«Άγγελος πολεμιστής», Γιώργος Σικελιώτης, 1976
Η επιστροφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας βρήκε τις Ελληνίδες μόλις είκοσι δύο ετών πολίτιδες, παρά την αγωνιστική τους παράδοση από τον Μεσοπόλεμο. Ο θεσμικός εκδημοκρατισμός στη Μεταπολίτευση κατέδειξε ότι και η έμφυλη ανισότητα αποτελούσε πρόκληση για τη δημοκρατία, ενώ η άνθιση φεμινιστικών διεκδικήσεων, σε θετικό πολιτικό περιβάλλον, συνέβαλε στη θεσμοθέτηση πρωτοποριακών μέτρων τη δεκαετία του 1980. Στη συνέχεια, με ευρωπαϊκή πρωτοβουλία, εφαρμόζονται σημαντικές πολιτικές για την έμφυλη ισότητα σε πολλαπλά πεδία.
Ενώ όμως έχουν γίνει πολλά στην πεντηκονταετία αυτή, κατανοούμε πλέον ότι είναι λίγα για την προβληματική σχέση φύλου – δημοκρατίας. Εκτός του ότι έμφυλη ανισότητα εξακολουθεί να αποτυπώνεται στους μισθούς, την επαγγελματική εξέλιξη, την έμφυλη βία, τις διαπροσωπικές σχέσεις, κ.λπ., είναι φανερό πως δεν αμφισβητήθηκε η κατανομή ρόλων, που εδράζεται στην έμφυλη ιεραρχία και οδηγεί σε προβληματική σχέση φύλου – δημοκρατίας. Παρά την εφαρμογή ποσοστώσεων στα ψηφοδέλτια (40% από το 2019) οι βουλεύτριες ανέρχονται στο 21,6%, παρά τη θεσμοθέτηση εργασιακής ισότητας εξακολουθεί να υπάρχει χάσμα αμοιβών, παρά την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης η απλήρωτη εργασία συνεχίζει να αποτελεί μαζικά γυναικεία υπόθεση. Η αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας λόγω των γυναικοκτονιών, με τη σειρά της, επιβεβαίωσε ότι δεν προχωράμε σταθερά προς έμφυλη ισότητα, ούτε συντελείται ουσιαστική πρόοδος στην αποδοχή της ίσης ηθικής αξίας όλων. Συνεπώς, η πεντηκονταετία αυτή κατέδειξε ότι, αν η εμβάθυνση της δημοκρατίας αποτελεί στόχο, πρέπει να προσεγγιστεί αλλιώς.
Η φεμινιστική αντίληψη του ’70 ήταν ότι οι γυναίκες πρέπει να αγωνιστούν αυτόνομα, για να διεκδικήσουν ό,τι τους στερεί το ανδροκρατικό σύστημα. Εξού και οι αποχωρήσεις από αριστερά κόμματα. Σ’ ένα ιδεολογικό περιβάλλον θετικής σημασιοδότησης του κράτους πρόνοιας, οι διακρίσεις αντιμετωπίζονταν ως εξαλείψιμες στο πλαίσιο της γενικής προόδου, μέσω αγώνα ενάντια στην ανδροκρατία (παρούσα και στην Αριστερά). Σταδιακά οι φεμινίστριες συνειδητοποίησαν ότι, αν δεν επισημανθεί η κοινωνική ρίζα της έμφυλης διχοτομίας, είναι αδύνατο να διαμορφωθούν ουσιαστικές πολιτικές. Και έγινε φανερό ότι σημειακή καταπολέμηση διακρίσεων και στήριξη γυναικών δεν εξυπηρετούν αυτόματα την ισότητα. Μάλλον περί εκσυγχρονισμού της ανισότητας πρόκειται που δημιουργεί εφησυχασμό, παρότι η μεγάλη διάχυση φεμινιζουσών αντιλήψεων στις νέες εκφράζεται μέσω αυξημένης αριστερόστροφης ψήφου.
Δημοκρατική συμβίωση για όλ@
Βεβαίως, το πώς εξελίχθηκαν οι έμφυλες σχέσεις σε διάδραση με τη δημοκρατία συνδέεται με ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Η πολιτική εμπέδωση της δημοκρατίας, η ανάπτυξη και μετέπειτα απόσυρση του κράτους πρόνοιας, η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με τον απόηχό της στα καθ’ ημάς, η εξέλιξη της γυναικείας απασχόλησης και η κρίση, που κατέδειξε τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, δεν θα μπορούσαν παρά να επιδράσουν στο πώς αποτιμώνται σήμερα οι έμφυλες σχέσεις και πώς το φεμινιστικό όραμα στοχεύει πλέον στην εμβάθυνση της δημοκρατίας. Και τελικά, πώς ενδείκνυται να προωθηθεί, στις σημερινές – διαφορετικές από το ’74– συνθήκες για τη δημοκρατία ως διακύβευμα.
Αν τότε διεκδικούσαμε ισότητα για τις γυναίκες, τώρα οφείλουμε να διεκδικήσουμε δημοκρατική συμβίωση για όλες/ους/α –μια μορφή συμβίωσης που προϋποθέτει συνεχή αγώνα κατά των ανισοτήτων, βασισμένη στην αποδοχή της ίσης ηθικής αξίας όλων. Διότι κατανοήσαμε ότι οι ρηγματώδεις ταυτότητες φύλου αντιστρατεύονται τη δημοκρατία, ενώ διαπλέκονται με άλλες ανισότητες –πρωτίστως την ταξική– πολλαπλασιάζοντας αρνητικές συνέπειες –με το φύλο (όπως το εννοιολογούμε) να είναι εγγενώς ιεραρχικό, αφού προσλαμβάνεται ως διχοτομική/ιεραρχική κατάταξη, απορρέουσα από τη φύση! Πώς να συνυπάρξουν ως ισότιμοι πολίτες έμφυλα υποκείμενα που θεωρούνται εγγενώς άνισα; Πώς να καταπολεμήσουμε την ανισότητα όταν την αποδεχόμαστε ως δεδομένη;
Παράλληλα, αν και στον τομέα έμφυλων/σεξουαλικών ταυτοτήτων κατοχυρώνονται σήμερα δικαιώματα, φαίνεται ότι αυτό δεν αρκεί. Χρειάζεται και διαμόρφωση προϋποθέσεων για την ισότιμη άσκησή τους. Τα δε (χρήσιμα) μέτρα στήριξης των γυναικών στους πάντα δικούς τους υποτιμημένους ρόλους δεν αντιμετωπίζουν τους παράγοντες ανισότητας, άρα δεν στοχεύουν σ’ ένα όραμα δημοκρατικής συμβίωσης αντίστοιχο με τις απαιτήσεις μιας εποχής που διαφέρει πολύ από τη δεκαετία του ’70, οπότε υπήρχε ελπίδα για το εφικτό της διαμόρφωσης ενός δημοκρατικότερου κόσμου. Πλέον, το όραμα μιας κοινωνίας κοινωνικής δικαιοσύνης έχει τρωθεί, ενώ εθιζόμαστε στη μερική καταπολέμηση διακρίσεων ως τρόπο αντιμετώπισης της κοινωνικής αδικίας.
Ολιστική προσέγγιση της ανισότητας
Κι ενώ η κυριαρχία μιας αποκλειστικά ταξικής λογικής μοιάζει περιοριστική πλέον, καταπολέμηση διακρίσεων και πολιτικές αναγνώρισης –σημειακά σημαντικές– δεν μπορούν να υποκαταστήσουν πολιτικές αναδιανομής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Άρα ο αγώνας για το δημοκρατικό όραμα δεν μπορεί να στοχεύει ή στην καταπολέμηση της ταξικής ανισότητας ή στην εξάλειψη ταυτοτικών διακρίσεων. Όταν οι «τόποι» της καταπίεσης/ανισότητας είναι πολλαπλοί αλλά έχουν κοινή ρίζα, όταν η επίθεση στις βάσεις της κοινωνικής συμβίωσης είναι συγκροτημένη όπως συμβαίνει στον νεοφιλελευθερισμό, τότε και ο αγώνας πρέπει να είναι αντίστοιχος. Έτσι προβάλλει η ανάγκη συνολικών/ολιστικών προσεγγίσεων στην αντιμετώπιση της ανισότητας και της απαξίωσης του ανθρώπινου, και βεβαίως η ανάγκη συμπράξεων. Αυτή η διαχείριση είναι η μόνη που μπορεί, στις παρούσες συνθήκες, να αποδειχθεί κοινωνικά δυνητικά ανατρεπτική. Διατηρώντας από τον φιλελευθερισμό ως επίδικα τον αυτοπροσδιορισμό και την εξασφάλιση δικαιωμάτων, από το σοσιαλιστικό όραμα την ισότητα και την αλληλεγγύη που επιτρέπουν ισότιμη άσκηση δικαιωμάτων, και από τον φεμινισμό την απαλλαγή από τα περιοριστικά δεσμά του φύλου ως προϋπόθεση για την απελευθέρωση απ’ όλα τα δεσμά.
Όταν αντιμετωπίζουμε δομική αλλαγή στην κρατούσα αντίληψη περί κοινωνικής συμβίωσης, ενώ αμφισβητείται η ίση ηθική αξία όλων, τότε, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πολύμορφης κοινωνικής ανισότητας, ο αγώνας πρέπει να είναι πολυμέτωπος αλλά ενιαίος. Ένας αγώνας που να ενώνει στρατηγικά φεμινισμό, φορείς της ριζοσπαστικής Αριστεράς και άλλα κινήματατα/φορείς που πιστεύουν ότι ένας άλλος κόσμος, αφάνταστα δικαιότερος/δημοκρατικότερος, είναι εφικτός –ενώ αποτελεί ηθικό καθήκον η διαμόρφωση πολιτικής στρατηγικής συμπράξεων για την επίτευξή του.
Ο φεμινισμός σήμερα
Από την άλλη, αν το φύλο συγκροτεί πάντα πρόκληση για τη δημοκρατία, καταδεικνύει πλέον ότι «φεμινιστικό» είναι ό,τι προβάλλει ένα όραμα κοινωνίας βασισμένο σε χειραφετητική αντίληψη για τη συλλογική συμβίωση, και όχι μόνο για τη γυναικεία υποκειμενικότητα. Έτσι, συμβάλλει σε μια αριστερή απάντηση στο ερώτημα «σε τι είδους κοινωνία θέλουμε να συμβιώσουμε, και με ποιους όρους». Ευθύνη της Αριστεράς είναι να συμπεριλάβει μια επεξεργασμένη αντίληψη για την έμφυλη ανισότητα και τις επιταγές που αυτή δημιουργεί, μέσω ουσιαστικής συμπερίληψης της έμφυλης διάστασης (δίπλα στην ταξική, και πέρα από «πολιτικές της διαφοράς»), κατανοώντας ότι τίποτα ουσιαστικό δεν θα αλλάξει ποτέ, αν εξακολουθήσουμε να εννοιολογούμε το φύλο ως διχοτομία που ανάγεται στη φύση.
Δύο είναι, συνεπώς, τα κεντρικά κεκτημένα στο πεδίο των προκλήσεων για τη δημοκρατία την πεντηκονταετία. Θα καταφέρει η Αριστερά να συμπεριλάβει ουσιαστικά το φύλο, σ’ ένα πρόγραμμα προώθησης κοινωνικής ανισότητας και δικαίωσης του προτάγματος της απελευθέρωσης απ’ όλα τα δεσμά; Κατανοώντας ότι η επιδίωξη ισότητας δεν προωθείται με «συμπερίληψη» σε κοινωνία που συνεχίζει να στηρίζεται στην κοινωνική αδικία; Μόνο μέσω μιας συνολικής ανατρεπτικής στρατηγικής μπορεί αυτή η επιδίωξη να έχει νόημα, ώστε να προσεγγιστούν οι ουσιαστικές αρχές της δημοκρατίας. Σε έναν τέτοιο αγώνα, οι γυναίκες έχουν δείξει, ήδη, ότι θα είναι μαζικά στο πλευρό της Αριστεράς.