H τελετή έναρξης των παριζιάνικων Ολυμπιακών Αγώνων δίχασε το κοινό διεθνώς, προκαλώντας έντονες διαμάχες με πολιτικές και ιδεολογικές παραμέτρους. Οι εμπνευστές της θα πρέπει να είναι ικανοποιημένοι από την έκταση της συζήτησης και τον θόρυβο που επί μέρες αναπαράγεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανά τον κόσμο. Αυτό δεν είναι το πρώτο ζητούμενο σε μια φιέστα, σε ένα πολυθέαμα που απευθύνεται σε εκατομμύρια θεατές, να γίνεται αντικείμενο εκτενούς αντιπαραθετικής συζήτησης;
Αυτό που εξέπεμψε το Παρίσι στην τελετή έναρξης είχε, αναμφίβολα, λίγο απ' όλα, επιτρέποντας στους πάντες να βρουν κάποιο σημείο επαφής, να ταυτιστούν και να εκστασιαστούν, αλλά ταυτόχρονα και να ενοχληθούν ή και να οργιστούν.
Στη μεταμοντέρνα εποχή της κατάρρευσης των μεγάλων και συνεκτικών αφηγήσεων, η αποσπασματικότητα και η μερικότητα των επιμέρους επεισοδίων του φαντασμαγορικού σόου, άλλοτε αλληλοσυμπληρούμενων και άλλοτε αλληλοϋπονομευόμενων, δεν μοιάζει και τόσο παράταιρη.
Στην εποχή που η γραμμικότητα έχει ανατραπεί και δεκάδες ψίχουλα εδώ κι εκεί διεκδικούν να γίνουν ορατά και να λάμψουν έστω και στιγμιαία, η μετατόπιση από το κεντρικό στο έκκεντρο (ή και το εκκεντρικό), η ανάδειξη του ταπεινού και του ρηχά επιφανειακού, δεν φαίνονται και τόσο ξένα.
Ούτε θά ’πρεπε να ξενίζει η αισθητική πολυφωνία, με εύρος από το κλασικό μέχρι το ποπ (ή και το κιτς), η ανάμιξη διαφορετικών στιλ, φόρμας και ύφους. Μικτό είδος αλλά νόμιμο πια η μέταλ αποκεφαλισμένη Αντουανέτα, η Ζαν Ντ' Αρκ ως Μαύρος Καβαλάρης του Ντίρερ, το οργιαστικό πέρασμα του Βάκχου (ή μήπως του Πάνα;) από τον Μυστικό Δείπνο του Ντα Βίντσι (ή και όχι από αυτόν τον πίνακα, αλλά από άλλον, όπως υποστηρίχθηκε).
Νόμιμο; Όχι για όλους. Τα συντηρητικά αντανακλαστικά δεξιών, ακροδεξιών, εθνικιστικών, ομοφοβικών και θρησκευτικών κύκλων (και απλών ανθρώπων) λειτούργησαν αρκετά καλά, αν και όχι ακαριαία. Είδαν αποκαθήλωση, βεβήλωση, χλευασμό προτύπων και αξιών, έναν ακατανόητο και θλιβερό αχταρμά, ένα παρδαλό περιφερόμενο τσίρκο ή καρναβάλι, μια υπερβολική woke πινελιά σε μια παρέλαση αλλοπρόσαλλων μορφών και καταστάσεων.
Στα καθ' ημάς, ας προστεθεί στις αντιδράσεις και η αφελώς επαναλαμβανόμενη ρητορική του συρμού περί παραχάραξης και υπονόμευσης των παραδόσεων του Ολυμπισμού, του «Ολυμπιακού ιδεώδους» και του «αθάνατου αρχαίου (και ελληνικού, ασφαλώς) πνεύματος», τα οποία οι ένθερμοι υπερασπιστές τους δεν αντιλαμβάνονται καν πως είναι ιδεολογικά γεννήματα του βαθιά ρατσιστή αναβιωτή των Ολυμπιακών Αγώνων Πιερ ντε Κουμπερτέν και των αγώνων του 1936 στη ναζιστική Γερμανία, με τις αναμμένες δάδες και την όλη σκηνοθετική σύλληψη της επίσημης σκηνοθέτιδας του χιτλερικού καθεστώτος Λένι Ρίφενσταλ.
Μερικοί, πάλι, έμειναν στη σύγκριση της τελετής του 2024 με αυτήν των Ολυμπιακών της Αθήνας το 2004, λησμονώντας πως η αισθητική ποιότητα της τελετής εκείνης δεν έπαυε να εικονογραφεί με τον καλύτερο τρόπο το εθνοκεντρικό και παρωχημένο αφήγημα του τρισχιλιετούς ελληνικού πολιτισμού, με έμφαση μάλιστα στη λευκότητα και την αρτιότητα των σωμάτων, ζητήματα που έκτοτε έχουν συζητηθεί εκτενώς με κριτική ματιά.
Είναι αυτού του τύπου οι -αναμενόμενες πάντως- αντιδράσεις ικανός λόγος για να υπερασπιστεί κανείς το υπερθέαμα της τελετής έναρξης από θέσεις ας πούμε αριστερές ή έστω προοδευτικές; Έχει κάποιο νόημα η προσχώρηση, ακόμη μια φορά, σε ένα «ευρύ φιλελεύθερο μπλοκ» για την υπεράσπιση του πλουραλισμού στην έκφραση ή/και του δικαιώματος στον αυτοπροσδιορισμό των ταυτοτήτων και της ορατότητας των διαφορετικοτήτων, πάνω στο έδαφος που στρώνει το δοσμένο προϊόν της μεγαλύτερης εμπορικής αθλητικής "γιορτής" του καπιταλισμού, κόστους 12 δις δολαρίων;
Αλλά και ποιου πλουραλισμού και αποδοχής της διαφορετικότητας, σε μια διοργάνωση που εκ προοιμίου αποκλείει τη συμμετοχή της Ρωσίας λόγω του ουκρανικού, ενώ καλωσορίζει το Ισραήλ που σφαγιάζει τους Παλαιστίνιους στη Γάζα, καταπατώντας ακόμη και την -προσχηματική, έτσι κι αλλιώς- ολυμπιακή εκεχειρία; Ποιου πλουραλισμού και αποδοχής της διαφορετικότητας, σε μια διοργάνωση που απαγορεύει σε όσες μουσουλμάνες γυναίκες το επιθυμούν να φορούν τη μαντίλα και που απομακρύνει βίαια από το αστυνομοκρατούμενο κέντρο της πόλης και τα "ολυμπιακά" προάστια τους χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες, τους άστεγους και απόκληρους, για να μην "λερώσουν" την εικόνα της γιορτής;
Μήπως αυτή τη φορά να κρατήσουμε απλώς επιλεκτικά -και πώς αλλιώς, άλλωστε;- κάποιο από τα ψήγματα που μας προσφέρθηκαν και μας ταιριάζουν, όπως το κομμένο κεφάλι της Μαρίας Αντουανέτας και το μέταλ συγκρότητα Gojira να τραγουδούν το «Ça Ira», το τραγούδι των Αβράκωτων, στην κόκκινη Κονσιερζερί;
Ή, ακόμη καλύτερα, την εκτός σεναρίου της τελετής συμβολική κίνηση των αλγερινών αθλητών να ρίξουν κόκκινα τριαντάφυλλα στο Σηκουάνα στο σημείο που το 1961 η γαλλική αστυνομία είχε δολοφονήσει 150 Αλγερινούς που διαδήλωναν υπέρ της ανεξαρτησίας της χώρας τους.