Ποιες είναι οι λύσεις που μπορεί να προσφέρει το διεθνές δίκαιο σε εποχές που «η ιστορία βράζει» [1]; Με αυτό το (ρητορικό) ερώτημα έκλεινε το κεφάλαιό του για το Παλαιστινιακό το 2012 ο νομικός Geoffrey Robertson στο βιβλίο του για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Αυτό το ερώτημα, που είναι στην πραγματικότητα ταυτόσημο με την απορία για την ίδια τη χρησιμότητα του διεθνούς δικαίου, απαντήθηκε, σε κάποιο βαθμό, στις 19 Ιουλίου με την έκδοση της συμβουλευτικής γνώμης του Διεθνούς Δικαστηρίου επί των «Νομικών Συνεπειών των Ισραηλινών Πολιτικών και Πρακτικών στα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ».

Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να καταστεί σαφές ότι η έκδοση της συγκεκριμένης συμβουλευτικής γνώμης δεν σχετίζεται, παρ’ ότι συμπίπτει χρονικά, με τον πόλεμο στη Γάζα, αλλά αποτέλεσε την απάντηση του Διεθνούς Δικαστηρίου στην απόφαση της 30ης Δεκεμβρίου 2022 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ [2]. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο στη γνώμη δεν εξετάζονται θέματα σχετικά με τα όρια του δικαιώματος στην άμυνα και τον τρόπο διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα. Αυτά τα ζητήματα, προφανώς, θα απαντηθούν στην απόφαση του Δικαστηρίου στην αίτηση της Νότιας Αφρικής για την αναγνώριση του εγκλήματος της γενοκτονίας από το Ισραήλ στη Λωρίδα.

Ξεκινώντας από τα διαδικαστικά: τα επιμέρους σημεία της συμβουλευτικής γνώμης ελήφθησαν με μεγάλη πλειοψηφία (14-1, 12-3, 11-4) με τους 15 δικαστές να καταθέτουν 14 ξεχωριστές ατομικές εισηγήσεις (αριθμός ρεκόρ). Οι αριθμοί δείχνουν την ευρύτατη συναίνεση στο εσωτερικό του Δικαστηρίου αλλά και το ενδιαφέρον παρουσίασης προσωπικών απόψεων (σε κάποιες περιπτώσεις ιδιαίτερα τολμηρών από πλευράς των δικαστών) που διέφεραν από το τελικό κείμενο. Η άλλη διάσταση, βεβαίως, της συναίνεσης είναι η αποφυγή, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ενασχόλησης με σημεία που θα μπορούσαν να τη δυναμιτίσουν (π.χ. το θέμα της αναγνώρισης της Παλαιστίνης ως κράτους ή η χρήση του όρου «απαρτχάιντ»).

Ο εστιακός πυρήνας της συμβουλευτικής γνώμης, ειδικότερες πρόνοιες της οποίας έχουν και δεσμευτική ισχύ, είναι, για πρώτη φορά με τόσο κατηγορηματικό τρόπο, ο χαρακτηρισμός των ισραηλινών πρακτικών κατοχής στη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Γάζα ως «πρακτικές προσάρτησης». Ο παράνομος χαρακτήρας των πρακτικών αυτών πηγάζει ακριβώς από την πρόθεση άσκησης μόνιμου ελέγχου στις κατεχόμενες περιοχές από το Ισραήλ και δεν εξαρτάται πλέον, στον ίδιο βαθμό, όπως παλιά, με τη χρήση βίας, αν και το συγκεκριμένο θέμα συνεχίζει να αποτελεί πηγή συνεχιζόμενης σύγχυσης. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν αυτές οι πρακτικές είναι «απλώς» και μόνον εμμέσως βίαιες, π.χ. με τη δημιουργία συνθηκών που καθιστούν αδύνατη τη διαβίωση των Παλαιστινίων στην Ανατολική Ιερουσαλήμ. Και, τέλος, η κατοχή, από τη στιγμή που μετατρέπεται σε προσάρτηση, πλήρως απαγορευμένη από το διεθνές δίκαιο, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, σε καμία περίπτωση, από οποιαδήποτε αναφορά είτε στο δικαίωμα της «άμυνας» είτε στο δίκαιο του πολέμου.

Από αυτόν τον χαρακτηρισμό πηγάζουν και όλα τα υπόλοιπα που θα ήθελα να επισημάνω. Κατ’ αρχήν, η έκκληση του Διεθνούς Δικαστηρίου για τον άμεσο τερματισμό της κατοχής στη Δυτική Όχθη και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ αλλά και στη Γάζα [3] και η παραίνεσή του προς το Ισραήλ να σταματήσει την πολιτική επέκτασης των εποικισμών και να διαλύσει τους υπάρχοντες. Στην απόφαση προβλέπεται η καταβολή αποζημιώσεων για την παράνομη προσάρτηση των εδαφών και η αναγνώριση του καθήκοντος της διεθνούς κοινότητας να μην αποδέχεται την παρουσία του Ισραήλ στα προσαρτημένα εδάφη ως νόμιμη. Τέλος, η απόφαση χαρακτηρίζει τις πρακτικές του Ισραήλ ως αντίθετες προς το άρθρο 3 της Διεθνούς Σύμβασης για την Κατάργηση κάθε μορφής Φυλετικών Διακρίσεων.

Το τελευταίο αυτό σημείο είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, αφού οδηγεί, στην παράγραφο 278, στην υποχρέωση όλων των μελών της διεθνούς κοινότητας να απέχουν από οποιαδήποτε συμβατική σχέση με το Ισραήλ, όταν αυτή παράγει έννομα αποτελέσματα σε σχέση με τα προσαρτημένα εδάφη της Δυτικής Όχθης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. 

Συμπερασματικά, η έκδοση της συμβουλευτικής γνώμης μπορεί να ερμηνευθεί κάτω από διάφορες οπτικές γωνίες. Αποτελεί το πρώτο βήμα για τη διεθνή απομόνωση του Ισραήλ, σε περίπτωση που αυτό συνεχίσει την παράνομη προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Γάζας, και επιβεβαιώνει τον χειρότερο φόβο του Ισραήλ: βαθμιαία συρρικνώνεται και εξαφανίζεται η υποτίθεται ηθική του «υπεραξία» εξαιτίας του νομικού πολέμου(“lawfare”), μέσω της αναγνώρισης των παράνομων πρακτικών του από το διεθνές δίκαιο. Τέλος, αποτελεί την καλύτερη απάντηση στο καίριο ερώτημα: ναι, πραγματικά, το Διεθνές Δίκαιο μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αναχαίτιση ειδεχθών εγκλημάτων και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

 

 

Σημειώσεις:

1. “when history is still smoking” στο πρωτότυπο (Crimes against humanity, Penguin, 2012, 210)

2. Η απόφαση είχε ληφθεί με ευρεία πλειοψηφία: 87 – 23.

3. Παρά την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από τη Γάζα το 2005, το Διεθνές Δικαστήριο εξομοιώνει τις πρακτικές αποκλεισμού της Λωρίδας με μορφές συνεχιζόμενης κατοχής.

 

Σωτήρης Στ. Λίβας Ο Σωτήρης Στ. Λίβας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και εθνικός εκπρόσωπος (2023) στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Εγκλήματα Μίσους Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Μέση Ανατολή )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet