«Σύνθεση με γυαλιά ηλίου», Δημήτρης Μυταράς, 1970

 

 

 

Οποιαδήποτε απόπειρα να αποτιμήσουμε μισό αιώνα συνδικαλισμού, δεν μπορεί να ξεφύγει από το απλό γεγονός ότι η έναρξη της πεντηκονταετίας συμπίπτει με μία πολιτειακή αλλαγή. Χωρίς φυσικά να έχουμε εδώ μια σχέση αιτίου-αιτιατού (ο εργατικός συνδικαλισμός δεν προέκυψε ex nihilo στη Μεταπολίτευση), υπάρχει ωστόσο μια εσωτερική σύνδεση μεταξύ των δύο. Μια σύνδεση που καθιστά μάλλον προβληματική την περιοδολόγηση αυτής της πορείας των πενήντα χρόνων συνδικαλισμού χωρίς αναφορά στις ιστορικές καμπές της Μεταπολίτευσης.

Σε τι συνίσταται, όμως, αυτή η εσωτερική σύνδεση; Για να απαντήσουμε, πρέπει πρώτα να ξεκινήσουμε με μια αδρή έστω αποτύπωση του περιεχομένου της έννοιας του εργατικού συνδικαλισμού, όπως εμφανίζεται ιστορικά (αν και όχι συγχρονισμένα) στην Ευρώπη. Στην αναθεωρημένη έκδοση του έργου αναφοράς των Sydney & Beatrice Webb, «The History of Trade Unionism»[1], οι δύο πρωτοπόροι της συνδικαλιστικής ιστορίας έγραφαν: «Ένα συνδικάτο […] είναι μια διαρκής ένωση μισθωτών με σκοπό τη διατήρηση ή τη βελτίωση των συνθηκών του εργατικού τους βίου». Το ενδιαφέρον έγκειται στην υποσημείωση, η οποία ενημερώνει τον αναγνώστη ότι στην αρχική έκδοση του 1892 η διατύπωση τελείωνε με αναφορά στις «συνθήκες απασχόλησης» (αντί του εργατικού βίου). Πλέον, όμως, (ήτοι το 1920) κάτι τέτοιο κρινόταν ανεπίτρεπτα περιοριστικό, μιας και τα συνδικάτα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν ως σκοπό τους την «επαναστατική αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων».

Η διαπάλη μεταξύ φιλελεύθερων και μαρξιστών για τον χαρακτήρα των συνδικάτων στον καπιταλισμό είναι σε γενικές γραμμές γνωστή: είναι πρωτίστως οργανώσεις προώθησης οικονομικών συμφερόντων ή σχολεία ταξικού-πολιτικού αγώνα με σκοπό την κοινωνική απελευθέρωση του προλεταριάτου; Σε άρθρο που έχουμε γράψει με τον Λουδοβικό Κωτσονόπουλο[2] έχουμε υιοθετήσει μiα δυναμική κατανόηση του συνδικαλισμού, ως νεοτερική οντότητα που αρθρώνεται ταυτόχρονα πάνω στις τρεις διαστάσεις που έχει περιγράψει υποδειγματικά ο Ρίτσαρντ Χάιμαν: αγορά (οικονομικός άξονας), κοινωνία (κοινωνικός άξονας) και τάξη (πολιτικός άξονας).[3] Το «αιώνιο τρίγωνο» του Χάιμαν είναι το συνδικάτο ως συλλογικός δρων που συνδυάζει οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς, σε ιστορικά διαφορετικές αναλογίες.

Ο πρώτος άξονας, ο οικονομικός, σχετίζεται με τον παραδοσιακό ρόλο των συνδικάτων και με τον εγγενώς οικονομικό χαρακτήρα τους. Ο κοινωνικός άξονας αφορά λειτουργίες κοινωνικής ενσωμάτωσης, μιας και τα συνδικάτα προωθούν στον έναν ή τον άλλο βαθμό αιτήματα κοινωνικής αλλαγής, συνιστώντας έτσι μέρος της κοινωνίας. Ο τρίτος άξονας απορρέει από τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της σχέσης κεφαλαίου – εργασίας και ωθεί διαρκώς σε μία αυτοκατανόηση των συνδικάτων ως φορέων μιας κάποιας μορφής ταξικά προσανατολισμένης πολιτικής.

Η περιοδολόγηση που προτείνουμε, παρότι αυτοτελής σε σχέση με τις τομές και τις ασυνέχειες που έχει αναδείξει η πλούσια ιστοριογραφία της Μεταπολίτευσης, λαμβάνει σοβαρά υπόψη της ότι η τρισθενής ταυτότητα του ελληνικού συνδικαλισμού, συνδέεται στενά με τις ιστορικές καμπές της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ας δούμε εν τάχει τις τρεις μεγάλες ιστορικές ενότητες μέσα από τις οποίες συντελείται κάθε φορά η μετατόπιση του κέντρου βάρους του ελληνικού συνδικαλισμού προς μία από τις τρεις κατευθύνσεις.

 

1974-1991: μεταξύ τάξης και κοινωνίας

 

Μέσα στο έντονα φορτισμένο κλίμα της πρώτης μεταπολιτευτικής δεκαετίας, το συνδικαλιστικό κίνημα κάνει σημαντικά βήματα προς τον εκδημοκρατισμό του, όντας σε άμεση επαφή με τα κοινωνικά αιτήματα που αναπτύσσονται μέσα κι έξω από το επίσημο πολιτικό σύστημα. Αυτό το κοινωνικό και ιδεολογικό κλίμα, διαπερνά τον μεταπολιτευτικό συνδικαλισμό και αποτυπώνεται ανάγλυφα στην καταστατική του άρθρωση, στα μέσα πίεσης και εν πολλοίς στην οργανωτική υλικότητά του.

Στην αρχή αυτής της περιόδου και μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται αντιμέτωπο με δύο προκλήσεις. Η πρώτη συνίστατο στην υποχώρηση των εξωθεσμικών παρεμβάσεων που είχαν θεμελιωθεί στο πλαίσιο του ημι-αυταρχικού μεταπολεμικού καθεστώτος. Θεσμικό επιστέγασμα αυτής της μάχης θεωρείται –και δικαίως– η ψήφιση του νόμου 1264/82 για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος. Η δεύτερη ήταν αυτή της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ‘70, η οποία στην ελληνική περίπτωση εξελίχθηκε σε κρίση ενός μοντέλου ανάπτυξης που βασιζόταν σε χαμηλά ημερομίσθια, φθηνή ενέργεια και πολιτικές κρατικής προστασίας μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Ένας συνδυασμός α) μαζικοποίησης – εκδημοκρατισμού των συνδικαλιστικών οργανώσεων, β) ευνοϊκών για την εργασία συσχετισμών στον κομματικό ανταγωνισμό (διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ισχυρή παρουσία Αριστεράς) και γ) ματαίωσης των εργατικών προσδοκιών λόγω της κρίσης, ενίσχυσε τις δυνάμεις του πολιτικού – ταξικού προσανατολισμού.

Η ταξικότητα και η μαχητικότητα του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος αφορά μάλιστα τόσο την επίσημη δομή του (βλ. ενδεικτικά την απεργία των 39 ημερών στους τραπεζοϋπάλληλους το 1980), όσο κι εκείνο το κομμάτι του κινήματος που αναπτύχθηκε εκτός των παραδοσιακών συνδικαλιστικών και κομματικών διαδρομών (στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ισχυρά εργοστασιακά συνδικάτα είχαν ιδρυθεί σε σειρά μεγάλων βιομηχανιών, όπως National Can, Πίτσος, Ιζόλα, ΛΑΡΚΟ κ.ά.). Δύο παράγοντες ξεχωρίζουν εδώ ως προς την κάμψη της ταξικής κατεύθυνσης: πρώτον, ο σφιχτός εναγκαλισμός του επίσημου συνδικαλισμού με το κράτος, κυρίως μέσω της κρατικής επιχορήγησης, αλλά και μέσω της διπλής γραφειοκρατικοποίησης των μεγάλων συνδικάτων και του ίδιου του ΠΑΣΟΚ.[4] Και δεύτερον, η αναδιάρθρωση του μεταποιητικού κλάδου και η προσαρμογή του στη νέα εποχή της ενιαίας εσωτερικής με ορόσημο φυσικά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992).

 

1992-2009: μεταξύ κοινωνίας και αγοράς

 

Στην περίοδο του εξευρωπαϊσμού που εκτείνεται μέχρι την εκδήλωση της πρόσφατης καπιταλιστικής κρίσης, παγιώνεται η υποχώρηση των ταξικών προσανατολισμών, ενώ ενισχύονται λειτουργίες που προσιδιάζουν στην οικονομική και κοινωνική διάσταση: επέκταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε επίπεδο κλάδου και επιχείρησης, αύξηση συμμετοχής σε θεσμούς άσκησης κοινωνικής πολιτικής, αναβάθμιση της επιστημονικο-τεχνικής υποδομής, διαχείριση και υλοποίηση συγχρηματοδοτούμενων έργων ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού.

Όσο και αν η επέκταση του κοινωνικού κράτους (ιδιαίτερα μεταξύ 1980 και 2000), αλλά και η βελτίωση του κοινωνικού μισθού, κυρίως στη δεκαετία του 2000, οφείλονται σε ένα σύνολο μακρο-οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων, η επίδραση των συνδικάτων δεν πρέπει να υποτιμάται. Ταυτόχρονα, όμως, αντιφάσεις της προηγούμενης περιόδου αποκτούν νέα δυναμική, καθώς παρατηρούμε ένταση των σχέσεων οικονομικής εξάρτησης από το κράτος, όξυνση της ασύμμετρης δυαδικότητας στο εσωτερικό του κινήματος (υπερεκπροσώπηση σχετικά προστατευμένων τομέων απασχόλησης), ένταση του οργανωτικού κατακερματισμού, αφομοίωση κρατικών στρατηγικών, σοβαρή υποχώρηση της συμμετοχικότητας σε όλα τα επίπεδα (μείωση συνδικαλιστικής πυκνότητας, διεύρυνση κενών εκπροσώπησης σε γυναίκες, μετανάστες, νεολαία, μείωση κινηματικού δυναμικού). Το φιλόδοξο πρόγραμμα κοινωνικής σύγκλισης με τις χώρες του λεγόμενου ευρωπαϊκού πυρήνα σταδιακά εξαντλεί τη δυναμική του και αντικαθίσταται από ρουτινοποιημένες ασκήσεις συνδικάτων-εργοδοτών σε ένα όλο και πιο ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον.

 

2010-2024: κρίση και μπλοκάρισμα των τριών αξόνων

 

Η δεκαετία του 2010 είναι αναμφίβολα η δεκαετία της κρίσης. Η μελέτη της δράσης των συνδικάτων απέναντι σε μια εχθρική για την εργατική τάξη πολιτική εσωτερικής υποτίμησης δείχνει μια σημαντική, αν και πρόσκαιρη, ανάκαμψη των ταξικών χαρακτηριστικών της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Από τα μέσα της δεκαετίας, αυτό που παρατηρεί κανείς είναι ένα «βραχυκύκλωμα» και των τριών αξόνων της συνδικαλιστικής ταυτότητας (οικονομικού, κοινωνικού, πολιτικού), εξαιτίας τόσο του εξακολουθητικά αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων εναντίον της οργανωμένης εργασίας, όσο και των παθογενειών που συνεχίζουν να αποτελούν ανάχωμα στην υιοθέτηση μιας συνεκτικής στρατηγικής αναζωογόνησης του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος. Η αφωνία του επίσημου συνδικαλισμού στα μεγάλα διακυβεύματα των εργατικών αγώνων στη μεταμνημονιακή Ελλάδα είναι χαρακτηριστική, είτε πρόκειται για την ταξική πάλη που διεξάγεται στους χώρους των υπηρεσιών –όπως στην e-Food ή στον καλλιτεχνικό χώρο– είτε πρόκειται για παραδοσιακούς βιομηχανικούς χώρους, όπως το λιμάνι του Πειραιά ή η ΛΑΡΚΟ.

Όπως γίνεται αντιληπτό, μια στρατηγική αναζωογόνησης που θα ξεμπλόκαρε τους τρεις άξονες της συνδικαλιστικής ταυτότητας, δεν μπορεί να προέλθει μηχανιστικά από την αλλαγή συσχετισμών στις κορυφές του συνδικαλιστικού κινήματος. Είναι βάσιμη, ωστόσο, η υπόθεση ότι ο συνεχιζόμενος θεσμικός παραγκωνισμός και η εντεινόμενη εργοδοτική-κρατική επιθετικότητα διαμορφώνουν προϋποθέσεις αναθεώρησης του γραφειοκρατικοποιημένου μοντέλου συνδικαλισμού, κάτι που ενδεχομένως τα επόμενα χρόνια να εκφραστεί με νέους μετασχηματισμούς σε οργανωτικό, πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο.

 

Σημειώσεις:

1. Webb, S. & Webb, B., The History of Trade Unionism, Longmans, Green and Co, 1920 [1892].

2. Μπιθυμήτρης Γ. & Κωστονόπουλος Λ., Μετασχηματισμοί του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος από τη μεταπολίτευση μέχρι την κρίση: συνέχειες και ρήξεις», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 44(1), 99-122.

3. Hyman R., Understanding European Trade Unionism: Between Market, Class and Society, London, Sage 2001.

4. Ασημακόπουλος Β. Πρώτη φορά Αριστερά: Αντιθέσεις, αντιφάσεις εσωτερικές συγκρούσεις στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1990 και οι βάσεις του πολιτικού μεταμορφισμού του, A.P. Publications, Αθήνα 2017, σ. 218–219.

 

Γιώργος Μπιθυμήτρης Ο Γιώργος Μπιθυμήτρης είναι εντεταλμένος ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet