Χωρίς τίτλο, Μαρία Καραβέλα, 1971

 

 

 

Τι μπορεί να πει κάποιος για την εγκληματικότητα, τα αίτια και την έκτασή της κατά την Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία; Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη δικτατορία και τη δημοκρατία ως προς τις διαστάσεις και την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, αλλά και το πώς διαμορφώνεται αυτό το φαινόμενο υπό την επίδραση ιστορικών συγκυριών; Ή μήπως είναι άσχετο με αυτές;

Βέβαια, κάθε σύγκριση ανάμεσα σε ιστορικές περιόδους, η οποία διέπεται από μια ελάχιστη σοβαρότητα, πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι  η εγκληματικότητα και η έκτασή της διαμορφώνονται πάντα σε συνάρτηση με τις συνθήκες που την προκαλούν, τη νομοθεσία και την αντίδραση του κράτους.

Έτσι, υποθέσεις όπως του Κοεμτζή, του Λυμπέρη, αλλά και του Φραντζή και των αδελφών Παλαιοκώστα, σε σύγκριση με ειδεχθή εγκλήματα που και στις μέρες μας συμβαίνουν, μας οδηγούν σε κάποια πρώτα συμπεράσματα: τα εγκλήματα που προανέφερα, παρά τη σοβαρότητά τους, δεν συσχετίστηκαν στην εποχή τους με το φόβο του εγκλήματος, ούτε με γενικότερες τάσεις της εγκληματικότητας, ούτε αποτελούν δείγμα αντιπροσωπευτικό της γενικής εγκληματικότητας της κάθε εποχής σε καμία περίπτωση. Σήμερα, η βία μοιάζει να είναι αυτοσκοπός και έχει χάσει το λειτουργικό της χαρακτήρα.

Επίσης, οι σημερινές διαστάσεις της εγκληματικότητας αρχίζουν να  διαμορφώνονται όταν άλλαξε και ο τρόπος αντιμετώπισής της, και αυτό έγινε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’00. Μετά το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων άλλαξε και ο τρόπος θεώρησης και οι πολιτικές αντιμετώπισής της. Παρά την προηγηθείσα έλευση των μεταναστών στη δεκαετία του ’90, τους ηθικούς πανικούς και τα προβλήματα εκείνης της περιόδου, η πραγματική ροπή προς το φόβο του εγκλήματος, την τιμωρητικότητα και τον ποινικό λαϊκισμό, έρχεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’00. Ακόμα και η Αριστερά στο σύνολό της, δεν υιοθέτησε γενικά εναλλακτικές προτάσεις που θα άλλαζαν την κυρίαρχη ατζέντα ασφάλειας.

Όμως η εγκληματικότητα ποτέ δεν έλαβε τις στερεοτυπικές διαστάσεις που της αποδίδονται στο δημόσιο λόγο. Διαπιστώνονται ωστόσο ποιοτικές μεταβολές, ιδίως μετά 2017, και κυρίως μετά το 2022, σε αναλογίες επί 100.000 κατοίκων (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ), αλλά αυτό χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση καθώς είχαμε και νομοθετικές αλλαγές.

Επίσης, η κρίση και η επίδρασή της στην εγκληματικότητα δεν έχουν μετρηθεί ενδελεχώς και επίσημα. Μια γενική θεώρηση των επίσημων δεδομένων μας δείχνει μεταξύ άλλων ότι τα εύκολα συμπεράσματα και οι «εργολάβοι ηθικής» που αιτούνται συνεχείς αυστηροποιήσεις των επίσημων αντιδράσεων δεν λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη πολυδιάστατης ανάλυσης  της εγκληματικότητας,

 

Η αύξηση της εγκληματικότητας

 

Τι συνέβη όμως με τη δημοκρατία; Τελικά επί δημοκρατίας αυξήθηκε η εγκληματικότητα; Η απάντηση είναι καταφατική: Πέρα από τη στατιστική αποτύπωση των εγκλημάτων η σύγχρονη προοδευτική Εγκληματολογία εξετάζει κριτικά τους αριθμούς, υπερβαίνει τα υπερβατικά αποφθέγματα βιο-γενετικού χαρακτήρα και  δέχεται ότι το πολίτευμα, η οικονομία και οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις καθορίζουν τη στάση των ανθρώπων και, ειδικότερα, καθορίζουν τις ευκαιρίες –και την πληθώρα ευκαιριών– για τη διάπραξη εγκλημάτων και την παραβίαση του νόμου, αλλά  καθορίζουν και τη στάση και αντίδραση των αρμόδιων αρχών.

Αυτό που χαρακτήρισε  την Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία και επηρέασε τις μεταβολές της εγκληματικότητας είναι οι συνεχείς δομικές μεταβολές εντός και εκτός Ελλάδος. Τη φιλελευθεροποίηση του πολιτεύματος και την ανάπτυξη δημοκρατικών θεσμών ακολούθησε η ανάπτυξη μιας ανοικτής δημοκρατίας, που στη συνέχεια πλαισιώθηκε από την αποδέσμευση της οικονομίας από τον έλεγχο του κράτους. Αυτό αποδυνάμωσε την ισχύ του δημόσιου τομέα, προώθησε τον άκρατο ανταγωνισμό όχι μόνο μεταξύ των εταιρειών αλλά και μεταξύ των ανθρώπων: ο «θάνατος σου η ζωή μου» είναι το δόγμα που καλλιεργήθηκε εδώ και είκοσι σχεδόν χρόνια και που οι πολιτικές της μηδενικής ανοχής ενίσχυσαν. Επίσης, η επικράτηση της λογικής «έτσι κάνουν όλοι», καθώς και της αποτίμησης κάθε πολιτικής αποκλειστικά με οικονομικούς όρους, άλλαξε και τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, την ιδέα της αλληλεγγύης, και αποδυνάμωσε τις εργαζόμενες τάξεις. Η εξαιρετικά έντονη διαπροσωπική βία των ημερών μας δεν μπορεί να εξηγηθεί και να αντιμετωπιστεί ούτε με ψυχολογικούς όρους μόνο, ούτε με ευχολόγια και ποινές, αν προηγουμένως δεν έχουμε κατανοήσει τους δομικούς παράγοντες που την προκαλούν. Η δημοκρατία πλαισιώθηκε –υπό την επίδραση γενικότερων αλλαγών– από  την αποπολιτικοποίηση του εγκληματικού ζητήματος και την κομματικοποίησή του, αλλά και την εγκληματοποίηση της ενασχόλησης με την πολιτική – τα πολιτικά κόμματα του δημοκρατικού τόξου, διαπαιδαγωγώντας τα νεαρά μέλη τους στην πολιτική, συγκρατούσαν την εμπλοκή τους με την κοινή παρανομία. Επίσης, η απαξίωση της πολιτικής συναρτήθηκε και με την οικειοποίηση –από πολιτικούς και επιχειρήσεις– πρακτικών του κοινού και του  οργανωμένου εγκλήματος:  «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», αυτό έγινε το πρόταγμα της εποχής μας περίπου επίσημα.

 

Ορατότητα και εγκληματοποίηση

 

Όμως, η δημοκρατία έδωσε τη δυνατότητα να μεταφυτευθούν και στην Ελλάδα εναλλακτικές θεωρήσεις της εγκληματικότητας, αλλά κυρίως έδωσε τη δυνατότητα να αποκαλυφθούν και να εγκληματοποιηθούν πρακτικές που μέχρι και τη Χούντα δεν προσδιορίζονταν ως εγκλήματα. Τα εγκλήματα του κράτους, με πρώτα τα εγκλήματα της δικτατορίας σε βάρος αντιφρονούντων –και κυρίως τα βασανιστήρια–, αποκαλύφθηκαν, τιμωρήθηκαν  και αναλύθηκαν υπό την σκέπη της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Παρά το γεγονός ότι υπήρξε ο άτυπος μεγάλος συμβιβασμός και οι συνοδοιπόροι της δικτατορίας δεν τιμωρήθηκαν, η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα από τις δικτατορίες της εποχής όπου δικάστηκαν οι πρωταίτιοι. Η ελλιπής αποχουντοποίηση στα σώματα ασφαλείας και τη δικαιοσύνη βέβαια είχε συνέπειες – αλλά δεν είναι εδώ ο χώρος ανάδειξης τους. Όμως, η χώρα μας ήταν η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που εγκληματοποίησε τη διάπραξη βασανιστηρίων: αυτά δεν διδάσκονται στις σχολές αστυνομίας βέβαια, όπως δεν διδάσκονται και στα σχολεία μας, και έτσι η υπονόμευση της δημοκρατίας έρχεται σχεδόν «αυθόρμητα», και οι νέες γενιές αγνοούν αυτά που θα τους επιτρέπουν να ζουν ως πολίτες. Επίσης, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι μια μεγάλη διαφορά είναι ότι το κράτος σταμάτησε να μετατρέπει επίσημα τους στρατιωτικούς και τους αστυνομικούς σε βασανιστές.

Η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι εκείνο το πολίτευμα που παρέχει τα εργαλεία και τα μέσα εγκληματοποίησης, καταγραφής και αντιμετώπισης των εγκλημάτων των ισχυρών (από τα εγκλήματα των εταιρειών έως αυτά του οργανωμένου εγκλήματος): διαφορετικά, όπως και πριν από τη δημοκρατία, και επί δικτατορίας και επί μοναρχίας, αυτά περιλαμβάνονταν στις δημόσιες σχέσεις του καθεστώτος. Μόνο σήμερα μπορούμε να αποδείξουμε ότι η εγκληματικότητα έχει διαταξικό χαρακτήρα, ότι και η οικονομική εγκληματικότητα έχει καταστροφικά αποτελέσματα, και η χώρα μας είναι εγκληματολογικό παράδειγμα ως προς αυτό. Μόνο στη δημοκρατία μπορούμε να συζητάμε για δικαιώματα, πέρα από πατριαρχικές αντιλήψεις και εχθροπάθειες μεταξύ των ανθρώπων: Οι αλλεπάλληλες γυναικοκτονίες και κακοποιήσεις ανηλίκων και άλλα φρικτά εγκλήματα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας είναι βαθιά πολιτικά ζητήματα, που δεν αντιμετωπίζονται μόνον με τις ποινές και τα ιδιώνυμα.

 

Μέρος του συστήματος

 

Η εγκληματικότητα λοιπόν στο διάστημα της δημοκρατίας ακολούθησε γενικά την πορεία που είχε το φαινόμενο και σε άλλες ευρωπαϊκές δημοκρατίες με καπιταλιστική οικονομία, και συνολικά καταγράφεται ως λιγότερο βίαιη.

Όλα αυτά προϋποθέτουν ότι λειτουργεί η δημοκρατία στην καθημερινότητα. Δυστυχώς σήμερα, ακόμα και η ένταση της διαπροσωπικής βίας, μέχρι να φθάσει στα άκρα, γίνεται ανεκτή κοινωνικά, ενώ όταν αποκαλυφθεί περιβάλλεται από «ποινικούς πανικούς». Σήμερα επίσης, γίνεται  εμφανέστερο ότι μέρος των σωμάτων ασφαλείας «εκπαιδεύεται» ατύπως στη διάπραξη εγκλημάτων σε βάρος κρατουμένων, μεταναστών, προσφύγων, ευάλωτων ομάδων, ενώ τα κρατικά και τα κρατικο-εταιρικά εγκλήματα έχουν πάρει σοβαρές διαστάσεις – από το Μάτι, τη Novartis και την Πύλο  έως τα Τέμπη και τις υποκλοπές. Όλα αυτά είναι ποιοτικοί δείκτες της εγκληματικότητας αλλά και της δημοκρατίας: Το έγκλημα είναι ένα φαινόμενο βαθιά πολιτικό και κοινωνικό που η πρόχειρη διεκπεραιωτική αντιμετώπισή του –και όχι απαραίτητα η διάπραξή του– κλονίζει και υπονομεύει τα θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Και αυτό είναι η πρόκληση που έχουμε ενώπιον μας σήμερα.

 

Σοφία Βιδάλη Η Σοφία Βιδάλη είναι καθηγήτρια εγκληματολογίας και αντεγκληματικής πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet