλά πώς και πού θα κάνουμε οι αστοί τις διακοπές μας.
*Για τη γιαγιά μου Κούλα και τα χιλιάδες άλλα ανήλικα κορίτσια που στέλνονταν ψυχοκόρες επί δεκαετίες από τις Κυκλάδες στις μεγαλουπόλεις