«Διαδήλωση στο Πολυτεχνείο», Γιώργος Ιωάννου, 1973
H συμπλήρωση των πενήντα χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας χαρακτηρίζεται από αμηχανία στο αριστερό φάσμα του κομματικού ανταγωνισμού. Μετά την πτώση της δικτατορίας, η Αριστερά (σοσιαλιστική, κομμουνιστική και ανανεωτική) φαινόταν να κυριαρχεί ιδεολογικά και οργανωτικά από το 1974 και εκλογικά από το 1981 με τη μεγάλη νίκη του ΠΑΣΟΚ. Έτσι, κατάφερε να υλοποιήσει τα διαφορετικά προτάγματα κάθε εποχής: εκδημοκρατισμός/ριζοσπαστισμός τη δεκαετία του ‘70, «αλλαγή» τη δεκαετία του ‘80 και εκσυγχρονισμός/εξευρωπαϊσμός τη δεκαετία του ‘90. Ωστόσο, η σημερινή συγκυρία χαρακτηρίζεται από το (αβέβαιο;) μέλλον της Κεντροαριστεράς λόγω της πολιτικής και κυρίως εκλογικής συρρίκνωσης των (κεντρο-)αριστερών κομμάτων. Στη δημόσια συζήτηση τίθεται και το θέμα της πολιτικής και κυρίως εκλογικής σύμπραξης των βασικότερων κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Νέα Αριστερά), καθώς το ΚΚΕ απέχει από κάθε κυβερνητική και πολιτική συνεργασία.
Η συζήτηση περί Κεντροαριστεράς απουσιάζει στο ελληνικό κομματικό σύστημα την περίοδο 1974-1989, ωστόσο αναβιώνει κατά τη δεκαετία του ‘90. Ιστορικά, η Κεντροαριστερά εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 γύρω από την ΕΠΕΚ και τη δεκαετία του ‘60 γύρω από την Ένωση Κέντρου. Και στις δύο περιπτώσεις οικοδομείται μια συμμαχία κοινωνικών στρωμάτων της παραδοσιακής Αριστεράς (που εκφραζόταν από την ΕΔΑ, καθώς το ΚΚΕ ήταν παράνομο) και κοινωνικών στρωμάτων του παλαιού βενιζελικού μπλοκ, το οποίο ριζοσπαστικοποιείται στον Εμφύλιο και βιώνει τις αντιφάσεις της μετεμφυλιακής «καχεκτικής δημοκρατίας». Η μετεμφυλιακή Κεντροαριστερά εκφράζει αιτήματα εκδημοκρατισμού, κανόνων δικαίου και μειωμένης παρέμβασης του τριπόλου εξουσίας (παλάτι – στρατός – ξένος παράγοντας) στο πολιτικό σύστημα. Η επιβολή της δικτατορίας ήταν η επιτομή της μετεμφυλιακής αντίληψης που ήθελε την Αριστερά στο περιθώριο.
Ακόμα και κατά την πτώση της δικτατορίας, η διαδικασία της μετάβασης χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια να μη συμμετέχει η Αριστερά ούτε ο λαϊκός παράγοντας. Η «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» με πολιτικό προσωπικό από τη Δεξιά και το Κέντρο, με επικεφαλής τον Κ. Καραμανλή, σηματοδοτεί τη «θεσμική» μετάβαση. Ωστόσο, ο διάχυτος ριζοσπαστισμός της περιόδου οδηγεί στη νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων, στην ίδρυση νέων πολιτικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), στις δίκαιες εκλογές του 1974, στην επίλυση του πολιτειακού ζητήματος και στο Σύνταγμα του 1975.
Η περίοδος 1974-1989 χαρακτηρίζεται από τη μαζική πολιτική της Αριστεράς που υλοποιεί την «είσοδο των μαζών στην πολιτική», συμβάλει αποφασιστικά στον εκδημοκρατισμό και οδηγεί στη μεγάλη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981. Έτσι το κομματικό σύστημα από το 1977 χαρακτηρίζεται από κεντρομόλο δικομματισμό με δύο κυρίαρχα κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ), το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού, με βασική διαιρετική τομή Δεξιά – Αντιδεξιά. Στο πλαίσιο αυτό, δεν υπάρχει χώρος για ένα κόμμα που αυτο-τοποθετείται στο Κέντρο, όπως η Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις που ενώ το 1974 είναι αξιωματική αντιπολίτευση, η υλοποίηση των αιτημάτων της προδικτατορικής περιόδου από τη ΝΔ και η μη υιοθέτηση μαζικής οργανωτικής δομής οδηγούν σε πολιτική και εκλογική εξαφάνιση. Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ υιοθετεί το νεομαρξιστικό θεωρητικό σχήμα της «σχολής της εξάρτησης», καθώς και μια αντι-ιμπεριαλιστική ιδεολογία με σοσιαλιστικές αναφορές, και εμπεδώνει το κόμμα μαζών στην ελληνική κοινωνία. Στην παραδοσιακή Αριστερά, το ΚΚΕ κυριαρχεί σε σχέση με το (ανανεωτικό) ΚΚΕ εσωτερικού που είχε μια φιλοευρωπαϊκή στρατηγική. Ωστόσο, ο ριζοσπαστισμός της περιόδου φθίνει από το 1985 όταν το ΠΑΣΟΚ υιοθετεί το σταθεροποιητικό πρόγραμμα, το ΚΚΕ αποσυνδέεται από την ιδιότυπη πολιτική συμμαχία με το ΠΑΣΟΚ ήδη από τις δημοτικές εκλογές του 1986 και το ΚΚΕ εσωτερικού διασπάται. Η ΕΑΡ συγκροτεί με το ΚΚΕ τον Συνασπισμό το 1988 για να αμφισβητήσει την κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ.
Η διεκδίκηση του «Κέντρου»
Είναι η εποχή που χαρακτηρίζεται από τη μείωση του ριζοσπαστισμού του ΠΑΣΟΚ, τη λειτουργία των ιδιωτικών ΜΜΕ και την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Η συγκυβέρνηση ΝΔ – Συνασπισμού και η οικουμενική (ΝΔ – Συνασπισμός – ΠΑΣΟΚ) κατέδειξαν ότι τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν τις ιδεολογικές διαφορές της προηγούμενης περιόδου. Βασικό πρόταγμα αναδεικνύεται ο εκσυγχρονισμός/εξευρωπαϊσμός και η συμμετοχή της χώρας στην υπό διαμόρφωση ΕΕ. Τα πολιτικά κόμματα μετεξελίσσονται σε κόμματα καρτέλ/κόμματα του κράτους, καθώς συγκλίνουν στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα, στη διαχειριστική επάρκεια, και εκχωρούν τις βασικές τους λειτουργίες –παραγωγή πολιτικής ατζέντας και πολιτικού προσωπικού– στα ΜΜΕ. Έτσι, η στροφή στο Κέντρο και οι αναφορές στην Κεντροαριστερά χαρακτηρίζουν κυρίως το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ που προσπαθεί να δικαιολογήσει τη στροφή προς τα νέα δυναμικά μεσαία στρώματα και την αποδοχή του νεοφιλελευθερισμού. Η διεκδίκηση του Κέντρου αναδεικνύεται ως η βασική στρατηγική των «κυβερνητικών» κομμάτων, ώστε να αυξήσουν την εκλογική τους δυναμική, σε ένα κομματικό σύστημα που δεν υπάρχουν οι πολιτικές, ιδεολογικές και οργανωτικές διαφορές της προηγούμενης περιόδου. Έτσι παρατηρείται απευθυγράμμιση των πολιτών από τα κόμματα με βασικά χαρακτηριστικά τη μείωση των μελών και την αύξηση της αποχής. Στην Αριστερά παρατηρούνται διασπάσεις: στο ΚΚΕ λόγω συνεργασίας με τη ΝΔ, στο Συνασπισμό με την αποχώρηση από το ΚΚΕ, και στο ΠΑΣΟΚ με το ΔΗΚΚΙ του Δ. Τσοβόλα και τη Δημοκρατική Περιφερειακή Ένωση του Μ. Χαραλαμπίδη.
Πασοκοποίηση
Η συγκεκριμένη πορεία κορυφώνεται την περίοδο 2010-2012 με την εισαγωγή των μνημονίων και τη μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια. Σε συνδυασμό με την κρίση εκπροσώπησης και τη συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ διαμορφώνεται μια νέα διαιρετική τομή μνημόνιο – αντι-μνημόνιο. Η νέα διαιρετική τομή οδήγησε στην εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ στις διπλές εκλογές του 2012 («πασοκοποίηση» στη διεθνή βιβλιογραφία) και στην εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκλογικές νίκες του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και τα γεγονότα στο δημοψήφισμα κατέδειξαν τη δυσκολία για μια δημοκρατική εναλλακτική πολιτική εντός της ΕΕ. Η μη υιοθέτηση μαζικής οργάνωσης, δηλαδή η απουσία από τις συλλογικές εκφράσεις της κοινωνίας (τοπική αυτοδιοίκηση, συνδικάτα, φοιτητικούς συλλόγους, επιμελητήρια), η μεταστροφή στο δημοψήφισμα, η εσωτερίκευση των νεοφιλελεύθερων όρων του τρίτου μνημονίου και η υιοθέτηση οργανωτικής δομής «ανοιχτού κόμματος», όπως το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου, αποτελούν τις αιτίες για την «πασοκοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ. Το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών είναι διασπάσεις (ΛΑΕ, Πλεύση Ελευθερίας, ΜέΡΑ25) και εκλογική υποχώρηση, το 2023, μια τάση που επιβεβαιώθηκε και στις ευρωεκλογές, το 2024, και για τη Νέα Αριστερά. Το ΠΑΣΟΚ από την περίοδο του Ευ. Βενιζέλου μετακινείται στο κέντρο του πολιτικού φάσματος. Η κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ (2012-2015), η υπερψήφιση του «Ναι» στο δημοψήφισμα και η ενεργή συμμετοχή του στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο σηματοδοτεί την απο-σοσιαλδημοκρατικοποίησή του και τη μετατόπιση στα κεντροδεξιά του κομματικού ανταγωνισμού.
Έτσι, πενήντα χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η Αριστερά σε όλες τις μορφές φαίνεται αδύναμη να παρέμβει αποφασιστικά στην οικοδόμηση εναλλακτικής στρατηγικής στις νέες προκλήσεις που θέτει ο διεθνής καπιταλισμός και να εκφράσει τους νέους «μη προνομιούχους» στον νέο καταμερισμό εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια συζήτηση εκλογικής σύμπραξης από τα πάνω, μιας θολής Κεντροαριστεράς που θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη κρίση εκπροσώπησης, και την Αριστερά στο περιθώριο της κοινωνίας και της πολιτικής.