«Ιπτάμενη βαλίτσα», Αλέξης Ακριθάκης, 1972

 

 

 

Το ελληνικό θέατρο έχει κάνει μια μεγάλη και σημαντική πορεία σε πολλά επίπεδα τα τελευταία πενήντα χρόνια. Οι νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που προέκυψαν μετά το 1976 έδωσαν στους έλληνες καλλιτέχνες περισσότερη ελευθερία, ενώ το άνοιγμα στην Ευρώπη εκσυγχρόνισε σταδιακά και την ελληνική θεατρική σκηνή.

Οι πολιτικές και ιστορικές εμπειρίες των τελευταίων τριάντα χρόνων σε συνδυασμό με τις νέες αισθητικές και λογοτεχνικές διεθνείς τάσεις αποτελούν μια εξαιρετική συνταγή έμπνευσης και δημιουργίας για τη νεοελληνική δραματουργία που βιώνει άνθιση. Δίπλα στους παλαιότερους συγγραφείς  (Ι. Καμπανέλλης, Λ. Αναγνωστάκη, Π. Μάτεσις, Δ. Κεχαΐδης, Γ. Σκούρτης, Μ. Ποντίκας, Β. Ζιώγας, Μ. Ευθυμιάδης, Στ. Καρράς), εμφανίζονται από τη δεκαετία του ’80 και ’90 νεότεροι  (Γ. Μανιώτης, Κ. Μουρσελάς, Π. Μέντης, Α. Στάικος, Γ. Διαλεγμένος, Β. Κατσικονούρης, Θ. Τριαρίδης κ.ά.)

Παράλληλα η ανανέωση έρχεται και στη νεοελληνική θεατρική σκηνή τη δεκαετία του ’80 και ’90, κυρίως μέσω νέων σκηνοθετών που με μελέτη, γνώση, άποψη και αισθητική ταυτότητα δημιουργούν ένα πολύχρωμο και πολυφωνικό μωσαϊκό στην αθηναϊκή, κυρίως, θεατρική ζωή, όπως οι: Λ. Βογιατζής, Δ. Χουβαρδάς, Θ. Τερζόπουλος, Μ. Μαρμαρινός, Δ. Μαυρίκιος, Ν. Κοντούρη, Β. Παπαβασιλείου, Σ. Χατζάκης, Στ. Λιβαθινός, Ν. Μαστοράκης, Κ. Δαμάτης, Γ. Κακλέας κ.ά., για να προστεθούν τον 21ο αιώνα κι άλλοι νέοι αξιόλογοι σκηνοθέτες, όπως οι Αρ. Μπινιάρης, Δ. Καραντζάς, Κ. Ευαγγελάτου, Λ. Μελεμέ, Θ. Παπακωνσταντίνου  κ.ά. Ταυτόχρονα αναδεικνύεται μια νέα γενιά ηθοποιών που στηρίζουν με το ταλέντο τους παραστάσεις συνόλου, οδηγώντας το θέατρο του βεντετισμού σε παρακμή.

Ήδη από την δεκαετία του ’70 το Αμφιθέατρο του Σπ. Ευαγγελάτου αποτελεί μια σημαντική ξεχωριστή σελίδα για το θέατρό μας καθώς, πέρα από τις αξιόλογες σκηνοθεσίες του Σπ. Ευαγγελάτου, παρουσιάζει επίσης και έργα του μεσαιωνικού και αναγεννησιακού ελληνικού θεάτρου για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή. Παράλληλα, το Θέατρο Τέχνης, ύστερα από μια περίοδο παρακμής που πέρασε την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα μετά το θάνατο του Καρόλου Κουν, κατάφερε στις αρχές του 21ου αιώνα, υπό τη διοίκηση του Διαγόρα Χρονόπουλου αρχικά, και της Μαριάννας Κάλμπαρη στη συνέχεια, να βρει τη φωνή του και να αποτελέσει φάρο ανανέωσης και πρωτοπορίας γι’ ακόμα μια φορά.

 

Τα θεατρικά σανίδια

 

Το Εθνικό Θέατρο βιώνει κι αυτό μια παρακμή τη δεκαετία του ’80. Η αδυναμία της κρατικής σκηνής να ανανεώσει ριζικά το δυναμικό της διαμορφώνει έναν κουρασμένο, γερασμένο, ετερόκλητο και άνισο θίασο, με αποτέλεσμα το κοινό να απομακρυνθεί σταδιακά από την κρατική σκηνή. Ο Νίκος Κούρκουλος, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, θα κάνει το απαραίτητο λίφτινγκ που θα ανανεώσει τον κρατικό οργανισμό και θα ξαναφέρει τον κόσμο στις αίθουσές του: καταργεί τη μονιμότητα των ηθοποιών και σκηνοθετών, δημιουργούνται κι άλλες σκηνές, δίπλα στην Κεντρική και Νέα Σκηνή, με σαφή ταυτότητα (το REX που παρουσιάζει έργα που απαιτούν περισσότερο σκηνικό πληθυσμό ή είναι πιο απαιτητικά σκηνογραφικά και η Πειραματική Σκηνή που, υπό τη διεύθυνση του Στάθη Λιβαθινού, γίνεται φυτώριο νέων ηθοποιών και σκηνοθετών). Οι επόμενες διευθύνσεις του Εθνικού, αν και έφεραν τη δική τους ταυτότητα στο ρεπερτόριο και την οργάνωσή του, διατήρησαν τις διοικητικές και οργανωτικές αλλαγές της δεκαετίας του ’90.

Στην Θεσσαλονίκη το Κ.Θ.Β.Ε. εξακολουθεί σταθερά την πορεία του μέχρι και σήμερα με αξιόλογες παραγωγές και συνεργασίες, αποτελεί τον πυλώνα μιας σημαντικής θεατρικής ζωής στη συμπρωτεύουσα χωρίς, όμως, να υπάρχει κάποιος σκηνοθέτης ή κάποιος διευθυντής που να έχει ταυτιστεί μαζί του, να του έχει προσδώσει μια ταυτότητα. Τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ, από την άλλη, είναι μια επώδυνη ιστορία. Δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του ’80 από τη Μελίνα Μερκούρη, την τότε Υπουργό Πολιτισμού. Η συμβολή τους στη θεατρική αποκέντρωση, στην καλλιέργεια και στην ψυχαγωγία του κοινού της επαρχίας, καθώς και στην επαγγελματική αξιοποίηση των σημαντικών θεατρικών δυνάμεων της χώρας είναι αναμφισβήτητη, αλλά η κακή οικονομική διαχείριση, η κατασπατάληση των επιχορηγήσεων καθώς και άλλα τέτοια θέματα μη καλλιτεχνικής φύσεως τα έχουν οδηγήσει σε παρακμή.

Το Φεστιβάλ Επιδαύρου από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 δεν είναι πια θερινή σκηνή του Εθνικού. Αρχικά ανοίγει στο Κ.Θ.Β.Ε, στον Θ.Ο.Κ., στο θέατρο Τέχνης, στο Αμφιθέατρο και, στην πορεία, στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. και σε διάφορους ιδιωτικούς θεατρικούς οργανισμούς. Από τα τέλη του 20ού αιώνα το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου είναι διεθνές με σταθερή παρουσία σημαντικών σκηνοθετών και θεατρικών οργανισμών της Ευρώπης και του κόσμου, το καλοκαίρι στην Επίδαυρο αλλά και στην Αθήνα, όπως οι: Peter Stein, Ariane Mnouchkine, Romeo Castellucci, Peter Brook, Bob Wilson, Thomas Ostermeier κ.ά. 

 

Η θεατρική εκπαίδευση

 

Η θεατρική εκπαίδευση στην Ελλάδα αποκτάει, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μια πιο συστηματική μορφή. Τη δεκαετία του ’80 καθιερώνεται η τρίχρονη θεατρική ανωτέρα εκπαίδευση υπό την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού, και δίπλα στις ήδη υπάρχουσες και καθιερωμένες πια δραματικές σχολές του Εθνικού θεάτρου, του Κ.Θ.Β.Ε., του Θεάτρου Τέχνης και του Ωδείου Αθηνών εμφανίζονται και άλλες δημιουργώντας ένα πολυφωνικό τοπίο στη θεατρική εκπαίδευση. Η κατάργηση των Τ.Ε.Ι. το 2001 τοποθέτησε τη θεατρική (και γενικότερα καλλιτεχνική) εκπαίδευση σε ένα κενό, χωρίς διαβάθμιση που εκκρεμεί μέχρι και σήμερα. Παράλληλα η κατάργηση της Άδειας Ασκήσεως Επαγγέλματος, αλλά και η εμφάνιση και άνθιση της ιδιωτικής τηλεόρασης από την δεκαετία του ’90, έφεραν στο χώρο του θεάτρου ανθρώπους χωρίς καμία εκπαίδευση και γνώση, με αποτέλεσμα η σημασία της θεατρικής εκπαίδευσης και η προστασία της να είναι ακόμα πιο επιτακτική στη σύγχρονη εποχή, όταν πλέον η «εμπειρική μέθοδος» είναι ξεπερασμένη παγκοσμίως.

Η ίδρυση τη δεκαετία του ’90 Τμημάτων Θεατρικών Σπουδών, αρχικά στην Αθήνα και κατόπιν στην Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στο Ρέθυμνο και στο Ναύπλιο έδωσαν μεγάλη ώθηση στο κομμάτι της έρευνας του νεοελληνικού θεάτρου, της καταγραφής της ιστορίας του, της πιο γρήγορης και συστηματικής εισαγωγής των νέων διεθνών τάσεων στην Ελλάδα, της ανάδειξης και ανανέωσης της νεοελληνικής δραματουργίας και της θεατρικής κριτικής, καθώς και της εισαγωγής της θεατρικής αγωγής στην εκπαίδευση.

 

Στον 21ο αιώνα

 

Το ελληνικό θέατρο στον 21ο αιώνα πια παλεύει με τους δαίμονές του και παράλληλα προσπαθεί να συμβαδίσει με τις παγκόσμιες τάσεις. Η μη ύπαρξη κρατικά αναγνωρισμένης θεατρικής εκπαίδευσης στην υποκριτική, η μη ύπαρξη πανεπιστημιακού τμήματος σκηνοθεσίας αλλά και θεατρικής γραφής σε μια χώρα με δεκάδες πανεπιστημιακά τμήματα διαφόρων ειδικοτήτων είναι ένα ασυγχώρητο κενό. Από την άλλη, η νέα τεχνολογία, ο διεθνισμός και η ίση ενσωμάτωση διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων στη θεατρική πράξη αποτελούν ακόμα προκλήσεις για την ελληνική σκηνή που δεν στερείται ανθρώπινου δυναμικού, αλλά στερείται οικονομικών πόρων και κρατικής μέριμνας.

 

Αλεξάνδρα Βουτζουράκη Η Αλεξάνδρα Βουτζουράκη είναι θεατρολόγος, ηθοποιός, σκηνοθέτης και μεταφράστρια Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet