Μια που χορτάσαμε πολιτικολογία όλη την χρονιά, είπα κι εγώ να αφιερώσω τα τρία τελευταία «Δαιμονικά» της σεζόν στην τέχνη. Το πρώτο ήταν για μουσική, το δεύτερο για βιβλίο και το σημερινό για κινηματογράφο. Πριν ξεκινήσω, όμως, θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στον κορυφαίο άνθρωπο του σινεμά Αλέξη Δερμετζόγλου, ο οποίος μου σύστησε ένα είδος γουέστερν που αγνοούσα, το επαναστατικό «σπαγγέτι» γουέστερν, αν και δεν ξέρω αν είναι δόκιμος ο όρος. Ήταν η εποχή του «μαύρου» στην ΕΡΤ, όπου στην Θεσσαλονίκη, με πρωτοβουλία του Αλέξη, δημιουργήθηκε και μακροημερεύει μέχρι σήμερα με μεγάλη επιτυχία η Κινηματογραφική Λέσχη Απολυμένων-Εργαζομένων της ΕΡΤ3. Σήμερα, επειδή η ιστορία εκδικείται, δεν ξέρουμε αν έχει ακόμα αποφευχθεί το «μαύρο» στα ΜΜΕ του ΣΥΡΙΖΑ, Αυγή και Κόκκινο. Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, παίχτηκε στην Λέσχη η ταινία του Σέρτζιο Λεόνε «Μια χούφτα δυναμίτη». Ως λάτρης του γουέστερν, η αδερφή μου μού διάβαζε «Μικρό κάου-μπόι» πριν πιάσω στα χέρια μου το αναγνωστικό του δημοτικού, είχα ήδη δει την μεγάλη επιτυχία του Σέρτζιο Λεόνε «Για μια χούφτα δολάρια». Δεν γνώριζα, όμως, τα επαναστατικά «σπαγγέτι» γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, του Νταμιάνο Νταμιάνι και του Σέρτζιο Κορμπούτσι που είχαν ως κεντρικό θέμα την μεξικάνικη επανάσταση. Κάτι πολύ διαφορετικό από το επικό, ηθογραφικό και πεπερασμένο αμερικάνικο γουέστερν που γνώριζα ήδη πολύ καλά.
Ξανάδα πρόσφατα το «Μια χούφτα δυναμίτη», ελληνικός τίτλος «Κάτω τα κεφάλια». Ο συγκλονιστικός Ροντ Στάιγκερ, ίσως ο καλύτερος ρόλος του μαζί με τον «Ενεχυροδανειστή», είναι ένας λούμπεν ληστής που ονειρεύεται να ληστέψει μια μεγάλη τράπεζα. Ο κορυφαίος Τζέιμς Κόμπερν είναι ένας ιρλανδός, παλιός αγωνιστής του IRA, που καταφεύγει καταζητούμενος μαζί με τις ερινύες και τους δυναμίτες του στο Μεξικό, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στην επανάσταση του Πάντζο Βίλλα. Μέσα στην φωτιά της επανάστασης, παρακολουθούμε την βαθμιαία συνειδητοποίηση του ληστή ο οποίος όμως δεν έχει κι αυταπάτες: «Κι ο Πάντζο Βίλλα ήταν λήσταρχος και κατάντησε στρατηγός», λέει αφοπλιστικά ο Ροντ Στάιγκερ. Παράλληλα, ο αγωνιστής του IRA ο οποίος είχε σκοτώσει τον αγαπημένο του φίλο που αναγκάστηκε από τα βασανιστήρια να γίνει καταδότης, όταν αντιμετώπισε μια αντίστοιχη περίπτωση με τον καταδότη γιατρό Βιέγκα, είπε: «Όταν άρχισα να χρησιμοποιώ δυναμίτη, πίστευα σε πολλά πράγματα. Τώρα πιστεύω μόνο στον δυναμίτη. Γι’ αυτό δεν σε κρίνω!».
Η ταινία έχει μια αντισυμβατική, αναρχική ατμόσφαιρα, με κυρίαρχη την επαναστατική βία. Η μακροσκελής πρώτη σκηνή, όπου περιγράφεται η κατάληψη μιας πολυτελούς άμαξας από τον λούμπεν ληστή και τα παιδιά του, είναι συγκλονιστική. Οι επιβάτες της άμαξας, όλοι εκπρόσωποι της άρχουσας κοινωνικής, οικονομικής, θρησκευτικής και πολιτικής τάξης, γελοιοποιούνται από μια ομάδα φτωχοδιαβόλων ενώ προηγουμένως η κάμερα, με πολύ κοντινά πλάνα, εστιάζει στα γεμάτα στόματά τους που ξεχειλίζουν από φαγητά και ρατσιστικά σχόλια. Στην τελευταία σκηνή της βίαιης κάθαρσης, όταν ο ιρλανδός επαναστάτης σκοτώνεται μέσα σε ένα παρανάλωμα εκρήξεων και φωτιάς, το βλέμμα του ληστή-ήρωα που θα καταντήσει στρατηγός αλλά έχει χάσει τον σύντροφό του στο όνειρο των ληστειών στις ΗΠΑ, δεν περιγράφεται! Κι όλα αυτά να απογειώνονται με την καταπληκτική μουσική του Έννιο Μορρικόνε, όπου δέσποζε το κομμάτι που επαναλάμβανε το όνομα του ιρλανδού επαναστάτη «Σον, Σον»!
Πάνος Δημητρούδης