Κλεοπάτρα Δίγκα «Πολιτικοί», 1972
Η εξάρτηση από ουσίες της νεοτερικότητας (μορφίνη, ηρωίνη, κοκαΐνη κ.λπ.), μεταπολεμικά και για αρκετές δεκαετίες, σε αντίθεση με το Μεσοπόλεμο και την Κατοχή, δεν απασχολούσε ιδιαίτερα την ελληνική κοινή γνώμη. Για λόγους που δεν είναι της παρούσης, το φαινόμενο της εξάρτησης (όχι της χρήσης) από παράνομες ουσίες βρισκόταν σε πλήρη ύφεση.
Μετά τον πόλεμο η εξάρτηση αφορά κάποιες μικρές ομάδες ανθρώπων, που βρίσκονται στις παρυφές του νόμου και της κοινωνικής ζωής και συναντώνται συνήθως στα κέντρα των πόλεων, στα λιμάνια και στις φυλακές. Περί το 1970 εμφανίζονται στον «χώρο της εξάρτησης» μικρές ομάδες νέων, με πολιτισμικές αφετηρίες και αναφορές στα κινήματα αμφισβήτησης, κυρίως της Ευρώπης. Να σημειωθεί ότι όλα τα ανωτέρω κατά κανόνα αφορούν νέους των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων που ζουν στα αστικά κέντρα της χώρας. Την ίδια εποχή, όπως και κατά το παρελθόν, συναντάται χρήση «παραδοσιακών» ουσιών όπως η κάνναβη και σπανιότερα το όπιο, τόσο στην πόλη όσο και στην περιφέρεια.
Υπό αυτές τις συνθήκες σχετικά με τις εξαρτήσεις βρίσκει την ελληνική κοινωνία η Μεταπολίτευση. Στη δεκαετία που ακολούθησε δεν παρατηρούνται μεγάλες αλλαγές. Υπάρχει βέβαια ευκολότερη πρόσβαση στις ουσίες, καθώς άνοιξαν τα σύνορα με τον «έξω κόσμο» και μικρός αριθμός από τις νεότερες γενιές μυείται στη χρήση. Είναι η εποχή της έντονης πολιτικοποίησης της νεολαίας, που στρέφει το ενδιαφέρον, τις αναζητήσεις και τις ανησυχίες της σε άλλες κατευθύνσεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι και στον χώρο των εξαρτημένων η χρήση είναι «ιδεολογικοποιημένη».
Περί το 1990 η εξάρτηση από ουσίες μεταβάλλεται ποσοτικά και ποιοτικά. Παίρνει νέα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά καθώς εξαπλώνεται στους νέους όλων των στρωμάτων του κοινωνικού σχηματισμού, με κύρια ουσία χρήσης την ηρωίνη. Μπορεί να μιλήσει κανείς πλέον για κοινωνικό φαινόμενο σε πλήρη εξέλιξη. Η κρατούσα αντιμετώπιση και ο αντίστοιχος επιστημονικός λόγος, παρέμεναν στις γνωστές από τις προηγούμενες δεκαετίες προσεγγίσεις, της Ιατρικής, της Βιολογίας, της Νομικής και της Εγκληματολογίας.
Στα μέσα της δεκαετίας 1980-1990 συναντώνται τα πρώτα εγχειρήματα για μια «άλλη» θεώρηση και θεραπευτική αντιμετώπιση της εξάρτησης και του εξαρτημένου, αποστασιοποιημένες από τις κλασικές ψυχιατρικές μεθόδους και πρακτικές. Πηγές άντλησης θεωρίας και κλινικής εμπειρίας ήταν οι χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης και τα κινήματα που είχαν αναπτυχθεί από το 1960 και μετά: θεσμική ψυχοθεραπεία, ομάδες αυτοβοήθειας/αλληλοβοήθειας, δημοκρατική ψυχιατρική κ.λπ.
Οι νέες αντιλήψεις και απόψεις για την εξάρτηση και τη θεραπεία της υποστηρίζουν καταρχάς ότι ο εξαρτημένος μπορεί «να γίνει καλά», ότι δεν είναι «ασθενής» με την κλασική έννοια του όρου και ότι δεν είναι εκ προοιμίου «εγκληματίας». Σε ό,τι αφορά τη θεραπεία, αυτή βασίζεται: στην ισότιμη συμμετοχή του πάσχοντος στη θεραπεία του, στην αλλαγή του ρόλου του θεραπευτή, στον σεβασμό της ατομικότητας, στην ανάπτυξη των συλλογικών διαδικασιών. Δίνεται, κατά συνέπεια, ιδιαίτερο βάρος στο θεραπευτικό πλαίσιο και στη θεραπευτική σχέση.
Το ΕΣΥ και οι θεραπευτικές κοινότητες
Σημαντική συμβολή στα παραπάνω είχαν η δημιουργία του ΕΣΥ το 1982, όπως και η ίδρυση του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) το 1987 ως ΝΠΙΔ που βασιζόταν στη λειτουργία και στις αρχές των Θεραπευτικών Κοινοτήτων. Το ΚΕΘΕΑ στη συνέχεια δημιούργησε δομές σε όλη την Ελλάδα. Τον ίδιο χρόνο στο πλαίσιο του ΕΣΥ, η Κλινική Αλκοολικών και Τοξικομανών του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής «Δαφνί», που λειτουργούσε από το 1961, στο πνεύμα της επιχειρούμενης ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, μετεξελίσσεται. Έτσι προκύπτει η Μονάδα Απεξάρτησης «18 άνω», που υιοθετεί ως βασική μέθοδο θεραπείας την ψυχοθεραπεία και την τέχνη-θεραπεία. Λίγο αργότερα, το 1992, επίσης στο πλαίσιο του ΕΣΥ, λειτουργεί το πρόγραμμα «Ιανός» στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, και το 1998 στον ίδιο φορέα λειτουργεί το πρόγραμμα «Αργώ» με ανάλογες θεωρητικές και κλινικές αρχές. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι παραπάνω θεραπευτικές προτάσεις προήλθαν «από τα κάτω», δηλαδή από πρωτοβουλίες των εργαζόμενων σ’ αυτές.
Οι εξαρτήσεις, διεθνώς, στην ιστορική τους πορεία, αντιμετωπίστηκαν με πολιτικές άμεσης ή έμμεσης καταστολής. Για την εφαρμογή τους μάλιστα πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε η Ιατρική, εφόσον θεωρήθηκε ότι η εξάρτηση ήταν κατά κύριο λόγο δικό της αντικείμενο. Συνέπεια αυτού ήταν η ιατρικοποίηση ενός πολυπαραγοντικού κοινωνικού φαινομένου. Ιστορικά η θεραπευτική αντιμετώπισή του είχε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Έως τον πόλεμο στηριζόταν στη συμπτωματολογία. Μεταπολεμικά υιοθετείται από πολλούς μια ολιστική προσέγγιση. Από το 1990 η θεραπεία ορίζεται με βάση την «οικονομία της υγείας» και τον έλεγχο.
Το 1993 ιδρύεται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (EMCDDA). Το 1995 ιδρύεται το αντίστοιχο ελληνικό Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά (ΕΚΤΕΠΝ) ως ΝΠΙΔ. Τον ίδιο χρόνο ιδρύεται ο Οργανισμός Κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) ως φορέας συντονισμού, που σύντομα εξελίχθηκε σε φορέα χορήγησης υποκατάστασης για τα οπιοειδή, με δομές σε όλη την Ελλάδα. Το 2013 καθιερώνεται ο θεσμός του Εθνικού Συντονιστή καθώς και οι προσπάθειες για τη διαμόρφωση Εθνικού Σχεδίου Δράσης, σε συντονισμό με τους αντίστοιχους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι εμφανές ότι, τα τελευταία τριάντα χρόνια, σταδιακά οι προσεγγίσεις και οι πολιτικές για την εξάρτηση στην Ελλάδα εντάσσονται κι ευθυγραμμίζονται με εκείνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το σύστημα γίνεται ιατροκεντρικό
Στο μεταξύ, κατά την τελευταία εικοσαετία, οι μεγάλες κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές που συντελέστηκαν στη χώρα, σε συνδυασμό με την παρατηρούμενη πολυφαρμακία, τη διάθεση νέων συνθετικών ουσιών και τη μείωση της χρήσης οπιούχων, επέφεραν σημαντικότατες ποιοτικές και ποσοτικές αλλαγές, τόσο στο προφίλ του εξαρτημένου όσο και στα χαρακτηριστικά της εξάρτησης. Όσον αφορά τη χρήση κάνναβης, παρατηρήθηκε εξάπλωσή της σε ευρύτερα στρώματα του γενικού πληθυσμού.
Πρόσφατα, από το υπουργείο Υγείας ανακοινώθηκαν δομικές αλλαγές στην Ψυχική Υγεία. Μεταξύ αυτών και η δημιουργία ενιαίου φορέα για τις εξαρτήσεις (ΕΟΠΑΕ), ο οποίος θα είναι ΝΠΙΔ και σ’ αυτόν θα συγχωνευθούν όλα τα υπάρχοντα προγράμματα απεξάρτησης. Τι μπορεί να προοιωνίζεται αυτή η εξέλιξη; Το νόημά της συμπυκνώνεται σε μια φράση του υφυπουργού Υγείας: «το σύστημα γίνεται ασθενοκεντρικό» (βλ. ιατροκεντρικό). Παράλληλα, έχει ήδη ανακοινωθεί επισήμως ότι στις αρχές του Ιούλη 2024 το EMCDDA μετατρέπεται σε Οργανισμό Ναρκωτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUDA), με νέες κατευθύνσεις και ισχυρότερο ρόλο. Με άλλα λόγια, δημιουργείται ένας ευρωπαϊκός οργανισμός, με αποφασιστικό ρόλο όχι μόνο στις πολιτικές των χωρών μελών, αλλά κατά τα φαινόμενα και στην επιλογή των θεραπευτικών προσεγγίσεων.
Εν κατακλείδι, μια εμπειρία ψυχοθεραπευτικής αντιμετώπισης της εξάρτησης και μια κουλτούρα πολυφωνίας σαράντα ετών επιχειρείται να τεθούν στο περιθώριο. Η σχεδιαζόμενη οικονομικού τύπου, ιατροκεντρική διαχείριση του φαινομένου της εξάρτησης είναι σαφώς προσαρμοσμένη στις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις.
Το ερώτημα είναι αν οι ανάγκες της κοινωνίας πρακτικά θα ακυρώσουν αυτούς τους σχεδιασμούς, όπως συνέβη και στο παρελθόν.