«Πολυτεχνείο», Μάριος Βατζιάς, 1975

 

 

 

Το ελληνικό κομματικό σύστημα στην περίοδο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας χαρακτηρίστηκε από ορισμένες μεταβολές που σχετίζονταν με τα βασικά συλλογικά προτάγματα της ελληνικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση του κομματικού ανταγωνισμού. Οι διάφορες γραμμές αντιπαράθεσης που εμφανίστηκαν μέσα στην τελευταία πεντηκονταετία δεν θα πρέπει να κατανοηθούν αποκλειστικά ως πολιτικές αντιθέσεις, αλλά, σε πολύ μεγάλο βαθμό, πρέπει να γειωθούν και στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού, καθώς η πολιτική διαπάλη πάντοτε αναφέρεται στην εκπροσώπηση συλλογικών συμφερόντων και διεκδικήσεων. Δεδομένου ότι πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία στο επίκεντρο της πολιτικής διαδικασίας βρίσκονται τα κόμματα, αυτές οι διαιρέσεις, στις οποίες θα αναφερθούμε, αντιστοιχούν σε άλλοτε συγκλίνουσες και άλλοτε αποκλίνουσες κομματικές στρατηγικές.

 

Από το 1974 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980 το μεγάλο επίδικο του πολιτικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα ήταν ο εκδημοκρατισμός. Στη συνάφεια αυτή, μετά τη συντηρητική εκδοχή του εκδημοκρατισμού που σημάδεψε την περίοδο 1974-1975 και είχε ως εκφραστή τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ακολούθησε η αριστερή εκδοχή που εκφράστηκε κυρίως από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και δευτερευόντως από τα δύο κομμουνιστικά κόμματα (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού). Στη λογική του ΠΑΣΟΚ εδραίωση της δημοκρατίας σήμαινε καταρχήν ήττα της Δεξιάς, άνοδο του κόμματος στην εξουσία χωρίς την απειλή κάποιας εξωθεσμικής ανατροπής ή εκτροπής και την προώθηση ενός προγράμματος «αλλαγής» που θα είχε ως στόχο την εμβάθυνση του εκδημοκρατισμού και την προώθηση μετασχηματισμών που βρίσκονταν σε εκκρεμότητα από τη «σύντομη» δεκαετία του ‘60.

 

Δεξιά – Αντιδεξιά

 

Στη βάση αυτής της στρατηγικής εντοπιζόταν η αντίληψη για ένα πλατύ αντιδεξιό μέτωπο, το οποίο θα περιλάμβανε όλες τις εκδοχές της Αριστεράς και κάποιες από τις δυνάμεις του παραδοσιακού Κέντρου. Το ΠΑΣΟΚ καλλιέργησε την αντιδεξιά λογική από την ίδρυσή του, όπως άλλωστε και το ΚΚΕ, ενώ αντίθετα το ΚΚΕ εσωτερικού με τη στρατηγική της ΕΑΔΕ στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης διεκδίκησε ένα δημοκρατικό μέτωπο συμπεριλαμβάνοντας και τμήματα της Δεξιάς εντός του. Στο πλαίσιο αυτό, η διαίρεση Δεξιά – Αντιδεξιά ήταν κρίσιμη για τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 και για τη διατήρηση της πόλωσης καθ’ όλη τη δεκαετία του ‘80, όπου στην ουσία δύο μεγάλα κόμματα μαζών με εναλλακτικά πολιτικά προγράμματα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για στην εξουσία –εκεί εντοπίζονται και οι απαρχές του συστήματος του δικομματισμού, αν και για τη δεκαετία του ‘80 είναι πιο δόκιμο να μιλάμε για ένα κομματικό σύστημα δυόμισι κομμάτων δεδομένης και της θέσης που καταλάμβανε το ΚΚΕ στον κομματικό ανταγωνισμό. Η Αριστερά και στις δύο εκδοχές της μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 1980 ήταν μέρος του αντιδεξιού μετώπου, αλλά μετά το 1985 άρχισε σταδιακά να αποκλίνει από το ΠΑΣΟΚ (δημοτικές εκλογές 1986) με αποτέλεσμα τη συγκυβέρνηση του ενιαίου Συνασπισμού με την ΝΔ τον Ιούλιο του 1989 και τη συμμετοχή του στην οικουμενική του 1989-1990. Επί της ουσίας, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 το αντιδεξιό μέτωπο ως πλαίσιο συνύπαρξης μη δεξιών κομμάτων φθίνει και παραμένει ως βασική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ απέναντι στη ΝΔ.

 

Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 βασικό επίδικο του πολιτικού ανταγωνισμού καθίσταται ο εξευρωπαϊσμός και πολύ συγκεκριμένα η διαχείριση των απαιτήσεων και των αντιφάσεων αυτής της διαδικασίας. Εν πολλοίς, δεν προέκυψε διαίρεση γύρω από το θέμα της συμμετοχής της χώρας στο ευρωενωσιακό εγχείρημα, καθώς το μόνο κόμμα που πρόβαλε μια ξεκάθαρη ευρωσκεπτικιστική θέση ήταν το ΚΚΕ. Σε προγραμματικό επίπεδο τα δυο μεγάλα και πολυσυλλεκτικά πια κόμματα στη δεκαετία του ‘90 βρίσκονται σε μία διαδικασία σύγκλισης και, στο πλαίσιο αυτό, το κρίσιμο στοιχείο πολιτικής διαίρεσης δεν ήταν οι πολιτικοϊδεολογικές διαφορές ανάμεσα στα κόμματα, αλλά η αντιπαράθεση ως προς την ικανότητα διαχείρισης του υπάρχοντος κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Τόσο το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη που ενσωμάτωνε ιδέες και πρακτικές του «τρίτου δρόμου» της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, όσο και η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή που επιχειρούσε να μονοπωλήσει τον λεγόμενο «μεσαίο χώρο», έστρεφαν τα κόμματά τους προς το περίφημο Κέντρο της απολίτικης μετριοπάθειας, το οποίο έκτοτε λογίζεται ως το κλειδί για την εκλογική επιτυχία ενός κόμματος κυβερνητικής φιλοδοξίας.

 

Στη συνάφεια αυτή, ο συγκλίνων δικομματισμός της περιόδου καλλιεργούσε έναν πολωμένο ανταγωνισμό σε ρητορικό επίπεδο, ο οποίος εδραζόταν σε μια συναντίληψη γύρω από τα βασικά πολιτικά επίδικα. Στο πλαίσιο αυτό, τα δύο κόμματα της Αριστεράς –ΚΚΕ και ΣΥΝ– επιχειρούσαν να κατοχυρώσουν τη διακριτότητά τους στον κομματικό ανταγωνισμό –με διαφορετικό τρόπο το κάθε κόμμα– και να αναπτύξουν την αντιδικομματική κριτική ως βάση της πολιτικής τους θέσης. Η «ανανεωτική» τάση του ΣΥΝ επιχείρησε μια βραχύβια συνάντηση με την εκσυγχρονιστική πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, η οποία σταμάτησε μεν στο επίπεδο του κόμματος, συνεχίστηκε ωστόσο σε επίπεδο ορισμένων στελεχών. Ο συγκλίνων δικομματισμός άρχισε να αμφισβητείται από την κοινή γνώμη από το 2004 και μετά, και ειδικά στις εκλογές του 2007, όπου πλέον πέραν της Αριστεράς στο κομματικό σύστημα εκπροσωπήθηκε και η ακροδεξιά μέσω του ΛΑΟΣ.

 

Η κρίση του ‘10

 

Η έλευση της κρίσης το 2010 αναδιατάσσει εκ βάθρων τον κομματικό ανταγωνισμό στη χώρα, κυρίως γιατί αμφισβητεί τα θεμέλια και τους όρους αναπαραγωγής του συγκλίνοντος δικομματισμού. Το ΠΑΣΟΚ ως το ηγεμονικό κόμμα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας αναλαμβάνει το έργο της προώθησης και νομιμοποίησης της δημοσιονομικής προσαρμογής μετά τη χρεοκοπία μέσω του πρώτου και δευτέρου Μνημονίου, εισάγει μέτρα που το αποκόπτουν από την κοινωνική του βάση και συγκροτεί μαζί με τη ΝΔ και τον ΛΑΟΣ μια «μνημονιακή» τεχνοκρατική κυβέρνηση που ακυρώνει την αντιδεξιά του παράδοση. Όλα αυτά υπό την πίεση ενός πολύμορφου «αντιμνημονιακού» κινήματος που οδηγεί το κόμμα σε μια πρωτοφανή εκλογική κατάρρευση. Με τον εκλογικό σεισμό του 2012 προκύπτει η μεγάλη απευθυγράμμιση στο εκλογικό σώμα, η οποία αδιαμφισβήτητα ήταν απόρροια της διαίρεσης μνημόνιο – αντιμνημόνιο και η οποία οδήγησε σε υποχώρηση τον συγκλίνοντα δικομματισμό. Η απευθυγράμμιση της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ κατευθύνθηκε κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ και οι απώλειες της ΝΔ τροφοδότησαν μια σειρά από κομματικούς σχηματισμούς εκ δεξιών της.

 

Το τρίτο μνημόνιο

 

 

Μέχρι την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία η διαίρεση μνημόνιο – αντιμνημόνιο είναι κεντρική για τη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται σε πλειοψηφική δύναμη ως ο κατεξοχήν εκφραστής του αντιμνημονιακού συνασπισμού. Μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και την ήττα της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ με την υιοθέτηση του τρίτου μνημονίου, η εν λόγω διαίρεση εξαντλείται. Παρότι στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να χτίσει τις απευθύνσεις του σε μια διαίρεση «παλιό – νέο», τελικά το νέο πολιτικό μέτωπο στο κομματικό σύστημα που δημιουργείται λαμβάνει τα χαρακτηριστικά ενός αντιΣΥΡΙΖΑ συνασπισμού υπό την ηγεσία της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η δυσκολία υπέρβασης της αντιΣΥΡΙΖΑ προκατάληψης υπονομεύει μετά το 2019 τις πιθανότητες επανάκαμψης του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και επικυρώνει ένα ισχυρό πλειοψηφικό προβάδισμα για την επάνοδο και διατήρηση της ΝΔ στην εξουσία.

 

Επομένως, τη στιγμή που η ΝΔ οριοθετεί τον κοινωνικοπολιτικό χώρο της εμφανιζόμενη ως «φυσική» διαχειρίστρια της εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση αρχίζει να αποσυντίθεται οργανωτικά, πολιτικοϊδεολογικά και κοινωνικά οδηγούμενος στα καταστροφικά αποτελέσματα των διπλών εκλογών του 2023 και στη συνακόλουθη κρίση ηγεσίας που κατέληξε σε διάσπαση και νέα εκλογική απομείωση. Με τις εκλογές του 2023, πέραν της ανάδειξης της ΝΔ σε κυρίαρχη θέση στο κομματικό σύστημα, επί της ουσίας αίρεται και η βασική μεταβολή του «εκλογικού σεισμού» του 2012, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ παύει να λογίζεται ως ο κύριος εναλλακτικός πόλος. Η εύθραυστη κυριαρχία της ΝΔ και ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης στα αριστερά και στα δεξιά της υποδηλώνουν ένα κομματικό σύστημα σε μετάβαση, στο οποίο πια οι τρέχουσες πολιτικές διαιρέσεις φαίνεται πως δεν ενεργοποιούν την κοινωνία και τροφοδοτούν μια διογκούμενη κρίση εκπροσώπησης. Και ως εκ τούτου, η αντιμετώπιση της κρίσης εκπροσώπησης ίσως να αναχθεί σε βασικό πολιτικό επίδικο της επόμενης περιόδου.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet