«Κεφάλι Αθηνάς», Κωνσταντίνος Παρθένης, 1924
Με την έλευση της Μεταπολίτευσης άλλαξε το δόγμα της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής από τον «από βορρά κίνδυνο» (Σοβιετική Ένωση, κομμουνιστικά Βαλκάνια) στον «εξ ανατολών κίνδυνο» (Τουρκία), όπως είχε διατυπωθεί σε μνημόνιο του Ευάγγελου Αβέρωφ (τότε υπουργού Άμυνας) στον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Βελτιώθηκαν αισθητά οι διμερείς σχέσεις με τα βαλκανικά κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας (Βουλγαρία και Ρουμανία), αλλά και με τη Σοβιετική Ένωση, και συνεχίστηκαν οι καλές σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία (παρά το αγκάθι του Μακεδονικού) και με την Αλβανία με την οποία είχαν αποκατασταθεί οι διπλωματικές σχέσεις επί Χούντας (το 1971). Η προοπτική αυτή συνεχίστηκε και με το παραπάνω επί κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου (ακόμη πιο φιλικές σχέσεις με Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία και μονομερής άρση του εμπολέμου με Αλβανία).
Με την Τουρκία οι σχέσεις ήταν από αμφίσημες έως εχθρικές από το 1974 μέχρι το 1989. Επί Καραμανλή, με κρίσεις (του 1976 και του 1987, με το Χόρα και το Σισμίκ αντίστοιχα), αλλά και προσπάθειες επίλυσης με διάλογο και διαπραγματεύσεις, ειδικά των διαφορών του Αιγαίου και –πιο διακριτικά, από πλευράς Αθήνας– σε σχέση με το Κυπριακό. Σε αυτές τις προσπάθειες η κυβέρνηση Καραμανλή είχε να αντιμετωπίσει τις εθνικιστικές εξάρσεις της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου) που θεωρούσε οποιοδήποτε διάλογο με την Τουρκία λάθος επιλογή, με το σκεπτικό ότι η Ελλάδα είχε το δίκαιο με το μέρος της στο Αιγαίο και ότι οποιαδήποτε συμφωνία προέκυπτε θα ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμών με την Ελλάδα αναγκαστικά να υποχωρεί.
Όταν το ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου ανέλαβε τα ηνία (φθινόπωρο 1981), ο Παπανδρέου έδωσε προς στιγμήν στην Άγκυρα την εντύπωση ότι θα συνεχιζόταν ο διάλογος με στόχο έναν ιστορικό συμβιβασμό, αλλά έκανε το ακριβώς αντίθετο, τερματίζοντας τον διάλογο και κατηγορώντας την Τουρκία για επιθετικότητα και επεκτατισμό όχι μόνο σε σχέση με την Κύπρο (με δεδομένη την εισβολή του 1974), αλλά και έναντι της ελληνικής Θράκης και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Μάταια ο νηφάλιος νέος τούρκος ηγέτης Τουργκούτ Οζάλ προσέφερε επανειλημμένα κλάδο ελαίας μέχρι που είχαμε την κρίση του Μαρτίου στο Αιγαίο το 1987, με τις δύο πλευρές να κατηγορούν η μία την άλλη. Στην πραγματικότητα, σε επίπεδο ανώτατης ηγεσίας δεν υπήρχε υπαιτιότητα, αλλά παρερμηνεία των προθέσεων της άλλης πλευράς. Όταν επήλθε αποκλιμάκωση ξεκίνησε ένας εμπιστευτικός γραπτός διάλογος μεταξύ Παπανδρέου και Οζάλ που είχε ως αποτέλεσμα τη συνάντηση των δύο ηγετών στο περιθώριο του Φόρουμ του Νταβός (Ιανουάριος 1988). Κι έτσι προέκυψε το «πνεύμα του Νταβός», με επανέναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Αλλά με δεδομένη την αρνητική στάση της ελληνικής κοινής γνώμης, της πλειονότητας στο ΠΑΣΟΚ, αλλά και τις αντιδράσεις σημαινόντων διπλωματών και άλλων προσωπικοτήτων, ο Παπανδρέου αναγκάστηκε προς το τέλος του 1988 να εγκαταλείψει το πνεύμα του Νταβός με δικό του mea culpa.
Στη συνέχεια, η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προσπάθησε να ξαναβάλει σε τροχιά τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Υπήρχε κάποια βελτίωση του κλίματος (συνάντηση Μητσοτάκη – Ντεμιρέλ στο Νταβός), ακόμη και κινητικότητα στο Κυπριακό για ομοσπονδιακή λύση από πλευράς Οζάλ, αλλά ο Ραούφ Ντενκτάς παρέμενε αδιάλλακτος, εκτροχιάζοντας τις προσπάθειες του τούρκου ηγέτη. Η δε ατυχής εμπλοκή τότε της Ελλάδας με το Μακεδονικό και η σύγκρουση για το όνομα Μακεδονία δεν επέτρεπαν εποικοδομητικές κινήσεις στα ελληνοτουρκικά από ελληνικής πλευράς. Στο δε Μακεδονικό η Ελλάδα αντί να πρωταγωνιστήσει στη σταθερότητα στα Βαλκάνια που βρισκόντουσαν σε μετάβαση (με τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο να έχει ξεκινήσει) έγινε μέρος του προβλήματος, με το να μη δέχεται ούτε τα παράγωγα του ονόματος Μακεδονία, δίνοντας την εντύπωση ότι κάνει το παν για να την αποσταθεροποιήσει ή να διαλύσει τη μικρή και αδύναμη γειτονική χώρα, ενδεχομένως και σε συνεργασία με τον Μιλόσεβιτς (σχολή Αντώνη Σαμαρά, με τον Μητσοτάκη να μη μπορεί να αντιδράσει, ειδικά όταν έλαβαν χώρα τα συλλαλητήρια με ένα και πλέον εκατομμύριο διαδηλωτές). Και οι σχέσεις με την υπό μετάβαση Αλβανία που είχαν ξεκινήσει με καλούς οιωνούς το 1990-1992 κακοφόρμισαν, αυτή τη φορά με τον Μητσοτάκη και όχι μόνο τον Σαμαρά να φλερτάρει ακόμη και με την αλλαγή συνόρων, προσπαθώντας να παραλληλίσει την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία με τις αντίστοιχες συνθήκες στο Κόσοβο.
Σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή η πάγια φιλαραβική πολιτική που ίσχυε από τα τέλη της δεκαετίας του ‘40 (μη αναγνώριση του Ισραήλ, περιορισμένες διπλωματικές σχέσεις στη συνέχεια, όχι σε πρεσβευτικό επίπεδο μέχρι το 1990), με τις αραβικές χώρες να βοηθάνε την Ελλάδα στο Κυπριακό, συνεχίστηκε επί κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου (ειδικά με την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Λιβύη, και με φιλικές σχέσεις με την παλαιστινιακή ηγεσία υπό τον Γιασέρ Αραφάτ), με την Ελλάδα να συμβάλει αποφασιστικά στο να υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΚ) πιο ισομερής αντιμετώπιση του Μεσανατολικού (πριν η ΕΚ ακολουθούσε τυφλά τις ΗΠΑ στην φιλοϊσραηλινή της στάση).
Επιστρέφοντας στα ελληνοτουρκικά, μετά την τρίτη κρίση του Αιγαίου με τα Ίμια (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1996), είχαμε, το 1999, την αισθητή βελτίωση των σχέσεων με τη «σεισμική διπλωματία» και την άρση του ελληνικού βέτο στο αίτημα της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα πρώτα χρόνια της ελληνοτουρκικής προσέγγισης (2000-2004) φτάσαμε κοντά στην επίλυση της διένεξης του Αιγαίου (Δεκέμβριος 2003), καθώς και στην επίλυση του Κυπριακού (Σχέδιο Ανάν), με τη δεύτερη να σκοντάφτει στην άρνηση των Ελληνοκυπρίων με ποδηγέτη τον Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο. Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα οι σχέσεις άρχισαν να παρουσιάζουν προβλήματα, ειδικά από τότε που η Άγκυρα, λόγω της στάσης της ΕΕ, έχασε το ενδιαφέρον της για την ευρωπαϊκή της πορεία, με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις να χειροτερεύουν από το 2016 (αποτυχημένο τουρκικό πραξικόπημα) και το 2020 να φτάνουν στο ναδίρ, σε συνέχεια και της αποτυχίας του Κυπριακού στο Κραν Μοντανά (2017), με υπαιτιότητα κυρίως των Ελληνοκυπρίων (και εν μέρει της Ελλάδας), με επίκεντρο το Αιγαίο αλλά πλέον και την Ανατολική Μεσόγειο (με την εμπλοκή και της Κύπρου), με την κατάσταση να «μυρίζει μπαρούτι». Μόλις πρόσφατα, από το Δεκέμβριο του 2023 («Διακήρυξη Αθηνών») έχουμε προσπάθεια ύφεσης και επανέναρξης του ελληνοτουρκικού διαλόγου αλλά το μέλλον των σχέσεων παραμένει αβέβαιο.
Στη διένεξη Αθήνας – Σκοπίων επήλθε επίλυση μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια, με τη Συμφωνία των Πρεσπών (Ιούνιος 2018), μια διπλωματική νίκη της κυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα, με πρωτεργάτη τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά. Αλλά προσφάτως άρχισαν να εμφανίζονται δυσοίωνα σύννεφα λόγω της στάσης της νέας κυβέρνησης της Βόρειας Μακεδονίας. Στα ελληνοαλβανικά, παρά τη Συμφωνία Συνεργασίας του 1995 επί κυβέρνησης Κώστα Σημίτη, υπήρχαν εναλλαγές και σήμερα οι σχέσεις δεν βρίσκονται σε καλό σημείο, με υπαιτιότητα και των δύο πλευρών και με πολλά εκκρεμή ζητήματα (εμπόλεμο, θαλάσσιες ζώνες, Τσάμικο, ελληνική μειονότητα, κ.ά.)