Το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕ) εκδίδει ένα μηνιαίο περιοδικό με με τίτλο ΟΠΑ News, το οποίο φιλοξενείται ως ένθετο στο Βήμα. Το τελευταίο του τεύχος (Νο 53, Ιούλιος 2024) περιέχει και το άρθρο “Η αποταμίευση στην Ελλάδα ή γιατί δεν αποταμιεύουμε“ των Καθηγητών του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Επιστημών του ΟΠΑ Σαράντη Καλυβίτη, Μαργαρίτα Κατσίμη και Θωμά Μούτου. Στο τέλος του άρθρου διαβάζουμε ότι αυτό «βασίζεται στην ομότιτλη μελέτη που εκπονήθηκε σε συνεργασία του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Eurobank».

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις ισχυρίζονταν ότι οι Έλληνες, ως χώρα, “τρώμε”, δηλ. καταναλώνουμε, περισσότερα από όσα παράγουμε [1]. Όπως θα δούμε στα ακόλουθα, αν ευσταθούσε, τότε η αποταμίευση θα πρέπει να ήταν στο σχετικό διάστημα αρνητική. Από τα Γραφήματα 2 και 3 (σελ.15) που παρατίθενται στο άρθρο προκύπτει ότι στο διάστημα 2002 έως 2022 που εξετάζει η μελέτη η συνολική(δημόσια και Ιδιωτική) αποταμίευση δεν υπήρξε για κανένα έτος αρνητική, αλλά πάντα θετική [2]. Μπορούμε να διαβεβαιώσουμε ότι αυτό ίσχυε και για τα προηγούμενα έτη, τα έτη 1985 έως 2001. Ποτέ λοιπόν σε όλο το διάστημα από το 1985 έως το 2022, δηλ. εντέλει μέχρι σήμερα, η συνολική αποταμίευση δεν ήταν αρνητική και συνεπώς ποτέ δεν καταναλώναμε περισσότερα από όσα παράγαμε, αλλά απλώς καταναλώναμε και επενδύαμε περισσότερα από όσα παράγαμε, όπως συμβαίνει και με πολλές χώρες, οι οποίες δεν έχουν τα προβλήματα της χώρας μας. Σε αυτήν την περίπτωση το παραγόμενο προϊόν δεν φτάνει να καλύψει την κατανάλωση και την επένδυση. Το έλλειμμα αυτό καλύπτεται με καθαρές εισαγωγές από το εξωτερικό, δηλ. από τον όγκο των αγαθών, κατά τον οποίο οι εισαγωγές υπερβαίνουν τις εξαγωγές της χώρας. Η συνέπεια είναι αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και όχι αρνητική αποταμίευση.

   Πριν όμως, όπως προτιθέμεθα να κάνουμε στα ακόλουθα, σχολιάσουμε το αναθερθέν άρθρο, θεωρούμε σκόπιμο να εξηγήσουμε τι είναι η αποταμίευση.

 

Αποταμίευση: ένα λογιστικό υπόλοιπο

 

   Το καθαρό προϊόν μιας χώρας σε μια δεδομένη παρελθούσα περίοδο εμφανίζεται ως το άθροισμα του εισοδήματος των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και του Δημοσίου. Το εισόδημα των επιχειρήσεων μετά την πληρωμή των φόρων στο Δημόσιο και την καταβολή των διανεμηθέντων κερδών στα νοικοκυριά (και στο Δημόσιο) αποτελείται από τα μη διανεμηθέντα κέρδη. Το εισόδημα των νοικοκυριών αποτελείται από τους μισθούς και τα κέρδη που έλαβαν από τις επιχειρήσεις [3]. Τέλος το εισόδημα του Δημοσίου αποτελείται από τα λεγόμενα τακτικά έσοδά του, δηλ. από τους φόρους, τέλη, δασμούς κτλ καθώς και από τα κέρδη που εισπράττει από επιχειρήσεις οι οποίες του ανήκουν ή στις οποίες είναι μέτοχος.

   Καθένας από τους τρεις αυτούς τομείς της οικονομίας διαθέτει το εισόδημά του ως εξής: Ένα μέρος το καταναλώνει και το υπόλοιπο δεν το καταναλώνει. Το πρώτο μέρος το ονομάζουμε κατανάλωση, το δεύτερο μέρος αποταμίευση του τομέα. Η αποταμίευση είναι λοιπόν ορισμένη ως λογιστικό υπόλοιπο. Δεν έχει καθαυτή κανένα οικονομικό περιεχόμενο, επειδή είναι απλώς και μόνον αρνητικά ορισμένη ως μη καταναλωθέν μέρος του εισοδήματος, ως μη κατανάλωση.

Η αποταμίευση ενός τομέα είναι θετική (αρνητική), όταν αυτός καταναλώνει λιγότερα από το εισόδημά του. Επειδή η κατανάλωση του τομέα των επιχειρήσεων είναι προφανώς ίση με μηδέν (οι επιχειρήσεις δεν καταναλώνουν), η αποταμίευση αυτού του τομέα είναι πάντα ίση με το εισόδημά του. Ο τομέας των νοικοκυριών μπορεί να καταναλώσει λιγότερα(περισσότερα) από το εισόδημά του, οπότε η αποταμίευσή του είναι θετική(αρνητική). Το ίδιο ισχύει και για το Δημόσιο. Και αυτό μπορεί να καταναλώσει λιγότερα(περισσότερα) από το εισόδημά του, δηλ. από τα τακτικά έσοδά του, οπότε η αποταμίευσή του είναι θετική(αρνητική). Η θετική(αρνητική) αποταμίευση του Δημοσίου είναι προφανώς το θετικό(αρνητικό) υπόλοιπο του απολογισμού του Δημοσίου, δηλ. το πλεόνασμα(έλλειμμα) του Δημοσίου.

   Πώς χρησιμοποιείται το εισόδημα των τριών τομέων της οικονομίας στο σύνολό της; Όπως είδαμε, ένα μέρος του καταναλώνεται από τα νοικοκυριά και από το Δημόσιο, αποτελεί δηλ. την ιδιωτική κατανάλωση (οι επιχειρήσεις δεν καταναλώνουν) και την κατανάλωση του Δημοσίου. Ένα άλλο μέρος επενδύεται από τις επιχειρήσεις και το Δημόσιο, αποτελεί δηλ. τις ιδιωτικές επενδύσεις και τις δημόσιες επενδύσεις (τα νοικοκυριά δεν επενδύουν). Αν το εισόδημα της οικονομίας δεν φτάνει για να καλύψει την συνολική κατανάλωση και την συνολική επένδυση, τότε αυτό το μη καλυπτόμενο από το εισόδημα της οικονομίας μέρος της συνολικής κατανάλωσης καλύπτεται από ισόποσες καθαρές εισαγωγές όπου οι τελευταίες είναι το ποσό, κατά το οποίο οι εισαγωγές υπερβαίνουν τις εξαγωγές της χώρας. Αν αντιθέτως το εισόδημα της οικονομίας υπερβαίνει τις απαιτήσεις για κατανάλωση και επένδυση, τότε προφανώς το υπερβαίνων μέρος του εισοδήματος εξάγεται ως καθαρές εξαγωγές (=ποσό, κατά το οποίο οι εξαγωγές υπερβαίνουν τις εισαγωγές της χώρας) για να καλύψει ένα έλλειμμα της κατανάλωσης ή/και της επένδυσης άλλων χωρών.

   Τι προκύπτει από τα παραπάνω; Προκύπτει το εξής άκρως σημαντικό: Δεν χρειάζεται να έχουμε προηγουμένως αποταμιεύσει οτιδήποτε για να μπορούμε μετά να επενδύσουμε ή/και να εξάγουμε περισσότερα από όσα εισάγουμε. Η ζήτηση για εγχώρια επενδυτικά αγαθά ή/και η ζήτηση της αλλοδαπής για εγχώρια αγαθά που υπερβαίνει την ζήτηση της χώρας για αγαθά της αλλοδαπής  αυτή η ζήτηση φροντίζει ώστε αυτά τα αγαθά να παραχθούν όχι υπό την μορφή αγαθών για εγχώρια κατανάλωση, αλλά υπό την μορφή επενδυτικών αγαθών ή/ και αγαθών που συνιστούν καθαρές εξαγωγές. Η ζήτηση για εγχώρια επενδυτικά αγαθά και η ζήτηση των αλλοδαπών για εγχώρια αγαθά πέραν του ύψους των εισαγωγών δημιουργεί την αντίστοιχη “αναγκαία” αποταμίευση. Δεν συνιστά αντιστρόφως, μια δήθεν προηγηθείσα αποταμίευση την προϋπόθεση μιας ορισμένης επένδυσης ή/και μιας ορισμένης καθαρής εξαγωγής. Η αποταμίευση είναι ένα θετικό (ή αρνητικό) λογιστικό υπόλοιπο και ως εκ τούτου δεν δύναται να αποτελέσει για τίποτα μια προϋπόθεση.

 

Η απομάγευση της αποταμίευσης

 

   Απολύτως τίποτα απ’ όλα τα παραπάνω δεν έχουν κατανοήσει οι συγγραφείς του άρθρου (και συντάκτες της μελέτης;). Και σπεύδουν ήδη στην αρχή του άρθρου τους να μας πείσουν περί αυτού. Γράφουν:

«Η σημασία της αποταμίευσης για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία των χωρών και ανθρώπων είναι αδιαμφισβήτητη. Η αποταμίευση επιτρέπει σε μια χώρα να μετασχηματίσει τη μείωση της παρούσας κατανάλωσης, που συνεπάγεται η αποταμίευση, σε δυνατότητα παραγωγής επιπλέον εισοδήματος στο μέλλον μέσω της αύξησης των επενδύσεων και, επομένως, σε αύξηση των μελλοντικών καταναλωτικών δυνατοτήτων της χώρας.Καμία χώρα στην ιστορία δεν έχει πετύχει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης για πολλά χρόνια χωρίς την ύπαρξη υψηλού ποσοστού επενδύσεων και, αντίστοιχα, υψηλού ποσοστού εθνικής αποταμίευσης. Για παράδειγμα οι ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ανατολικής Ασίας εμφανίζουν για δεκαετίες υψηλότατα ποσοστά εθνικής αποταμίευσης, ενώ αντίθετα η αναπτυξιακή υστέρηση των χωρών της Λατινικής Αμερικής συμβαδίζει με χαμηλά ποσοστά εθνικής αποταμίευσης» (σελ.14).

Η σημασία της αποταμίευσης για την οικονομική ανάπτυξη δεν είναι αναμφισβήτητη, αλλά απλώς ανύπαρκτη. Αδιαμφισβήτητη είναι για την οικονομική ανάπτυξη η σημασία του αθροίσματος επένδυσης και καθαρών εξαγωγών. Το ότι αυτό το άθροισμα είναι ταυτοτικά ίσο με την αποταμίευση, δηλ. με το μέρος του προϊόντος που δεν καταναλώθηκε, αλλά επενδύθηκε ή/και εξήχθη ως καθαρή εξαγωγή στο εξωτερικό, δεν σημαίνει ότι η αποταμίευση είναι σημαντική για την ανάπτυξη. Ως λογιστικό υπόλοιπο η αποταμίευση δεν δύναται ούτε να είναι ούτε να μην είναι σημαντική για κάτι, της οικονομικής ανάπτυξης συμπεριλαμβανομένης. Επίσης η αποταμίευση δεν συνεπάγεται μείωση της παρούσας κατανάλωσης. Αυτό είναι απολύτως αδύνατον να συμβεί, αφού η αποταμίευση είναι ορισμένη ως η διαφορά μεταξύ εισοδήματος και κατανάλωσης. Δεν προϋπάρχει, για δεδομένο εισόδημα, η αποταμίευση της κατανάλωσης ώστε να μπορεί μια αύξησή της να μειώσει την κατανάλωση και να αυξήσει, όπως ισχυρίζονται εξίσου εσφαλμένα οι συγγραφείς, της επένδυσης). Η ισότητα “εισόδημα= κατανάλωση + αποταμίευση” δεν είναι συνάρτηση αλλά είναι μια νέτη σκέτη ex post διαπιστωμένη ταυτότητα και ως τέτοια δεν επιτρέπει ούτε την διατύπωση ερωτήσεων του είδους “τι θα συμβεί με την κατανάλωση εάν αυξηθεί η αποταμίευση” ούτε, πολύ περισσότερο, την απάντηση αυτής της ερώτησης με “θα μειωθεί η κατανάλωση”. Και αυτό δεν μεταβάλλεται βέβαια αν στην θέση της αποταμίευσης θέσει κανείς το άθροισμα επενδύσεων και καθαρών εξαγωγών.

 

Ένα «παράδοξο»: χαμηλή αποταμίευση, υψηλές επενδύσεις

 

Ότι «καμία χώρα στην ιστορία δεν έχει πετύχει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης για πολλά χρόνια χωρίς την ύπαρξη υψηλού ποσοστού επενδύσεων και, αντίστοιχα, υψηλού ποσοστού εθνικής αποταμίευσης» (σελ.14) είναι ορθό, όσον αφορά το ποσοστό επενδύσεων. Προφανέστατα όμως δεν είναι ορθό όσον αφορά το ποσοστό αποταμίευσης. Και αυτό, επειδή οι επενδύσεις δεν είναι απαραίτητο να καλύπτονται μόνον από ισόποση αποταμίευση, αλλά είναι δυνατόν να καλύπτονται, όπως συμβαίνει συχνά, από αποταμίευση και καθαρές εισαγωγές, έτσι που ένα υψηλό ποσοστό επένδυσης να συνοδεύεται από ένα χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης. Στο παράδειγμα που δίνουν αμέσως μετά οι συγγραφείς αποσυνδέουν πλήρως την ανάπτυξη από το ποσοστό επένδυσης και την εξαρτούν αποκλειστικά και μόνον από το ποσοστό αποταμίευσης: «Για παράδειγμα, οι ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ανατολικής Ασίας εμφανίζουν για δεκαετίες υψηλότατα ποσοστά εθνικής αποταμίευσης [η υπογράμμιση δική μουΓ.Σ.], ενώ αντίθετα η αναπτυξιακή υστέρηση των χωρών της Λατινικής Αμερικής συμβαδίζει με χαμηλά ποσοστά εθνικής αποταμίευσης»(σελ. 14).

Λίγο παρακάτω διαβάζουμε την επιγραμματική διατύπωση των σχετικών απόψεων των συγγραφέων:

«Επομένως [αυτό το “Επομένως” αφορά τα αναφερθέντα παραδείγματα τα χωρών από την Ανατολική Ασία και στα αντιθέτου σημασίας παραδείγματα χωρών από την Λατινική Αμερική – Γ.Σ.] η αποταμίευση [η υπογράμμιση δική μου – Γ.Σ.] είναι αναγκαία για τη χρηματοδότηση [τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;  Γ.Σ.] [4] των απαιτούμενων επενδύσεων [….]» (σελ. 14).

   Εδώ οι συγγραφείς εξισώνουν και ταυτίζουν αποταμίευση και επένδυση. Η αποταμίευση δεν είναι βέβαια ίση με την επένδυση, αλλά είναι ίση με το άθροισμα της επένδυσης και των καθαρών εξαγωγών. Η αποταμίευση είναι τότε μόνον ίση με την επένδυση, όταν η συγκεκριμένη εθνική οικονομία ή δεν έχει εμπορικές σχέσεις με άλλες χώρες ή έχει μεν, αλλά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της με τις τελευταίες είναι ισοσκελισμένο, δηλ. οι καθαρές εξαγωγές της είναι μηδενικές.

   Αλλ’ έστω ότι η αποταμίευση και επένδυση ήσαν ως προς το ποσό ίσες, δηλ. ισόποσα μεγέθη, τουτέστιν, όπως συνηθίζουμε να λέμε, ίσες. Δυο ως προς το ποσό ίσα μεγέθη, δυο “ίσα” μεγέθη, δεν είναι όμως εξ αυτού και μόνον του λόγου κατ’ ανάγκην και ίδια, δηλ. ταυτά μεγέθη. Οι συγγραφείς του άρθρου θεωρούν εσφαλμένα ότι τα δυο αυτά μεγέθη είναι ταυτά, γιαυτό και θεωρούν την αποταμίευση (!!!) προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης. Διότι νομίζουν ότι, λέγοντας ότι η αποταμίευση είναι προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης, δεν λένε τίποτε διαφορετικό από το ότι η επένδυση είναι προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης. Αλλ’ακόμη κι αν δεχθούμε χάριν της οικονομίας της συζήτησης ότι η αποταμίευση αποτελεί προϋπόθεση της επένδυσης και της οικονομικής ανάπτυξης  ακόμη και τότε ισχύει αυτό επιτυχέστατο του Erich Schneider ότι η επένδυση δημιουργεί αυτή η ίδια την  ως ιδίαν προϋπόθεση υποτεθείσθα  αποταμίευση της.

   Ας το επαναλάβουμε και πάλι: Η αποταμίευση είναι ένα μέγεθος χωρίς περιεχόμενο. Αποκτά το πρώτον περιεχόμενο ως επένδυση ή/και καθαρή εξαγωγή. Είναι, η αποταμίευση , το μη καταναλωθέν μέρος του προϊόντος. Είναι λοιπόν ορισμένη απλώς και μόνον ως μέγεθος χωρίς περιεχόμενο. Αποκτά το πρώτον περιεχόμενο, όταν απαντήσει κανείς το ερώτημα ως τι παράγεται και πώς χρησιμοποιείται αυτό το μη καταναλούμενο μέρος του προϊόντος. Η απάντηση είναι: ως επένδυση (ή/και καθαρή εξαγωγή).

   Όσα εκτίθενται για την αποταμίευση σε ατομικό επίπεδο (σελ. 14) αποτελούν σε ελεύθερη απόδοση των απόψεων νοικοκυραίων ανθρώπων σχετικά με τις πιθανές δυσάρεστες εξελίξεις που τους επιφυλάσσει ο ανασφαλής ανθρώπινος βίος και την εξασφάλισή τους απέναντι σ’ αυτές μέσω  τίνος άλλου;  της αποταμίευσης.

   Στην συνέχεια οι συγγραφείς παραθέτουν στο Γράφημα 1 την αποταμίευση 32 αντιπροσωπευτικών λίγο-πολύ χωρών, μεταξύ αυτών και της χώρας μας, κατά το 2022. Διαπιστώνουν ότι «αποταμιεύουμε λιγότερο όχι μόνο σε σύγκριση με τις πλουσιότερες, αλλά και με πολύ φτωχότερες χώρες»(σελ.14).

 

Γιατί έχουμε χαμηλή ή και αρνητική αποταμίευση;

 

Το ζήτημα, το οποίο θέτουν οι συγγραφείς υπό την ετερόκλητη μορφή του ζητήματος της του προσδιορισμού των παραγόντων που καθορίζουν το ποσοστό αποταμίευσης μιας χώρας και την εξέλιξη του, είναι ένα ευρύτατο και περίπλοκο ζήτημα, το οποίο αφορά τον προσδιορισμό των παραγόντων που καθορίζουν το ποσοστό επένδυσης και το ποσοστό των καθαρών εξαγωγών μιας χώρας. Δεν υπάρχει λόγος να πραγματευθεί κανείς, με την πρόφαση ότι το άθροισμά τους αποτελεί την αποταμίευση, μαζί δυο τελείως άσχετα μεταξύ τους πράγματα όπως τις επενδύσεις και τις καθαρές εξαγωγές. Και εν πάσει περιπτώσει δεν είναι δυνατόν να τα πραγματευθεί κανείς με την βοήθεια στατιστικών στοιχείων που όχι μόνον δεν εξηγούν τίποτα, αλλά χρήζουν αυτά τα ίδια εξηγήσεων. Πώς π.χ. εξηγείται ότι « αποταμιεύουμε λιγότερο όχι μόνο σε σύγκριση με πλουσιότερες, αλλά και με πολύ φτωχότερες χώρες» (σελ. 14); Και πώς εξηγείται ότι η Χιλή αποταμιεύει περισσότερο από την Σουηδία, την Νότια Κορέα και την Γερμανία και πολύ-πολύ περισσότερο, τέσσερις ή έξη φορές περισσότερο, από την Ιταλία, την Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο; Και πώς εξηγείται χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο να αποταμιεύουν λιγότερο από την Σλοβενία και πολύ λιγότερο από την Κόστα Ρίκα; (συγκ. Γράφημα 1). Μυστήρια όλ’αυτά!

   Οι συγγραφείς ανάγουν την χαμηλή αποταμίευση της χώρας μας σε τρία «δομικά», όπως τα ονομάζουν, χαρακτηριστικά της οικονομίας της χώρας μας (σελ. 15). Το πρώτο είναι το «ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης». Η φοροδιαφυγή των αυτοαπασχολουμένων οδηγεί σύμφωνα με τους συγγραφείς σε υπερβάλλουσα κατανάλωση των φοροδιαφυγόντων και σε αντίστοιχη μείωση [των εσόδων και] της αποταμίευσης του Δημοσίου. Το δεύτερο δομικό χαρακτηριστικό είναι το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης. Αυτό το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης «παρέχει οικονομική ασφάλεια έναντι αναπάντεχων γεγονότων»(σελ. 15) και αποτρέπει αντιστοίχως τους ιδιοκατοικούντες από το να αποταμιεύουν για αντιμετώπιση μελλοντικών «αναπάντεχων γεγονότων»(σελ.15). «Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η περαιτέρω αύξηση μετά το 2010 ορισμένων ανελαστικών δαπανών, όπως οι δαπάνες στέγασης των νοικοκυριών που προήλθαν από προγενέστερη σημαντική αύξηση στο μέγεθος των κατοικιών στην Ελλάδα. Ως συνέπεια δημιουργήθηκαν υποχρεώσεις που δεν μπορούν να αναιρεθούν, όπως η εξυπηρέτηση στεγαστικών δανείων, η πληρωμή λογαριασμών για ηλεκτρισμό, θέρμανση, ασφάλιση κατοικίας κτλ, που μειώνουν σημαντικά τα περιθώρια αποταμίευσης των νοικοκυριών»(σελ.15).

   Αφήνουμε τα σχόλια στον αναγνώστη. Αντ’ αυτών θα δώσουμε εδώ μια άλλη ερμηνεία της αρνητικής αποταμίευσης των νοικοκυριών στο διάστημα μετά το 2010 και μάλιστα βασιζόμενοι στο Γράφημα 4 του άρθρου. Σύμφωνα με αυτό το Γράφημα η αποταμίευση των νοικοκυριών στο διάστημα από το 2012 έως και 2022 (με εξαίρεση τα έτη 2020 και 2021) είναι αρνητική. Ας δούμε πώς εξηγείται αυτή η εξέλιξη χωρίς προσφυγή στα τρια παραπάνω δομικά χαρακτηριστικά. Η αρνητική αποταμίευση των νοικοκυριών σε ένα ορισμένο έτος σημαίνει ότι αυτά ξόδεψαν για κατανάλωση ένα ποσό το οποίο υπερβαίνει το εισόδημά τους κατά ένα ποσό ίσο με το απόλυτο ποσό της αρνητικής τους αποταμίευσης. Πώς προσπορίστηκαν το αντίστοιχο χρηματικό ποσό; Ρευστοποιώντας, πουλώντας δηλ., περιουσιακά τους στοιχεία σε οικονομικά υποκείμενα εκτός του τομέα των νοικοκυριών. Παροχές χωρίς αντάλλαγμα από μέρους γονέων ή φίλων δεν μετρούν, διότι αυτές συνιστούν μεταβιβαστικές πληρωμές εντός του τομέα των νοικοκυριών. Επίσης δεν μετράνε πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων σε άλλα νοικοκυριά, διότι και αυτές οι πράξεις αφήνουν αμετάβλητα τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία του τομέα των νοικοκυριών. Έτσι λοιπόν απομένουν οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών στον τομέα των επιχειρήσεων (και ίσως στον δημόσιο τομέα). Σ’ αυτές τις πωλήσεις περιλαμβάνονται φυσικά και οι ρευστοποιήσεις καταθέσεων των νοικοκυριών στις τράπεζες. Από το 2012 και μετά τα νοικοκυριά άρχισαν να αποταμιεύουν, δηλ. να πωλούν περιουσιακά τους στοιχεία, για να ζήσουν. Και πώς αυτό συμβαίνει, έτσι ξαφνικά και ενώ μέχρι και το 2010, αλλά και, έστω και υποτυπωδώς, ακόμη και το 2011 αποταμίευαν, δηλ. δεν κατανάλωναν ολόκληρο το εισόδημά τους; Μήπως τότε άρχισαν να δρουν συνεργατικά και τα τρία δομικά χαρακτηριστικά που αναφέρουν οι συγγραφείς; Όχι βέβαια! Αλλά επειδή χρόνο πριν η χώρα είχε τεθεί από την λεγόμενη τρόικα σε μνημονιακό καθεστώς και οι μισθοί και οι συντάξεις μειώθηκαν δραματικά και συνέχισαν να μειώνονται, έτσι που τα νοικοκυριά στο σύνολο τους δεν μπορούσαν πλέον να ζουν από το εισόδημά τους και αναγκάστηκαν, για να καλύψουν την κατανάλωσή τους, να εκποιούν περιουσιακά τους στοιχεία.

 

Τι μπορεί να αυξήσει την αποταμίευση;

 

   Παρά τις παραπάνω κριτικές παρατηρήσεις οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι συγγραφείς ορίζουν ορθά την αποταμίευση. Γράφουν: «Η αποταμίευση για κάθε τομέα ισούται με την διαφορά μεταξύ <διαθέσιμου> εισοδήματος και κατανάλωσης» (σελ. 14). Κατά συνέπεια η αποταμίευση της οικονομίας στο σύνολό της είναι ίση με την διαφορά μεταξύ του εισοδήματος και της κατανάλωσης της οικονομίας. Αυτό πρέπει να τονιστεί, διότι διαβάζουμε συνήθως στις οικονομικές σελίδες ότι η ιδιωτική αποταμίευση στη χώρα μας είναι τελευταίως αρνητική, όπου με ιδιωτική αποταμίευση εννοείται όχι η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος και της κατανάλωσης του ιδιωτικού τομέα, δηλ. επιχειρήσεων και νοικοκυριών, αλλά εννοούνται οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών. Αυτό το λάθος δεν το συμμερίζονται οι συγγραφείς του άρθρου με τους οικονομικούς συντάκτες. Διότι, όπως είδαμε, γνωρίζουν τι είναι αποταμίευση.

   Όταν όμως έρχονται να εκθέσουν τις προτάσεις του για μέτρα προώθησης της αποταμίευσης των νοικοκυριών, τότε αφήνουν να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι με την αποταμίευση των νοικοκυριών εννοούν ό,τι και οι οικονομικοί συντάκτες, δηλ. τις τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών.

   Το πρώτο μέτρο που προτείνουν είναι «αύξηση του φορολογικού συντελεστή σε γονικές παροχές ή/και μείωση του αφορολόγητου ορίου, ιδιαίτερα για μεταβιβάσεις που αφορούν νεότερες ηλικίες, σε συνδυασμό με μείωση της φορολογίας του εισοδήματος από αποταμιεύσεις»(σελ.15). Πρόκειται ασφαλώς για δυο είδη μέτρων. Το πρώτο αποσκοπεί προφανώς στην ανάσχεση της επιρροής του «πρώτου δομικού χαρακτηριστικού» που αναφέραμε παραπάνω. Θα το αφήσουμε, όπως κάναμε και με το ίδιο αυτό το χαρακτηριστικό, ασχολίαστο. Το δεύτερο, δηλ. η μείωση της φορολογίας του εισοδήματος από αποταμίευση, παραπέμπει σε μια κατανόηση της τελευταίας μάλλον ως τραπεζικής κατάθεσης ή ως αξιογράφου. Το ίδιο ακριβώς κάνει και το επόμενο προτεινόμενο μέτρο: «Δημόσιες ή /και ιδιωτικές πρωτοβουλίες που στοχεύουν στη βελτίωση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού [sic] μέσων παροχής πληροφόρησης και εκπαίδευσης σχετικά με την αποταμίευση, με ιδιαίτερη στόχευση στις νεότερες ηλικίες και στα άτομα με χαμηλά εισοδήματα»(σελ.15). Δεν νομίζουμε ότι έχει διαφορετικά το πράγμα με την τελευταία πρόταση των συγγραφέων, η οποία έχει ως εξής:

«Δημόσιες παρεμβάσεις που παρακινούν τους εργοδότες να προ-εγγράφουν αυτόματα τους εργαζόμενους σε πρόσθετα συνταξιοδοτικά προγράμματα ή να μεταφέρουν ένα προκαθορισμένο μέρος του μισθού τους, εφόσον οι εργαζόμενοι δεν εκφράσουν αντίρρηση, σε αποταμιευτικούς λογαριασμούς» (σελ. 15).

Δεν είναι ανακριβές να συνοψίσουμε τις απόψεις μας για τα μέτρα προαγωγής της αποταμίευσης που προτείνουν οι συγγραφείς ως εξής: Τα μέτρα που προτείνουν οι συγγραφείς δεν αφορούν στην προαγωγή της αποταμίευσης των νοικοκυριών, αλλά στην δημιουργία κινήτρων για τα νοικοκυριά αφενός να καταθέσουν τα όποια μετρητά διαθέτουν σε τραπεζικούς λογαριασμούς και αφετέρου να τοποθετούν μετρητά ή/και τραπεζικές καταθέσεις που διαθέτουν σε αξιόγραφα ή σε πρόσθετα ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα περίθαλψης και γήρατος.

   Έτσι λοιπόν όλα τα περί επιστημονικής μελέτης της αποταμίευσης αποκαλύπτονται ως φτενό και ανεπαρκές προκάλυμμα μιας ψευτοεπιστημονικά μασκαρεμένης πρότασης μέτρων που θα οδηγήσουν τα όποια κομποδέματα των νοικοκυριών στα ταμεία των τραπεζών, των εκδοτών χρηματοχρεωστικών τίτλων και ιδιωτικών εταιρειών ασφάλισης για περίθαλψη και γήρας. Κατά τα λοιπά των μήπως απορείτε και εσείς γιατί μαζί με όλα αυτά δεν προτείνουν και μια αύξηση των επιτοκίων των διαφόρων τραπεζικών καταθέσεων των νοικοκυριών;

   Εντέλει όμως από το άρθρο που συζητήσαμε στα παραπάνω μάθαμε γιατί τέλος πάντων πρέπει, ακόμη κι όταν παίρνουμε όλο και λιγότερα, να αποταμιεύουμε περισσότερα: επειδή αυτό είναι επωφελές για τις τράπεζες, την χρηματαγορά και τις ασφαλιστικές εταιρείες.

   Ας επανέλθουμε όμως στο αρχικό ζήτημα που θέτουν οι συγγραφείς: Πώς είναι δυνατόν να αυξήσουμε το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, πώς δηλαδή είναι δυνατόν να μειώσουμε το ποσοστό της κατανάλωσής τους. Μα είναι πολύ απλό: Όπως είδαμε παραπάνω αναλύοντας την εξέλιξη της αποταμίευσης των νοικοκυριών στο διάστημα 2010 έως και σήμερα: Αυξάνοντας το εισόδημά τους, δηλ. εντέλει τους μισθούς και τις συντάξεις.

 

 

Σημειώσεις:

 

1. Την συντήρηση αυτού του ψεύδους συνεχίζει η εφημερίδα «Καθημερινή». Δες « Ξοδεύουμε περισσότερα από όσα κερδίζουμε», σημείωμα της Σύνταξης, «Καθημερινή» 26/7/2024, σελ.1 και « Σταθερά σε αρνητικό έδαφος η αποταμίευση», σημείωμα της Σύνταξης, «Οικονομική Καθημερινή» 26/7/2024, σελ.1 (σελ. 21). Και τα δυο Σημειώματα της Σύνταξης παραπέμπουν στο άρθρο της Ειρήνης Χρυσολορά «Ξοδεύουμε σταθερά περισσότερα από το εισόδημα που διαθέτουμε» στη σελ. 3(σελ.23) του ιδίου φύλλου της εφημερίδας.

2. Επίσης όπως δείχνει το Γράφημα 2 η αποταμίευση του Δημοσίου ήταν στο αλήστου μνήμης έτος 2009 ίση με -9% του ΑΕΠ και συνεπώς το έλλειμμα του Δημοσίου στο ίδιο έτος ίσο με 9% του ΑΕΠ   κι όχι με 15% όπως ισχυρίζονταν τότε η Στατιστική Υπηρεσία και οι Κυβερνήσεις.

3. Αφήνουμε εκτός θεώρησης τις μεταβιβαστικές πληρωμές του Δημοσίου προς τα νοικοκυριά, όπως αφήσαμε κατά τον υπολογισμό του εισοδήματος των επιχειρήσεων εκτός θεώρησης τις επιδοτήσεις του δημοσίου προς τις τελευταίες.

4. Με την ακρίβεια στην διατύπωση που τους διακρίνει οι συγγραφείς εννοούν εδώ βέβαια με «χρηματοδότηση» απλώς την πραγματοποίηση των επενδύσεων.

 

Γιώργος Σταμάτης Ο Γιώργος Σταμάτης διετέλεσε καθηγητής Οικονομικής Θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (1979-2008). Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet