«Ο καταδότης», Γιώργος Ιωάννου, 1974
Ανασυνθέτοντας τα ίχνη μιας μακράς διαδρομής, θα έλεγα ότι το στοιχείο που προσδιορίζει γενετικά την ελληνική Δεξιά είναι ένας ιδιότυπος λειτουργικός διπλασιασμός. Συγκεκριμένα, σε όλη τη μεταπολεμική διαδρομή της λειτουργούσε ταυτόχρονα και παράλληλα ως ευρεία πολιτική παράταξη, γειωμένη στην υλικότητα των κοινωνικών σχέσεων και του κράτους, και ως κόμμα –ενίοτε και κόμματα– δηλαδή ως θεσμός πολιτικής εκπροσώπησης και κυβερνητικής διαχείρισης.
Ως παράταξη είχε και έχει την ικανότητα να ενορχηστρώνει και να συντονίζει τη δράση ενός αστερισμού κρατικών δομών και κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, κινητοποιώντας δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους, προκειμένου να οργανώσει μακροπρόθεσμα την πολιτική κυριαρχία και την ιδεολογική ηγεμονία του αστικού μπλοκ. Παραταξιακά ανασυντάχθηκε η Δεξιά κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο, έτσι ανασυγκροτήθηκε κατά την πρώτη Μεταπολίτευση ( 1974-1981) και έτσι πολιτεύεται από την εκδήλωση της κρίσης.
Ως κόμμα, δηλαδή ως καταστατικά θεμελιωμένη, ιεραρχικά και γραφειοκρατικά οργανωμένη πολιτική δομή, που περιλαμβάνει ένα πυκνό δίκτυο οργανώσεων, οργάνων, συλλογικών πολιτικών διαδικασιών και σχέσεων, η Δεξιά ανασυντάσσεται ουσιαστικά μετά το 1981. Με την πολιτική σκευή του μαζικού κόμματος, η ΝΔ αποτέλεσε, στις ποικίλες οργανωτικές της εκδοχές και ιδεολογικοπολιτικές μεταλλάξεις της, βασικό πόλο του κομματικού συστήματος και προνομιακό διαχειριστή της κυβερνητικής εξουσίας. Κοινό, ωστόσο, χαρακτηριστικό και των δύο μορφών πολιτικής παρουσίας της Δεξιάς είναι η σταθερή οργανική τους ένταξη στη δομή και στις διευρυμένες λειτουργίες του κράτους.
Η Δεξιά ως κόμμα
Κατά τη μέση Μεταπολίτευση (1981-1996), σε συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας, το κόμμα απέκτησε την πρωτοβουλία των κινήσεων, στον βαθμό που το εκκρεμές αίτημα της πολιτικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης ανέλαβαν να το προωθήσουν με σχετική αποτελεσματικότητα τα πολιτικά κόμματα. Στη συνάφεια αυτή η ΝΔ κατάφερε να εγκατασταθεί οργανικά στους κρατικούς θεσμούς και να αποικίσει το κοινωνικό πεδίο, εντάσσοντας στο πολιτικό της σχέδιο το παραδοσιακό της ακροατήριο και το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών οργανώσεων που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα αστικών και μικροαστικών μερίδων. Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε, ανάμεσα στα άλλα, στην αποκρυστάλλωση μιας σχετικά σταθερής κοινωνικής συμμαχίας και στην οργανωτική ενότητα της Δεξιάς υπό τη σκέπη ενός υβριδικού μαζικού κόμματος. Αναφέρομαι στη σύνθετη και αντιφατική διαδικασία που ονομάστηκε απλουστευτικά και καταγγελτικά «κομματικοποίηση». Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια ειδική στιγμή στην εξέλιξη του αστικού κράτους και στη διαδικασία πολιτικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης, που αντιστοιχεί στη συνθήκη που ο Ν. Πουλαντζάς ανέλυσε ως «αυταρχικό κρατισμό», προνομιακό εργαλείο του οποίου υπήρξε το «ενιαίο μαζικό κόμμα του κράτους». Ως βασικός πυλώνας, λοιπόν, της εγχώριας εκδοχής αυτής της κρατικοκομματικής διευθέτησης, η ΝΔ, πρώτον, αποτέλεσε την πολιτική κρυστάλλωση ενός κοινωνικού συνασπισμού αστικών, μικροαστικών και αγροτικών μερίδων υπό την ηγεμονία των πρώτων. Δεύτερον, συγκροτήθηκε ιδρυτικά ως το κατ’ εξοχήν κόμμα του κράτους. Πριν ακόμη αποικίσει το κοινωνικό πεδίο ως μαζικό κόμμα, ζυμώθηκε στην υλικότητα του κράτους, συνυφάνθηκε με τους μηχανισμούς του και συντονίστηκε με τα προτάγματά του. Τέλος, διαμορφώνοντας ένα πυκνό πλέγμα κομματικών δομών και μηχανισμών με αύξουσα συνθετότητα και θεσμοποίηση, εγκατεστημένο σε όλους τους γεωγραφικούς και κοινωνικούς τόπους, κατόρθωσε παράλληλα να οργανώσει και να κινητοποιήσει την κοινωνική της βάση και να εξελιχθεί ταχύτατα στο πλέον μαζικό λαϊκό κόμμα της Ευρώπης.
Παρά την ποικιλία των διαχειριστικών της ρεπερτορίων που κυμάνθηκαν, ανάλογα με την ιδεολογικοπολιτική συγκυρία και τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, από τον διστακτικό κεϊνσιανισμό μέχρι τον αμήχανο νεοφιλελευθερισμό, και από τον μετριοπαθή πολιτικό φιλελευθερισμό μέχρι τον ήπιο αυταρχισμό, η ΝΔ δεν έπαψε να αποτελεί το κατ’ εξοχήν ταξικό κόμμα του πολιτικού μας συστήματος. Βασική της μέριμνα υπήρξε πάντα η διευθέτηση των αντιθέσεων στο εσωτερικό του άρχοντος συγκροτήματος και η προώθηση πολιτικών που εγγυόνταν την απρόσκοπτη διαδικασία συσσώρευσης και την αναπαραγωγή των σχέσεων ταξικής κυριαρχίας και πολιτικής ηγεμονίας. Σε αντίθεση, όμως, με τη μετεμφυλιακή Δεξιά, η ΝΔ, ακόμα και στις πλέον αυταρχικές της αναδιπλώσεις και στις αντιδημοκρατικές της διολισθήσεις, ουδέποτε παραβίασε ανοιχτά τους δικαιοκρατικούς περιορισμούς και τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού. Αντίθετα, συνέβαλε στην εδραίωση ενός θωρακισμένου έστω κράτους δικαίου και συμφιλιώθηκε με τους κανόνες του θεσμοθετημένου πολιτικού ανταγωνισμού. Ταυτόχρονα, φρόντιζε πάντα να καλλιεργεί συστηματικά τις ιδεολογικές εγκλήσεις και τις συμβολικές ταυτίσεις, που συμπυκνώνονται στο κλασικό τρίπτυχο «Πατρίς–Θρησκεία–Οικογένεια, συσπειρώνοντας με αυτό τον τρόπο την υπερσυντηρητική κοινωνική της βάση, την πλέον συντηρητική ανάμεσα στα ομόλογα ευρωπαϊκά κόμματα.
Η Δεξιά ως παράταξη
Η οργανική σύμφυση παράταξης και κόμματος υπό την αιγίδα του δεύτερου αρχίζει να χαλαρώνει κατά την περίοδο του καθ’ ημάς εκσυγχρονισμού. Είναι η εποχή που η διακυβέρνηση αναδύεται ως εναλλακτικό μοντέλο λήψης των πολιτικών αποφάσεων και υλοποίησης των δημόσιων πολιτικών, το οποίο περιορίζει δραστικά το ρόλο της κυβέρνησης, των θεσμών της και εντέλει του ίδιου του κράτους, ενώ ενισχύει τη θέση των κοινωνικών υποκείμενων στην εν λόγω διαδικασία.
Η ικανότητα του νέου συστήματος διακυβέρνησης να ενσωματώνει αυτόνομα σε νεοπαγή δίκτυα και θεσμούς πολιτικής τις συστημικές οργανώσεις κοινωνικής εκπροσώπησης, η αναβάθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης και η ανάδυση περιφερειακών κέντρων ισχύος που, παρά την κομματική τους προέλευση, πολιτεύονται με ευελιξία, η άνοδος του τεχνοκρατισμού και η μετάγγισή του στις δομές εξουσίας συντομογραφούν την υποχώρηση της κεντρικότητας του κόμματος στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων και στην οργάνωση της συναίνεσης.
Οι εξελίξεις αυτές επιταχύνουν την προϊούσα καρτελοποίηση των κομμάτων και κατεξοχήν της ΝΔ. Στη συνάφεια αυτή αποξενώνεται σταδιακά από το κοινωνικό πεδίο, διατηρώντας με την κοινωνία χαλαρούς δεσμούς και σχέσεις επικοινωνιακής χειραγώγησης, περιχαρακώνεται στον πυρήνα του κράτους, ενώ αναπαράγεται υλικά και νομιμοποιείται πολιτικά ως κόμμα του κράτους. Η υλική εξάρτηση από το κράτος αφορά τόσο το κόμμα ως δομή, όσο και ένα διαρκώς αυξανόμενο κύκλο στελεχών, φορέων του νεόκοπου επαγγελματισμού των «ειδικών».
Οι μετασχηματισμοί αυτοί δρομολόγησαν αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία των κομμάτων και του κομματικού συστήματος: Η ρευστοποίηση των κοινωνικών και εκλογικών τους βάσεων, η ιδεολογική και προγραμματική τους σύγκλιση, η ώσμωση του πολιτικού τους προσωπικού αποτέλεσαν τα βασικά γνωρίσματα του συγκλίνοντος δικομματισμού της ύστερης Μεταπολίτευσης, που αναδιοργανώνεται στη βάση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης και των προταγμάτων του εκσυγχρονισμού. Ταυτόχρονα, όμως, οι αλλαγές αυτές εξαντλούν τις έσχατες αντοχές της κομματικής μηχανής να διαμεσολαβεί και να οργανώνει προνομιακά τη σχέση του κράτους με την κοινωνία.
Η κρίση δεν επιβεβαίωσε μόνο τη διαρκή αδυναμία του κομματικού συστήματος να διαμορφώνει τις αναγκαίες συναινέσεις γύρω από τις κρίσιμες πολιτικές επιλογές, αλλά όξυνε και φώτισε τις έκτυπες αντινομίες του.
Η όξυνση των αντιφάσεων επιτάχυνε την αποδιοργάνωση του κομματικού φορέα της Δεξιάς, η οποία αποτυπώθηκε στον οργανωτικό του κατακερματισμό, στην εκλογική του απίσχνανση και τελικά στη διάρρηξη της κοινωνικής συμμαχίας που εκπροσώπησε στην πολιτική σκηνή της Μεταπολίτευσης.
Η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού δικομματισμού και η αποσύνθεση της ΝΔ σε συνθήκες ακραίας κοινωνικής πόλωσης και θεσμικής αστάθειας προκάλεσε, ωστόσο, ένα επικίνδυνο κενό ως προς τις πολιτικές μορφές άσκησης της ταξικής κυριαρχίας. Αυτό το κενό ανέλαβε να καλύψει η παράταξη, οργανώνοντας και κινητοποιώντας πολιτικά την κοινωνική και θεσμική Κεντροδεξιά και αναδιατυπώνοντας τις ιδεολογικές της εγκλήσεις.
Η παράταξη της Νέας Δεξιάς σμιλεύθηκε μεθοδικά κατά την περίοδο της κρίσης, ενώ αποκρυσταλλώθηκε και τυποποιήθηκε κανονιστικά στο πλαίσιο του επιτελικού κράτους. Η Δεξιά, ως παράταξη πλέον, ελέγχει κρίσιμους θεσμούς και μηχανισμούς του κράτους, ενώ συναθροίζει και συντονίζει οργανωμένες δυνάμεις των ηγεμονικών αστικών συμφερόντων, κρατικοδίαιτες μικροαστικές επαγγελματικές οργανώσεις, τον κρατικοποιημένο και γραφειοκρατικοποιημένο εργατικό συνδικαλισμό, παρασιτικές οργανώσεις της ευπρεπούς κοινωνίας πολιτών, λαθρόβιες πολιτικές κινήσεις της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς, δεξαμενές σκέψης και οργανικούς διανοούμενους του συστήματος, αλλά και την εκκλησία, που εξακολουθεί να πολιτεύεται απροκάλυπτα ως «Δεξιά του Κυρίου».
Ταυτόχρονα, αποσαφηνίστηκαν μια σειρά από σημαντικές ιδεολογικοπολιτικές μετατοπίσεις που διάβρωσαν τα συγκροτησιακά στοιχεία της μεταπολιτευτικής Δεξιάς. Η σημαντικότερη αλλοίωση της γενετικής της ταυτότητας συνίσταται στην αποδέσμευσή της από τους φιλελεύθερους και δημοκρατικούς περιορισμούς και στη διολίσθησή της σε έναν έκδηλο πλέον αυταρχισμό με σοβαρότερα συμπτώματα την πρωτοφανή συρρίκνωση των ατομικών, συλλογικών και πολιτικών ελευθεριών και την επικίνδυνη νόθευση των θεσμών και των κανόνων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.