Αυτή τη φορά κανείς δεν μπορεί να πει πως έπεσε από τα σύννεφα. Η ανακοίνωση της εισαγγελέως του Άρειου Πάγου για το πόρισμα Ζήση, που αφορά το σκάνδαλο των υποκλοπών, μπορεί να είναι πρωτότυπος και μη προβλεπόμενος τρόπος ενημέρωσης για το περιεχόμενό του*, πλην όμως εισπράττεται από τους παραλήπτες σαν η αναμενόμενη επαλήθευση μιας προαναγγελθείσας συγκάλυψης.

Από τις πρωθυπουργικές δηλώσεις, αμέσως μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών, και τις βιαστικές πλην καλά σχεδιασμένες νομοθετικές ανατροπές στις μέχρι τότε ισχύουσες διατάξεις για τις «επισυνδέσεις», μέχρι το σιωπητήριο που επιβλήθηκε στους μάρτυρες και την άρνηση εφαρμογής της δικαστικής απόφασης για ενημέρωση του κ. Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ και γνωστοποίηση του λόγου για τον οποίο παρακολουθούσαν το τηλέφωνό του, όλα μας προετοίμαζαν για ένα πόρισμα «ούτε γάτα ούτε ζημιά».

 

Εξελιγμένες τεχνικές απόκρυψης

 

Λίγες ώρες πριν δημοσιευτεί η πρωτότυπη εισαγγελική ανακοίνωση, ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Ν. Βούτσης, με άρθρο του στο Dnews, επεσήμαινε ότι «το σκάνδαλο δεν θα υπήρχε ως γεγονός, αν δεν το αποκάλυπταν και το τεκμηρίωναν οι νησίδες της ανεξάρτητης ερευνητικής δημοσιογραφίας», και παρατηρούσε ότι «ο τύπος δικαστικής διερεύνησης του σκανδάλου που ακολουθήθηκε, συνέχιζε όλες τις τεχνικές απόκρυψης στοιχείων και συγκάλυψης ευθυνών στη γραμμή “δεν ξέρω, δεν είδα, δεν άκουσα, δεν έχω σχέση”», προεικάζοντας το γνωστό πια αποτέλεσμα. Αυτή είναι η αλήθεια: όποιος πει πως δεν το περίμενε, λέει ψέματα στον εαυτό του.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ομότιμος καθηγητής συνταγματικού δικαίου Ν. Αλιβιζάτος, με άρθρο του στην «Καθημερινή» (31/7 «Η αποθέωση της υποκρισίας»), επισημαίνει ότι το κείμενο της ανακοίνωσης δεν αρκείται στη συνήθη νομικά διατύπωση των απαλλακτικών πορισμάτων –«δεν προέκυψαν επαρκή στοιχεία»– αλλά χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως «συνάγεται αναντίλεκτα» ότι το Predator δεν είχε την παραμικρή σχέση με την ΕΥΠ και ότι η κ. Βλάχου, εισαγγελέας παρά τη ΕΥΠ, τήρησε «απαρέγκλιτα» τη νόμιμη διαδικασία, και δίκαια αναρωτιέται: «Μήπως οι κατηγορηματικές αυτές διατυπώσεις προδίδουν προκατάληψη;». Και όλοι μπορούμε να υποθέσουμε τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το ποιόν μιας δικαστικής έρευνας.

 

Πείθουν, αλλά για το ακριβώς αντίθετο

 

Όπως εύστοχα παρατηρεί στη δήλωσή του ο Αλέξης Χαρίτσης, «πρόκειται για το τελευταίο βήμα σε ένα κυβερνητικό σχέδιο, που θέλει να μας πείσει από την πρώτη στιγμή ότι δεν υπήρξε σκάνδαλο». Μας έπεισε; Το αντίθετο. Δύσκολα θα βρεθεί εχέφρων άνθρωπος που να μην έχει πειστεί ότι έγιναν τα πάντα για να πέσει μαύρο σκοτάδι αντί για «άπλετο φως» –κατά την υπόσχεση Μητσοτάκη. «Το πρόβλημα για την κυβέρνηση», παρατηρεί ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, «είναι ότι δεν μπορεί να επικαλεστεί την απόφαση του Άρειου Πάγου ως υπερόπλο που τερματίζει κάθε συζήτηση». Ίσα ίσα, ανοίγει διάπλατα το θέμα της ανάρμοστης σχέσης δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας.

Η πρώτη, πάντως, φαίνεται να φυλάει κάπως τα νώτα της, σε αντίθεση με τη δεύτερη που ενεργεί με την αυθάδεια καθεστωτικής δύναμης. Παραχωρεί στην κυβέρνηση ένα πόρισμα προκαταρτικής εξέτασης για άμεση πολιτική χρήση, που, ωστόσο, δεν είναι αμετάκλητο βούλευμα με ισχύ δικαστικής απόφασης. Η υπόθεση αρχειοθετείται, αλλά στο αρχείο δεν υπάρχει μόνο είσοδος, υπάρχει και έξοδος.

Όσο για το φύλλο συκής, την παραπομπή τεσσάρων στελεχών της εταιρείας με το παράνομο λογισμικό για πλημμέλημα, με την προσπάθεια να φορτωθεί η πτώση στα μαλακά στην αναθεώρηση του ποινικού κώδικα επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ – Οικολόγων, ακόμη και στα τηλεοπτικά παράθυρα έχει φτάσει η «είδηση» ότι υποκλοπές που μπορούν να θίξουν την εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος παραμένουν στην περιοχή του κακουργήματος κι ας κάνουν κάποιοι πως δεν το ξέρουν. Για να μιμηθούμε το (ρητορικό;) ερώτημα Αλιβιζάτου, μήπως, εκτός από προκατάληψη, προδίδεται και μεροληψία;

 

Ας απαλλαγούμε από τις μετωνυμίες

 

Ο αγώνας, προφανώς, δεν τελείωσε εδώ. Ούτε η ευτυχής κατάληξή του, η ανάκτηση στοιχείων της αρχής του κράτους δικαίου παραπέμπεται στο μακρινό μέλλον ή στην ανατροπή του καπιταλισμού, όπως αφήνει να εννοηθεί, δυστυχώς, η ανακοίνωση του ΚΚΕ. Η οποία μάλλον αντιφάσκει με τη δεύτερη και ωριμότερη σκέψη του να ζητήσει άμεση σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.

Σαν πρώτο βήμα, πάντως, σ’ αυτή την κατεύθυνση –και αυτό ισχύει για όλους, και για τα κόμματα της Αριστεράς– είναι πια καιρός στις σχετικές με τις δικαστικές αρχές αναφορές να μη χρησιμοποιείται καταχρηστικά και κατά κόρον ο όρος Δικαιοσύνη, αντί του νομικά, συνταγματικά, πολιτικά και ιδεολογικά ορθού «δικαστική εξουσία».

Δεν πρόκειται περί σχολαστικισμού. Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο Δικαιοσύνη για τη δικαστική εξουσία, προετοιμάζουμε τις συνειδήσεις για την αυτόματη ταύτιση των πράξεών της με το δίκαιο και το δίκιο. Πράγμα που συχνά δεν συμβαίνει. Μπορεί, όμως, μια «Δικαιοσύνη» να προβαίνει σε άδικες ενέργειες; Και είναι άτοπο, επίσης, μία από τις τρεις συνταγματικά οριζόμενες εξουσίες, η δικαστική να χρησιμοποιεί επίσημα ψευδώνυμο. Είναι κι αυτός ένας λόγος που μπορεί να κάνει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της να ερμηνευτεί ως απαλλαγή από κάθε δημοκρατικό έλεγχο και να μεταφραστεί σε ποδηγέτηση από την εκτελεστική.

 

 

*Λέτε να προαναγγέλλει ότι η ενημέρωσή μας θα περιοριστεί στο περιεχόμενο της ανακοίνωσης και το, κατά πώς διαφημίζεται, τριακοσίων σελίδων πόρισμα, λες και πουλιέται με το ζύγι, θα καταταγεί στα απόρρητα, όπως και το πόρισμα της σχετικής εξεταστικής επιτροπής της Βουλής;

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet