Το ποιος ήταν ο Γιώργος Σιούνας, θα μπορούσε κάποιος που δεν τον γνώριζε να το πληροφορηθεί εύκολα από τις εφημερίδες και τις διαδικτυακές αναρτήσεις της προηγούμενης εβδομάδας, μετά τον θάνατό του την προηγούμενη Δευτέρα. Ψυχή του περιοδικού Βαβέλ, υπεύθυνος για μια σειρά από κείμενα που πολλές φορές έμεναν ανυπόγραφα ή ψευδώνυμα, μεταφραστής ακόμη περισσότερων κόμιξ, υπεύθυνος για τη γνωριμία μας με μια σειρά από σπουδαίους καλλιτέχνες των κόμιξ (και όχι μόνο) ένας άνθρωπος ενθουσιώδης για την τέχνη και την πολιτική μέσω της τέχνης, ένας ανανεωτής του ελληνικού underground, μια από αυτές τις μυθικές φιγούρες της δεκαετίας του ’80 και του ’90 που ακόμη και αθόρυβα σχημάτισαν τον κόσμο μας.
Κάποιοι από τους παλιούς συνεργάτες του έγραψαν για αυτά τα πρώτα χρόνια της Βαβέλ, τη συναναστροφή και τη συνεργασία, το πάθος και την συλλογική δημιουργία. Για αυτόν τον δοτικό χαρακτήρα που είχε, για το πώς διαρκώς ανακάλυπτε και διαρκώς έφερνε στο προσκήνιο νέους δημιουργούς, τόσο άγνωστους ξένους όσο και νέους Έλληνες που έκαναν τα πρώτα τους βήματα.
Το σημείωμα αυτό δεν είναι ένα από αυτά τα σημειώματα. Και αυτό γιατί ως αρκετά νεότεροι εμείς τον Γιώργο τον γνωρίσαμε σε ένα άλλο πλαίσιο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είχαμε μια σχέση οικογενειακή. Όχι δηλαδή μια συγγένεια που σου επιβάλει το αίμα, αλλά μια οικογένεια που επιλέγεις. Γνωρίσαμε τον Γιώργο ως οικογενειακό φίλο, φίλο των γονιών, αδελφό και θείο των φίλων μας. Από μικρή ηλικία τον θυμόμαστε σε κοινά τραπέζια, σε συζητήσεις σε χαλαρά σαλόνια, στο φεστιβάλ της Βαβέλ, με μια πολλές φορές εβδομαδιαία συχνότητα. Καθώς μεγαλώνεις οι συναντήσεις αυτές γίνονται πιο αραιές. Αλλά όπως όλα τα παιδικά γεγονότα που σε σημαδεύουν, οι συναντήσεις αυτές παραμένουν μέσα μας. Και ίσως τώρα, την ώρα του αποχαιρετισμού να φαίνεται πιο ξεκάθαρα το πόσο πολλά χρωστάμε στον άνθρωπο αυτό σε σχέση με όλα όσα φτιάχνουμε, σε σχέση με όσα κάνουμε.
Ο Γιώργος υπήρξε ένα κατώφλι αντικουλτούρας και εναλλακτισμού κόντρα στη διαδεδομένη αισθητική μιζέρια των εφηβικών μας χρόνων. Κόντρα σε ό, τι μας πολιορκούσε με τον συντηρητισμό, με την ευκολία και την προχειρότητα, την παρακμή της αισιοδοξίας και την βαρβαρότητα της επίχρυσης επιτυχίας. Ένας πλούτος καλλιτεχνικών αναφορών, προσβάσιμος στους εξοστρακισμένους στα μικρά τραπέζια, στους μικρούς που κάθονταν ξεχωριστά χωρίς να αναπαράγει το στερεότυπο του τύπου που κάθεται με τη νεολαία. Πρόθυμος να συζητήσει και να δώσει εναλλακτικές κατευθύνσεις στις αναδυόμενες ναΐφ υποκειμενικότητες, σε τομεις όπως το κόμιξ, το γκράφιτι, το πανκ έννοιες άγνωστες εώς απεχθείς στην υπόλοιπη σύνθεση των συνομιλικων του.
Ο Pasienza, ο Edika, ο Pratt, ο Liberatore, η Montellier, o Crepax, ο Bilal και ο Moebius οι έλληνες γκραφιτάδες των late 90’s Bizarre(RIP) και Jsone, η ιταλική αυτονομία, η Jazz και η επιστημονική φαντασία, η απενοχοποίηση της σεξουαλικότητας με κριτική στάση και δόσεις σαρκασμού απέναντι στον πουριτανισμό και το ματσό σεξισμό που συνυπήρχαν μεταξύ τους αρμονικά. Και όλα αυτά δεμένα και ειπωμένα με αυτό το χιούμορ που ήταν μαζί ευφυία και γέλιο, ποίηση και ανάταση, αυτοσαρκασμός και ανατροπή. Ο Γιώργος ήταν για μας μια μυθολογία από μόνος του, μια μυθολογία που κουβαλούσε άλλες μυθολογίες, προσβάσιμες πια για εμάς από την αυλακιά που εκείνος χάραξε ανάμεσα στις άλλες αφηγήσεις.
Στην εποχή της ιδεολογική ηγεμονίας του σκοταδισμού και της συγκεκαλυμένης ακροδεξιάς, σήμερα που η πνευματικότητα στοχοποιείται σε όλους τους πολιτικούς χώρους στο όνομα της μιας κάποιας λαϊκότητας, παραδείγματα σαν αυτά του Γιώργου Σιούνα, άνθρωποι σαν τον Γιώργο μας λείπουν όλο και περισσότερο.
Αντίο Γιώργο. Σήμερα τα παιδικά μας χρόνια μοιάζουν να γέρασαν απότομα.