«Γκουέρνικα 1», Κυριάκος Κατζουράκης, 2016
Η Αθήνα, όπως κάθε (μητρο)πόλη, εκτός από τεχνικό κατασκεύασμα, είναι χώρος ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, οι πρακτικές, οι εμπειρίες, οι μνήμες των οποίων αποτυπώνονται στη συγκρότησή του συγχρονικά και από γενιά σε γενιά. Η πόλη δηλαδή είναι συλλογικό έργο, το οποίο ενσωματώνει, πέρα από τις ιστορίες των ισχυρών, το μόχθο και την παρέμβαση των πολλών, από διαφορετικές και κοινωνικά άνισες θέσεις. Στην ανάπτυξή της μπορεί κανείς να εντοπίσει σημαντικές «ανατροπές», αλλά και εξίσου σημαντικές διαχρονικές «σταθερές», γύρω από τις οποίες συγκροτήθηκαν βιώσιμες και βιωμένες καθημερινότητες, όπως και διαδικασίες κοινωνικής ένταξης και συνοχής, πλούσιες σε ανθρώπινη εργασία, τυπική και άτυπη, αμειβόμενη και μη.
Οι σημειώσεις που ακολουθούν, αναγκαστικά επιγραμματικές και σχηματικές, επιχειρούν να σκιαγραφήσουν μεταλλαγές της πόλης στα πενήντα χρόνια από την πτώση της δικτατορίας. Δεν αναφέρομαι εδώ στις γενικότερες σημαντικές μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με τη Μεταπολίτευση, μιας και γι’ αυτές υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία, αλλά και πολλές συμβολές σε αυτό το αφιέρωμα. Θυμίζω μόνο τις μεγάλες κινητοποιήσεις για την κατοικία, την πόλη και το περιβάλλον στη δεκαετία του ‘70, την έμφαση στην περιφερειακή ανάπτυξη και την άμβλυνση των χωρικών ανισοτήτων, καθώς και την ανανέωση των πολιτικών και εργαλείων χωρικού σχεδιασμού σε διάφορες κλίμακες μετά το 1981, αλλά και τις υπερβάσεις και καταστρατηγήσεις τους, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ‘902.
Πενήντα χρόνια μετά λοιπόν…
Ζούμε σε μια πόλη όπου η κατοικία έχει γίνει απρόσιτη για τα φτωχότερα νοικοκυριά. Η κοινωνική διασπορά της (μικρο)ιδιοκτησίας έχει μετατραπεί σταδιακά, μέσω της ακραία ταξικής φορολογίας και άλλων πολιτικών, από ευλογία και εξασφάλιση σε παγίδα και ανάθεμα. Μάλιστα, όλα δείχνουν πως συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια.
Η αυθαίρετη δόμηση, η οποία για πολλές δεκαετίες αποτελούσε τον κατεξοχήν τρόπο πρόσβασης των φτωχότερων στην κατοικία και την πόλη, αποτελεί πλέον, σε άλλα συμφραζόμενα, εργαλείο των υψηλών εισοδημάτων και κάθε λογής «επενδυτών» για την άντληση υπεραξίας από την οικοδομή και το real estate. Παραμένουν σταθερές οι προεκλογικές «νομιμοποιήσεις» κάθε είδους αυθαιρεσιών.
Η οικογένεια δεν έχει πόρους για να λειτουργήσει ως ασφαλιστική δικλείδα και εφαλτήριο για τα νεότερα μέλη της. Ταυτόχρονα, καλείται να αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της φροντίδας και της κοινωνικής αναπαραγωγής, αντλώντας από την απλήρωτη εργασία των γυναικών-μελών της, ενώ οι σχετικές υποδομές (σχολεία, κέντρα υγείας, νοσοκομεία, συγκοινωνίες, παιδικές χαρές, παιδικοί σταθμοί) αφήνονται να καταρρεύσουν.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε κάθε κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, διάσπαρτες στον ιστό της πόλης, σημαντικές για την απασχόληση και τη ζωντάνια κάθε γειτονιάς, οδηγούνται σε μαζικό κλείσιμο. Στα στενά του «εμπορικού τριγώνου» μένουν μερικά φθαρμένα πανό με φωτογραφίες και αφηγήσεις για να θυμίζουν την πολυλειτουργικότητα και την κοινωνική πολυσυλλεκτικότητα της πόλης σε ένα όχι τόσο μακρινό παρελθόν.
Η κοινωνική και εθνοτική σύνθεση αλλάζει καθώς νέοι κάτοικοι προστίθενται μετά το 1989 και εγγράφουν καινούργιες ιστορίες κατοίκησης και χρήσης του αστικού χώρου. Παράλληλα θέτουν ερωτήματα συνύπαρξης και ένταξης σε ένα μεταβαλλόμενο «εμείς» το οποίο, πέρα από θεωρητικό ερώτημα, αποτελεί ζήτημα καθημερινής εμπλοκής και εξοικείωσης με την ετερότητα και τις διαφορές, σε μια πόλη πλέον πολυπολιτισμική.
Ο σχεδιασμός και η ρύθμιση του (αστικού) χώρου, ιδιαίτερα μετά τα τρία μνημόνια, ιδωτικοποιείται και περνάει στους «μεγάλους επενδυτές» και στις λεγόμενες στρατηγικές επενδύσεις, στο πλαίσιο των οποίων εφαρμόζονται πολεοδομικές διατάξεις αλακάρτ, πέρα από και παρά την κείμενη νομοθεσία. Προάγγελος αυτών: οι ειδικές ρυθμίσεις για την Ολυμπιάδα του 2004.
Τι μας απομένει;
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η εγκατάσταση στην πόλη πολυάριθμων μεταναστών και προσφύγων, η άνοδος και ανοχή των πρακτικών της Ακροδεξιάς, οι επιτυχίες και οι ήττες της Αριστεράς, τα μνημόνια, η αύξηση της βίας, της αυθαιρεσίας και του αυταρχισμού της εξουσίας, και η συνθήκη του εγκλεισμού («μένουμε σπίτι») ως τρόπος ελέγχου της πανδημίας στη συνέχεια μιας δεκαετίας πολύπλευρης κρίσης είναι μερικά από όσα οδήγησαν στη σημερινή εικόνα της πόλης, χωρίς να καταργούν πλήρως παλιές εγχαράξεις.
Στο αστικό τοπίο κυριαρχεί πλέον το real estate και ο υπερτουρισμός, με ορατές εκφάνσεις την απώθηση των φτωχότερων προς την περιφέρεια, τον πολλαπλασιασμό κάθε λογής ξενοδοχείων, χώρων βραχυχρόνιας μίσθωσης και καταστημάτων που απευθύνονται στους περιστασιακούς κατοίκους/τουρίστες. Κυριαρχεί ακόμη η ιδιωτικοποίηση και υποβάθμιση του δημόσιου χώρου ως τέτοιου, η κοπή κάθε δένδρου που ενοχοποιείται ότι παρακωλύει (!) την εφαρμογή μικρών ή μεγαλεπήβολων παρεμβάσεων. Αποσταθεροποιούνται οι εύθραυστες ισορροπίες συμβίωσης «ντόπιων» και «ξένων», εντείνονται οι χωρο-κοινωνικές ανισότητες και η παραπέρα εκπτώχευση των οικονομικά ασθενέστερων. Ο πολιτικός αυταρχισμός, ο ρατσισμός, η σιωπή και ανοχή της βίας κατά των γυναικών και άλλων «άλλων», όπως και η ομοφοβία, είναι πλέον κομμάτια της καθημερινότητας σε μια πόλη-λάφυρο των εκάστοτε κυβερνήσεων, χωρίς τοπική αυτοτέλεια και χωρίς δημάρχους να τη διεκδικούν. Χαραμάδα αισιοδοξίας: οι αντιστάσεις μικρών και μεγαλύτερων ομάδων πολιτών.
Σημειώσεις:
1. Σε εισαγωγικά, μιας και απόλυτες τομές σπάνια μπορούν να εντοπιστούν στην ιστορία ανάπτυξης μιας πόλης.
2. Οι τελευταίες χρησιμοποιούνται στις μέρες μας για να ταυτίσουν τη Μεταπολίτευση, και στο πεδίο του χώρου και της πόλης, με τη διαφθορά, το πελατειακό κράτος και την πολιτική πατρωνία, ακυρώνοντας σημαντικές αλλαγές, ρήξεις και κοινωνικές κατακτήσεις.