Το καλοκαίρι προχωρά, με το μέτωπο ιδρωμένο, με το βήμα αργό και εξαντλημένο. Είναι η ανάσα που κόβεται από ένα ξερό λαρύγγι, το νερό που τελειώνει στο μπουκάλι, τα πόδια του σκυλιού που καίγονται στην άσφαλτο και αρνείται να μας ακολουθήσει στη βόλτα. Δεν μιλώ για τη ζέστη. Τουλάχιστον όχι μόνο για αυτή. Μιλώ για μια μεταβολή του ίδιου του καλοκαιριού ως εμπειρία. Αυτό που κάποτε ήτανε ξεγνοιασιά, τώρα είναι ζόρι. Να βρούμε έναν τρόπο, να πάμε κάπου μακριά, χωρίς πολύ κόσμο, χωρίς αυτή την ξαφνική τρέλα. Να μαζέψουμε όσα χρήματα μπορούμε μπας και βγουν δυο μέρες παραπάνω. Να σφιχτούμε, να ζοριστούμε.
Είναι τέτοια η ζέστη που δεν αφήνει χρόνο για αναλύσεις. Είναι απλώς καταγραφή μιας αίσθησης, ενός συνδυασμού πραγμάτων που αναδύεται αμετάκλητα σαν βιωμένη πια πραγματικότητα. Ένας συνδυασμός πραγμάτων. Ακρίβεια μαζί με φτωχοποίηση, πλήρης τουριστικοποίηση του συνόλου της κοινωνικής σφαίρας, κλιματική κρίση, υψηλές θερμοκρασίες, υπερπληθυσμός τουριστών, έλλειψη νερού, πληρότητα των σημείων απορριμμάτων, διάλυση των υποδομών υγείας, διάλυση της πυροπροστασίας. Ανασφάλεια και φόβος, ξεπούλημα και ευκαιριακή επιβίωση. Και συ κάπου εκεί προσπαθείς να ανασάνεις. Προσπαθείς να ανασάνεις μέσα σε αυτή την ατελείωτη κούραση στην οποία έχει μεταβληθεί η ξεκούραση σου.
Η χώρα αυτή πεθαίνει. Οι άνθρωποι δεν φεύγουν πια. Μένουν εδώ ξεπουλώντας. Παραχωρούν τις θέσεις τους και εξυπηρετούν. Μαθαίνουν να σκύβουν, διαρκώς να σκύβουν με μόνη τους εκδίκηση την υπερκοστολόγηση των υπηρεσιών τους (κάτι που προφανώς στη συνέχεια γυρνά εναντίον τους). Ξηλώνουν τα πάντα σε μια αναμονή εύκολου κέρδους. Οι επιχειρήσεις γεμίζουν τα αμπάρια τους με εργαζομένους σε άθλιες συνθήκες. Τα ταξί δεν σταματούν πια να πάρουν ντόπιους. Οι τιμές των ακτοπλοϊκών, των ξενοδοχείων, των δωματίων δεν είναι ακριβές για τους ντόπιους. Είναι απρόσιτες. Ακριβώς γιατί δεν απευθύνονται σε αυτούς. Και ό, τι μείνει όρθιο θα καεί σε μια από τις πυρκαγιές του Αυγούστου.
Η χώρα αυτή πεθαίνει. Και δεν είναι μόνη της. Το μήνυμα που στάλθηκε στους μόνιμους κατοίκους της Σαντορίνης και τους καλούσε να μην βγουν από τα σπίτια τους γιατί έρχονται οι τουρίστες μας ανατρίχιασε. Σε τι μετατρέπεται αυτή η χώρα, αυτές οι κοινωνίες; Όταν όμως το ίδιο περίπου μήνυμα στάλθηκε στους κατοίκους του Παρισιού λόγω Ολυμπιακών λίγες μέρες μετά μας έκανε να καταλάβουμε πως δεν ζούμε ένα ξεχωριστό φαινόμενο, απλώς την συγκεκριμένη διαχείριση μιας ευρύτερης μετατόπισης. Ο «τουρίστας» δεν είναι απλώς ένα άτομο που κάνει τουρισμό. Εκπροσωπεί την μία από τις δύο ομάδες που αφήνει πίσω της η διαιρετική τομή της εποχής μας. Αυτούς που έχουνε. Τους παγκόσμιους έχοντες. Οι υπόλοιποι απλώς την έχουνε πατήσει. Οι όροι με τους οποίους γίνεται ο τουρισμός πια στις μέρες μας είναι τελείως διαφορετικός από αυτούς πριν από 20 ή ακόμη και 10 χρόνια. Οι μόνιμοι κάτοικοι παραχωρούν τα σπίτια τους, τα αυτοκίνητά τους, τις γειτονιές και τα μαγαζιά τους. Άμεσα. Ο τουρίστας δεν είναι πια ένας διερχόμενος. Αξιολογεί τα σπίτια και τους όρους ζωής μας, τις συνήθειες και τους τρόπους μας. Αγοράζει χωρίς να επιθυμεί να κατοικήσει, χωρίς να διεκδικεί να γίνει κομμάτι της κοινότητας. Οι γειτονιές μεταβάλλονται απότομα και άγαρμπα, τα σπίτια πουλιούνται σε αγνώστους που οι γείτονες ίσως να μην δουν ποτέ να έρχονται. Κάθε δεσμός σπάει, κάθε συνέχεια παύει.
Έχουμε ήδη μπει σε μια νέα εποχή. Το βλέπουμε, το ζούμε, μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε. Σε μια εποχή φτηνή για όσους έχουν και αφόρητη για όσους δεν έχουν. Σε ένα παγκόσμιο κοινό τόπο αυταρχισμού, ξεπουλήματος, εξευτελισμού και αδιεξόδου.
Το καλοκαίρι είναι για να ανασαίνεις. Και όσο ανασαίνουμε, ακόμα και σε αυτή τη στριμωγμένη άκρη, δεν θα δεχτούμε ποτέ αυτό το καρναβάλι χυδαιότητας ως κανονικότητα. Ο κόσμος αλλάζει προς το χειρότερο. Ακόμα όμως και έτσι η αρνητική αυτή διαπίστωση αφήνει μια χαραμάδα αισιοδοξίας. Το γεγονός δηλαδή πως ο κόσμος μπορεί να αλλάξει, άρα κάποια στιγμή να αλλάξει και προς το καλύτερο. Ίσως όχι αυτό το καλοκαίρι, ίσως όχι σε αυτή την εποχή. Αλλά σε μια άλλη που θα ξεπηδήσει ακριβώς μέσα από τα σπλάχνα αυτής που διανύουμε.