«Η γυναίκα-λεοπάρδαλη», Νίκίας Σκαπινάκης, 1969
Η δυσκολία κινητοποίησης της μνήμης σχετικά με την πορεία της τηλεόρασης στο χρόνο λαμβάνει συχνά σημαντικές διαστάσεις όταν ανακαλούνται αποσπασματικά –πολλές φορές συνειρμικά– θραύσματα περιπτώσεων από τη λειτουργία του μέσου και, επίσης, ένα ιδεώδες ως προς το δέον (πώς θα έπρεπε να λειτουργεί η τηλεόραση) και την απόκλιση από αυτό. Επομένως, οι απαντήσεις που δίνονται σχετικά με την εξέλιξη του μέσου και της σχέσης του με την κοινωνία είναι συνάρτηση των κριτηρίων που επιλέγουμε κάθε φορά για να γράψουμε την ιστορία του. Το πρώτο νήμα που ακολουθούμε για να εννοήσουμε και να θέσουμε σε ένα πλαίσιο την εξέλιξη της ελληνικής τηλεόρασης είναι στενά συνδεδεμένο με τη γέννηση και, κυρίως, την εξέλιξη του μέσου υπό το δικτατορικό καθεστώς. Ποια η εξέλιξη ενός μέσου επικοινωνίας και ενημέρωσης του οποίου οι συνθήκες δημιουργίας συνυφαίνονται με ένα ταραγμένο πολιτικό καθεστώς, δημοκρατικά ελλιπές; Στη συνέχεια, ποιος ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ του πολιτικού καθεστώτος και της τηλεόρασης στο πλαίσιο ενός απορρυθμισμένου οπτικοακουστικού τοπίου από τη δεκαετία του ’90 και μετά; Η προβληματική αυτή, ήτοι οι σχέσεις μεταξύ πολιτικής και τηλεόρασης, ξεπερνά τα εθνικά σύνορα των κρατών, έστω κι αν εξετάζονται με βάση τις ιδιαιτερότητες της κάθε κοινωνίας.
Τα πρώτα βήματα της ελληνικής τηλεόρασης γίνονται στην ταραγμένη περίοδο της τη δεκαετίας του ’60, λίγα χρόνια πριν την έλευση της χούντας των συνταγματαρχών. Το γεγονός ότι η ελληνική τηλεόραση έκανε τα πρώτα βήματά της και διαμορφώθηκε ως θεσμός κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είναι ενδεικτικό του ρόλου της ως εργαλείου του αντιδημοκρατικού καθεστώτος. Υπό αυτές τις συνθήκες, η τηλεόραση ήταν ένα χρήσιμο μέσο άσκησης προπαγάνδας, κατά τον ίδιο τρόπο που το ραδιόφωνο ήταν επί Μεταξά. Η τηλεόραση ως εργαλείο της στρατιωτικής κυβέρνησης ήταν στα χέρια των συνταγματαρχών οι οποίοι, μέσω των ειδήσεων αλλά και των υπόλοιπων προγραμμάτων (ταινίες, εκπομπές, ντοκιμαντέρ, κ.λπ.) ασκούσαν μια προπαγάνδα επί του πληθυσμού, το κυρίαρχο ιδεολογικό στοιχείο της οποίας συμπυκνώνεται στη γνωστή φράση « Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών».
Η μετάβαση στο δημοκρατικό καθεστώς
Tο αυταρχικό σύστημα που εδραιώθηκε κατά την περίοδο της δικτατορίας ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό και στη συνέχεια της λειτουργίας της τηλεόρασης κατά τη διάρκεια της μετάβασης στη δημοκρατία. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η κρατική παρέμβαση και η λογοκρισία στα προγράμματα της τηλεόρασης, και ιδιαίτερα στην ενημέρωση, υπήρξε συνεχής. Ας σημειωθεί ωστόσο ότι η κρατική και δη η κυβερνητική παρέμβαση στη λειτουργία του μέσου (στα προγράμματα, στον τρόπο που διορίζονται οι υπεύθυνοι, στη χρηματοδότηση της δημόσιας τηλεόρασης, κ.λπ.) είναι κάτι που συναντάμε σε ποικίλες διαβαθμίσεις και περιόδους διεθνώς.
Η ηγεμονία του παιδαγωγικού μοντέλου
Από την αρχή της δεκαετίας του ’60 οι κύριοι υπεύθυνοι της εδραίωσης της τηλεόρασης στην Ελλάδα έδιναν έμφαση στην εκπαίδευση και στην επιμόρφωση του ελληνικού λαού, όπως επίσης και στην προώθηση του πολιτισμού. Ο επιμορφωτικός χαρακτήρας της τηλεόρασης ήταν κυρίαρχος για τους ιθύνοντες της εποχής την περίοδο μετάβασης στο δημοκρατικό καθεστώς και καθόλη τη διάρκεια του ραδιοτηλεοπτικού μονοπωλίου. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ξεκινά, το 1977, και ο θεσμός της εκπαιδευτικής τηλεόρασης. Αυτό που ήδη ονομαζόταν ο «τριπλός ρόλος» της ραδιοτηλεόρασης (ενημέρωση, επιμόρφωση/εκπαίδευση, ψυχαγωγία) ήταν ριζωμένος στις συνειδήσεις των υπευθύνων. Η μορφωτική αποστολή της τηλεόρασης δεν εκφράζεται μόνο μέσα από τα προγράμματα που δηλώνουν ανοιχτά το χαρακτήρα τους αλλά διαχέεται, εν πολλοίς, σε όλα τα προγράμματα, από τις συζητήσεις για τα κοινωνικά θέματα, τις τηλεοπτικές διασκευές λογοτεχνικών έργων έως τα τηλεπαιχνίδια. Εκείνο που διαφαινόταν έντονα ήταν ότι ο επιμορφωτικός ρόλος θα καταλάμβανε σημαντική θέση σε σχέση με τους άλλους δύο, εφόσον στον κραταιό λόγο της εποχής η επικοινωνία ήταν πρωτίστως ενδεδυμένη με μια εκπαιδευτική αντίληψη. Το ιδεολογικό υπόστρωμα αυτής της αντίληψης, κυρίως σχετικά με το τι θεωρείται άξιο να συμπεριληφθεί στο άτυπο πρόγραμμα «επιμόρφωσης» των πολιτών και τι όχι, ασφαλώς δεν εξέλιπε.
Οι «υποσχέσεις» της ιδιωτικής τηλεόρασης
Η εμφάνιση του «Mega Channel» και του «Antenna TV» στις αρχές της δεκαετίας του ’90 συμβολίζει την απαρχή μιας καινούριας εποχής για την τηλεόραση στην Ελλάδα. Πλήθος άλλα τηλεοπτικά κανάλια εθνικής ή τοπικής εμβέλειας ακολούθησαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, σαν για να αναπληρωθεί ο προηγούμενος χαμένος χρόνος. Η επένδυση των καναλιών στην ενημέρωση και η ανάπτυξη των δελτίων ειδήσεων και των πολιτικών εκπομπών αποτελούν σημαντικό στοιχείο για τις δεκαετίες ’90 και ’00. Η ιδιωτική τηλεόραση ήρθε με μια έντονη υπόσχεση πλουραλιστικού πολιτικού και δημόσιου διαλόγου, συνακολουθούμενη από τη συζήτηση περί «διαπλοκής» πολιτικών, οικονομικών και μιντιακών κατεστημένων. Η ανάπτυξη του ψυχαγωγικού προγράμματος και της μυθοπλασίας –εγχώριας και ξένης– αποτελεί, επίσης, σημαντικό στοιχείο της διαμόρφωσης της φυσιογνωμίας της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Ο «εκδημοκρατισμός» του λόγου των «απλών» πολιτών
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μέσα σ’ αυτή την ιστορική πορεία είναι η θέση, ο ρόλος και η υπόσταση που δίνεται στο κοινό, το οποίο ανακαλείται με έμφαση άλλοτε στην ιδιότητα του πολίτη και άλλοτε σ’ εκείνη του «μέσου τηλεθεατή» ή του «απλού» ανθρώπου, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους αναπαρίσταται διαχρονικά στην ελληνική τηλεοπτική οθόνη. Μέσα από την εξέλιξη διαφορετικών ειδών προγράμματος (πρωινές ενημερωτικές εκπομπές και πολιτικά talk shows, τηλεπαιχνίδια και ψυχαγωγικά προγράμματα, ριάλιτι και τάλεντ σόου, εκπομπές τηλεοπτικής εξομολόγησης, κ.ά.) στην ύστερη ιστορία της τηλεόρασης μετά την έλευση των ιδιωτικών καναλιών, οι αναπαραστάσεις της έννοιας του «κοινού» προσφέρουν έναν –συχνά– ιδιότυπο εκδημοκρατισμό του δημόσιου λόγου. Συγκεκριμένα, η ορατότητα των «κοινών» ανθρώπων που επετράπη διαχρονικά και πολυεπίπεδα μέσω της τηλεοπτικής επικοινωνίας (η οποία επεκτάθηκε μέσω πλατφορμών και μέσων κοινωνικής δικτύωσης τα τελευταία χρόνια) αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο νομιμοποίησης του μέσου ως «λαϊκό» και συμπεριληπτικό. Η φιγούρα του πολίτη-τηλεθεατή ως προσεκτικού ακροατή του διαλόγου μεταξύ του πολιτικού στερεώματος και των δημοσιογράφων (κοινό-ντεκόρ), η συμμετοχή των πολιτών στα πλατώ των πολιτικών εκπομπών συζήτησης, το κοινό ως δρων υποκείμενο στα τηλεοπτικά προγράμματα ψυχαγωγίας, που ανάγουν τη δημοσιοποίηση του ιδιωτικού σε δικαίωμα και σε αξία, το κοινό-θύμα, το κοινό-μάρτυρας, εκείνο που καταγγέλει στις πρωινές ενημερωτικές εκπομπές, εκείνο που διεκδικεί το δικαίωμα στην επαγγελματική ανέλιξη ή στην ευτυχία μέσα από προγράμματα ριάλιτι, κ.ο.κ, αποτελούν ορισμένα διακριτά όσο και διασταυρούμενα «επεισόδια» του περιεχομένου της ελληνικής τηλεόρασης της Μεταπολίτευσης. Εξετάζοντάς τα, μπορούμε να φωτίσουμε την ιστορία του μέσου και τη σχέση του με τη δημοκρατία και τη δημόσια σφαίρα υπό ένα διαφορετικό πρίσμα από αυτό της «επίσημης ιστορίας» του μέσου. Ήτοι, εκείνο ενός υφέρποντος λαϊκισμού, εις το όνομα του κοινού, ο οποίος εμφανίζεται αποστιγματοποιημένος, με θετικό πρόσημο.
Εν τέλει, η γενίκευση σχετικά με την «τηλεόραση της Μεταπολίτευσης» είναι μεν εύχρηστη, ωστόσο είναι αρκετά απλουστευτική αφού δεν υπάρχει «Η τηλεόραση», αλλά πολλαπλές εκφράσεις του μέσου διαχρονικά, αλλά και παράλληλα. Στην ίδια λογική, η ιστορική πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης και της μετάβασης και σταθεροποίησης της δημοκρατίας στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας δεν είναι ούτε μονοδιάστατη και γραμμική, αλλά ούτε και παραμένει μία απολιθωμένη στιγμή στην πάροδο των δεκαετιών. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη μακρά περίοδο της Μεταπολίτευσης –όπως και του ρόλου και της λειτουργίας της τηλεόρασης μέσα σ’ αυτή– σαν μια διαρκή διαδικασία.