Χωρίς τίτλο, Γιάννης Βαλαβανίδης, 1973

 

 

 

Ο διάλογος για το μεταδικτατορικό πολιτικό σύστημα και ευρύτερα την ελληνική κοινωνία από το 1974 και εξής αποτελεί ένα τεκμήριο των ευρύτερων διεργασιών στον σύγχρονο ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Οι κυρίαρχοι λόγοι για το πρόβλημα «Μεταπολίτευση» και τις «στρεβλώσεις» της δεν αποτελούν απλά διανοητικές ασκήσεις, αλλά λειτουργούν κανονιστικά, συμπυκνώνοντας κοινωνικο-πολιτικές προθέσεις ταξικών μερίδων.

 

Το ανθεκτικότερο στον χρόνο σχήμα, γύρω από το οποίο οργανώνεται ο κυρίαρχος λόγος για τη «στρεβλή συνάρθρωση» των κοινωνικο-πολιτικών θεσμών, εισάγει ο Νικηφόρος Διαμαντούρος. Πρόκειται για τον «πολιτισμικό δυισμό». Από τη συγκρότηση του εθνικού κράτους ως χώρα της καπιταλιστικής ημιπεριφέρειας, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, παράδοση και νεοτερικότητα, η Ελλάδα αναπαρίσταται σαν μια σκηνή όπου πρωταγωνιστούν δύο ανταγωνιστικές πολιτικές κουλτούρες: η «παρωχημένη» (underdog) και η «μεταρρυθμιστική».

 

Η «πολιτική κουλτούρα», σ’ αυτό το συγκείμενο, λειτουργεί ως μια υπερκείμενη νοηματοφόρος δομή, από τη μήτρα της οποίας εκβάλλουν τα πολιτικά σχέδια και οι πρακτικές στο κοινωνικό πεδίο, τέμνοντας τους υφιστάμενους θεσμούς, τις κοινωνικές τάξεις και τα πολιτικά κόμματα. Η γεγονοτολογική ιστόρηση, εστιασμένη στις εκλογές, τις πολιτικές παρατάξεις και τους ηγέτες τους, αντικαθίσταται από ένα υπερερμηνευτικό σχήμα της «μακράς διάρκειας», με τα πολιτισμικά πολωμένα πολιτικά κόμματα να προβάλλουν ως οι κατ’ εξοχήν κοινωνικοί δρώντες έναντι μιας «σχετικά αδύναμης κοινωνίας των πολιτών (ΚτΠ)» και ενός «σχεδόν παντοδύναμου κράτους».

 

Οι θεσμικοί και εξωθεσμικοί δρώντες

 

Εφόσον η ΚτΠ είναι αδύναμη, κανένας ιδιαίτερος λόγος δεν υποχρεώνει στη συμπερίληψη του ρόλου της συλλογικής δράσης στην αφήγηση της εκάστοτε περιόδου, της Μεταπολίτευσης εν προκειμένω. Μάλιστα, όταν η συλλογική δράση των κυριαρχούμενων δεν μπορεί να αγνοηθεί λόγω της επενέργειάς της στη θεσμική πολιτική, δεν μένει άλλη οδός από το να κατηγοριοποιηθεί η ΚτΠ ως «uncivil society» στον ορίζοντα της θεωρίας των «δύο άκρων».

 

Προκείμενη μιας τέτοιας θεώρησης αποτελεί η διαίρεση της κοινωνίας σε μάζες και ελίτ, με ένα μέρος των δεύτερων να στρατεύεται σε εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις και ένα μέρος των πρώτων, κοινωνικά πλειοψηφικό, να παραμένει εσωστρεφές, προσανατολισμένο στη νομή του κράτους, αντιπαραγωγικό και μνησίκακα «ζηλόφθονο»[1]. Από τούτη την πηγή θα ξεπηδήσει ο λόγος για τον φθοροποιό λαϊκισμό και η ελληνική κακοδαιμονία θα εντοπιστεί στη συλλογική δράση των κυριαρχούμενων.[2]

 

Για λόγους οικονομίας του κειμένου υποστηρίζω ότι ακόμη σήμερα απουσιάζει η μέριμνα μιας ανάγνωσης της μετεμφυλιακής Ελλάδας που να λαμβάνει απροκατάληπτα υπόψη τη σχεσιακή διάσταση όσον αφορά τους θεσμικά και εξωθεσμικά πολιτικά δρώντες, κρατώντας ως δεδομένο ότι οι αποκλεισμένοι από τα κέντρα λήψης αποφάσεων ενίοτε είναι σε θέση να καταστήσουν ορατή την πολιτική τους ισχύ, προκαλώντας την αποσταθεροποίηση της πολιτισμικής και πολιτικής τάξης. Για την κάλυψη αυτού του κενού στις προσφερόμενες αφηγήσεις της Μεταπολίτευσης, εισηγηθήκαμε με τον Βασίλη Ρόγγα μια σχεσιακή ανάλυση των εκλογικών καθεστώτων και των κύκλων διαμαρτυρίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, αντιπαρατιθέμενοι στην ανάγνωση των γεγονότων του 1974 ως μια τομή που οδηγεί αβίαστα στη λεγόμενη Μεταπολίτευση.[3]

 

Από το τέλος του εμφυλίου πολέμου διακρίναμε δύο τριακονταετείς περιόδους στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Η πρώτη περίοδος, με αφετηρία τις εκλογές του 1950 εκτείνεται ως τις εκλογές του 1981. Με την εξαίρεση του «κεντρώου διαλείμματος» (1950-1952) και την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου (1964-1965), σε αυτή την περίοδο κυριαρχεί η αντικομμουνιστική Δεξιά, με τη δικτατορία να συνιστά ένα εγχείρημα επιβεβαίωσης του μετεμφυλιακού κράτους έκτακτης ανάγκης, στην πλέον ακροδεξιά του εκδοχή. Η δεύτερη περίοδος απλώνεται ανάμεσα στα έτη 1981-2011, με την επικράτηση της Κεντροαριστεράς του ΠΑΣΟΚ και ενδιάμεσα διαλείμματα τις συνεργατικές κυβερνήσεις (1989-1991), την κυβέρνηση Μητσοτάκη (1991-1993) και τις κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή (2004-2009).

 

Στην πρώτη περίοδο της καθεστωτικής Δεξιάς, με αφετηρία το Κυπριακό, εκκινεί ο πρώτος μετεμφυλιακός κύκλος διαμαρτυρίας υπό την ευρύτερη νοηματική πλαισίωση του εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας. Οι κινητοποιήσεις των οικοδόμων, το φοιτητικό κίνημα του 1-1-4, το κίνημα των δημοκρατικών σωματείων και η εξέγερση των Ιουλιανών το 1965 συνοπτικά αποτυπώνουν τη χωρική διάχυση και την εκρηκτική επίταση της συλλογικής δράσης. Ο φόβος του λαϊκού παράγοντα, ενόψει και των εκλογών του 1967, οδηγεί στη δικτατορία, η οποία με τη σειρά της θα απονομιμοποιηθεί από το φοιτητικό κίνημα, για να καταρρεύσει με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

 

Μεταπολιτευτικές κινητοποιήσεις

 

Η βελούδινη επάνοδος του κοινοβουλευτισμού εγκαινιάζει τη ρευστή Μεταπολίτευση, εννοούμενη εδώ ως η περίοδος που διαρκεί από το 1974 έως το 1980. Ο συγκρουσιακός κύκλος για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό επανεκκινεί με στόχους την ακύρωση του θεσμικού αντικομμουνισμού, την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, τη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών και την ανατίμηση της μισθωτής εργασίας. Τούτη η επανεκκίνηση αποτυπώνεται στο απεργιακό κύμα ιδίως του 1975-1977 από τα πρωτοβάθμια εργοστασιακά σωματεία και τις καταλήψεις πολλών εργοστασίων, το φοιτητικό κίνημα με την κορύφωσή του στις καταλήψεις του 1979, τις εργατικές κινητοποιήσεις και τις γενικευμένες συγκρούσεις με την αστυνομία το 1975 και το 1977 και, τέλος, τους διεκδικητικούς αγώνες που καθημερινά εκδηλώνονται στο δημόσιο χώρο. Η ένταση της πολιτικοποίησης στο μεταδικτατορικό περιβάλλον κορυφώνει τον κύκλο της λαϊκής πίεσης για τον εκδημοκρατισμό, οδηγώντας στην επένδυση των προσδοκιών στην «Αλλαγή» που υπόσχεται το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, η πρώτη κυβέρνηση του οποίου σηματοδοτεί και την ολοκλήρωση του μετεμφυλιακού συγκρουσιακού κύκλου.

 

Πλάι σε τούτη την πορεία ολοκλήρωσης, ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αρχίζουν να αχνοφαίνονται συλλογικές δράσεις προσομοιάζουσες με την ανάπτυξη των νέων κοινωνικών κινημάτων στον δυτικό κόσμο. Οι πρώτες φεμινιστικές ομάδες, οι ακτιβιστές της κοινωνικής οικολογίας, το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδας προοιωνίζονται μια αλλαγή στο περιεχόμενο της συλλογικής δράσης για τα επόμενα χρόνια. Στο πεδίο των πολιτικών διεργασιών στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, η μαζικοποίηση του αντιεξουσιαστικού χώρου συμπορεύεται με την κρίση της μαοϊκής Αριστεράς και τις μαζικές αποχωρήσεις από την ΚΝΕ και τον Ρήγα Φεραίο, ιδίως μετά τις καταλήψεις των πανεπιστημίων το 1979 και την ανάπτυξη του ρεύματος των «αναρχο-αυτόνομων».

 

Η πτώση του υπαρκτού «σοσιαλισμού», η κρίση του ενιαίου Συνασπισμού, η διάλυση της Ομοσπονδίας των Οικολόγων-Εναλλακτικών και η άνοδος του εθνικισμού (συλλαλητήρια για τη Μακεδονία) και, συνοδευτικά, η ξενοφοβική-ρατσιστική καμπάνια κατά των αλβανών μεταναστών μετατοπίζουν την κινηματική δράση, παρά την έντασή της κατά τη διακυβέρνηση του Κώστα Μητσοτάκη (μαθητικές κινητοποιήσεις, δολοφονία Τεμπονέρα, ΕΑΣ κ.λπ.) Με τις φεμινιστικές και ιδίως τις οικολογικές οργανώσεις να τείνουν προς τη θεσμοποίηση και τη ΜΚΟποίηση, η ίδρυση Κέντρων Μεταναστών και Κοινωνικών Κέντρων μπορεί να ιδωθεί ως η αφετηρία ενός νέου συγκρουσιακού κύκλου, ο οποίος σύντομα θα γονιμοποιηθεί από το παράδειγμα των Ζαπατίστας και ευρύτερα το διεθνικό κίνημα των Κοινωνικών Φόρουμ.

 

Οι κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό Γιαννίτση, η Γένοβα, η εναντίωση στους Ολυμπιακούς Αγώνες, το φοιτητικό κίνημα για το άρθρο 16, η εξέγερση του 2008 μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και η αντιμνημονιακή καμπάνια (2010-2015) αντλούν από την ευρύτερη νοηματική πλαισίωση του αντινεοφιλελεύθερου Global Justice Movement, στις ποικίλες εκδοχές του, παρέχοντας έναν ιδεολογικό ορίζοντα για τη συλλογική δράση που θα επενεργήσει στο θεσμικό περιβάλλον με την επένδυση των προσδοκιών στον ΣΥΡΙΖΑ κατά τη μνημονιακή περίοδο.

 

Κινηματική νηνεμία

 

Η διάψευση των προσδοκιών που επενδύθηκαν στην κινηματική δράση, συνδυαστικά προς την καθολική ήττα της θεσμικής Αριστεράς, ίσως ερμηνεύει την κινηματική νηνεμία των τελευταίων οκτώ ετών, με εξαίρεση το κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και τους μετανάστες (2015-2017). Οι εξελίξεις στον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η στροφή προς την Κεντροαριστερά, ο απομονωτισμός του ΚΚΕ, η εσωστρέφεια και ο ταυτισμός στις δικαιωματικές οργανώσεις προοιωνίζονται μια περίοδο κατά την οποία η «ζήτηση» για συλλογική δράση δεν θα συναντά την «προσφορά», ενδυναμώνοντας τις τάσεις της ιδιώτευσης ή χειρότερα ενισχύοντας τη «μεταφασιστική» Δεξιά.

 

 

Σημειώσεις:

1. Δεμερτζής Νίκος, «Ένας ψυχολογικός δυναμίτης στη δημοκρατία». Καθημερινή, 28/2/2011.

2. Καλύβας Στάθης, «Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης». Καθημερινή, 14/12/2008.

3. Σερντεδάκις Νίκος και Βασίλης Ρόγγας. 2018. «Συγκρουσιακοί κύκλοι, εκλογικά και οικονομικά καθεστώτα στην μεταπολεμική Ελλάδα». Στο Γιάννης Ζαϊμάκης (επιμ.) Ερευνητικές διαδρομές στις κοινωνικές επιστήμες. ΕΚΑΕΚΕ, Πανεπιστήμιο Κρήτης.

 

Νίκος Σερντεδάκις Ο Νίκος Σερντεδάκις είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet