Τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση κυριάρχησαν τις μέρες αυτές στις ομιλίες και στα γραπτά πολιτικών και δημοσιολογούντων. Ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά. Μόνο σ’ ένα σημείο οι περισσότερες απ’ αυτές τις παρεμβάσεις φάνηκαν φειδωλές και υπαινικτικές: το χουντικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 που ανέτρεψε τον Πρόεδρο Μακάριο και προκάλεσε έναν αιματηρό εμφύλιο στο νησί μεταξύ «χουντικών» και «μακαριακών». Οι περισσότεροι αναλυτές περιορίζονται στη διαπίστωση ότι το πραξικόπημα αποτέλεσε «πρόσχημα» για την τουρκική εισβολή.
Χαρακτηριστική η αναφορά στην πρώτη σειρά του ντοκιμαντέρ «Η δική μας Μεταπολίτευση» που προβλήθηκε από την ΕΡΤ με τις υπογραφές των Στάθη Καλύβα και Παναγή Παναγιωτόπουλου την περασμένη Τρίτη:
«Η νέα ηγετική ομάδα που εξουσιάζει τη χώρα πιστεύει πως μπορεί να ενώσει την Κύπρο με την Ελλάδα, ώστε να εδραιώσει την κυριαρχία της στο εσωτερικό της χώρας. Για να το πετύχει όμως αυτό πρέπει να απαλλαγεί από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Οργανώνει ένα αιματηρό πραξικόπημα εναντίον του που πετυχαίνει. Αυτό προσφέρει το τέλειο πρόσχημα στην Τουρκία να εισβάλει στο νησί και να το διχοτομήσει».
Ώστε στόχος της χούντας ήταν κατά τους εμβριθείς μελετητές η «Ένωση» και γι’ αυτό έριξαν τον Μακάριο! Μ’ άλλα λόγια, η πρόθεση του στρατιωτικού καθεστώτος ήταν αγαθή, απλώς το σχέδιο απέτυχε και το εκμεταλλεύτηκαν οι Τούρκοι! Παρόμοιους ισχυρισμούς θα συναντήσουμε στα περισσότερα άρθρα και τις ομιλίες αυτές τις μέρες για τα «50 χρόνια», ενώ οι πιο «προσεκτικοί» απλώς θα παραλείψουν κάθε αναφορά στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, όπως έκανε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τη δική της ομιλία στη δεξίωση για την «50ή επέτειο για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας».
Αρκούμαι στην υπόμνηση των δυο ντοκουμέντων που έφερε στο φως το «Χωρίς Εφημερίδα» (x-efimerida.gr). To «Υπουργικό Συμβούλιο» της Χούντας που συζητά τρόπους αντίδρασης στον Μακάριο, στις 11 Ιουλίου 1974, τέσσερις μέρες πριν από το πραξικόπημα εναντίον του και το «Πολεμικό Συμβούλιο» το πρωί της 20ής Ιουλίου, λίγες ώρες μετά την τουρκική εισβολή ( https://tinyurl.com/2bo6r6z8 ). Στα «Πρακτικά» αυτών των δύο συνεδριάσεων γίνονται σαφείς όχι μόνο οι εγκληματικές προθέσεις της Χούντας κατά της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου, αλλά κυρίως η δουλική συμπεριφορά απέναντι στις υπηρεσίες των ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Όσο για την φαντασίωση της «Ένωσης» που προσφέρουν σήμερα ως σανίδα σωτηρίας στον Ιωαννίδη, κι αυτή αποκαλύπτεται σ’ αυτές τις συζητήσεις των χουντικών ως η μεγάλη «μπλόφα».
Στην πραγματικότητα ξαναζούμε το σκηνικό που στήθηκε πριν από επτά χρόνια, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από το πραξικόπημα του 1967. Οι ίδιοι πολιτικοί, οι ίδιοι ιστορικοί, οι ίδιοι δημοσιογράφοι είχαν τότε αναλάβει την επιχείρηση αναθεώρησης της ιστορίας με τη σχετικοποίηση της εγκληματικής δράσης του στρατιωτικού μηχανισμού, καθώς και τον ισχυρισμό ότι το χουντικό καθεστώς είχε εξασφαλίσει… λαϊκή υποστήριξη!
Κεντρικό ρόλο έπαιζαν και τότε, το 2017, οι ίδιοι άνθρωποι. Ο κ. Καλύβας, ο οποίος σήμερα είναι στενός συνεργάτης και προσωπικός σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη είχε εκτεθεί αποδίδοντας δάφνες δημοκρατικές στους χουντικούς: «Μολονότι προερχόμενοι από τους κόλπους της σκληροπυρηνικής Δεξιάς, οι πραξικοπηματίες συνέβαλαν τελικά στον πλήρη εκδημοκρατισμό της Δεξιάς και διαμέσου αυτής και της χώρας. Δίχως τον Απρίλιο του ’67 δεν θα είχε υπάρξει ο Ιούλιος του ’74» (Στάθης Ν. Καλύβας, «Μια παράδοξη κληρονομιά», εφ. «Καθημερινή», 18.6.2017).
Είχε προηγηθεί κατά τρία χρόνια η προσπάθεια του καθηγητή Ευάνθη Χατζηβασιλείου, εκλεκτού συνεργάτη του Προέδρου της Βουλής κ. Τασούλα, να απαλλάξει τον στρατό από την ευθύνη για το πραξικόπημα με το επιχείρημα ότι οι πραξικοπηματίες ήταν συνταγματάρχες, δηλαδή ανώτεροι και όχι ανώτατοι αξιωματικοί, συνεπώς «δεν διέθεταν τα εφόδια για να ασκήσουν ανώτατη ηγεσία» (βλ. σχετ. Δ. Ψαρράς, «Το φάντασμα της χούντας και η Δεξιά», «Εφ.Συν.», 24.7.2013, https://tinyurl.com/22krm6nx ).
Αλλά πέρα απ’ τους καθηγητές, ο κ. Μητσοτάκης έχει φροντίσει να εντάξει στον στενό πυρήνα της ηγετικής του ομάδας τα γνωστά στελέχη του ΛΑΟΣ (Βορίδης, Γεωργιάδης, Πλεύρης), αλλά και άλλους υμνητές της χούντας (Λούλης). Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά στην ιστορία της Ν.Δ. που εντάσσονται ακροδεξιά στελέχη στις τάξεις της, αλλά μέχρι την ανάληψη της αρχηγίας από τον σημερινό πρωθυπουργό, ουδέποτε τους είχε ανατεθεί τόσο κεντρικός ρόλος στο κόμμα και κυρίως την κυβέρνηση και το Μαξίμου. Και βέβαια τα στελέχη του ΛΑΟΣ είχαν αρχηγό τον Γιώργο Καρατζαφέρη, ο οποίος Αλλά ακόμα και για την τραγωδία της Κύπρου ο Καρατζαφέρης ήταν έτοιμος να δώσει συγχωροχάρτι στη χούντα για το πραξικόπημα: «Το νησί το πήραν οι Τούρκοι στις 14-15 Αυγούστου, όταν κάποιοι λέγανε ότι η Κύπρος κείται μακράν» («Τηλεάστυ», 25.9.2001).
Ειδικά για τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη υπάρχει και μια βαριά οικογενειακή σκιά, σχετικά με το πραξικόπημα στην Κύπρο. Σύμφωνα με αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των υπηρεσιών του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, σε συνάντηση που είχε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τον Ιούλιο του 1965 με τον επικεφαλής του Γραφείου Ελληνικών Υποθέσεων Ρίτσαρντ Μπάρχαμ (Richard Barham), του τόνισε «τον καταστρεπτικό ρόλο του Ανδρέα στα ελληνικά πολιτικά πράγματα» και για το Κυπριακό υποστήριξε ότι «το Σχέδιο Άτσεσον θα μπορούσε και θα έπρεπε να επιβληθεί επί του Μακαρίου, με πραξικόπημα αν χρειαστεί».
Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η πρόβλεψη-πρόταση Μητσοτάκη για πραξικόπημα στην Κύπρο, εννιά χρόνια προτού το πραγματοποιήσει ο Ιωαννίδης.
Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι όταν αποκαλύφθηκε από την εφημερίδα «Τα Νέα» το ντοκουμέντο αυτό μετά τον αποχαρακτηρισμό του, το 2009, η απάντηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ήταν ότι διάβασε «με ιδιαίτερη προσοχή και πολύ ενδιαφέρον το έγγραφο», προσθέτοντας σιβυλλικά ότι «από τους ιστορικούς θα εκτιμηθεί κι αυτό, μαζί με όλα τα άλλα». Αρκέστηκε μόνο να δηλώσει ότι «προσωπικά όμως, πραξικόπημα εναντίον του [Μακάριου], εγώ τουλάχιστον, ποτέ, ούτε διανοήθηκα. Άλλωστε οι σχέσεις μου με τον Μακάριο ήσαν εξαίρετες» («Τα Νέα», 14.7.2009).
Προσθέτω μόνο ότι ο συντάκτης του επίμαχου δημοσιεύματος («Στο σπίτι του Μητσοτάκη μαγειρεύτηκε η Αποστασία», «Τα Νέα», 11.7.2009) ήταν ο Δημήτρης Μητρόπουλος, τον οποίο τοποθέτησε στη «Γενική Γραμματεία Πρωθυπουργού» ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2019, μόλις κέρδισε τις εκλογές.