Γιάννης Γαΐτης «Πέντε μ’ έξι»
Ο αθλητισμός στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης γνώρισε μια διαδικασία μετάβασης από μια συνθήκη πατερναλιστικού ελέγχου των αθλητικών θεσμών και πρακτικών που είχε επιβάλει η δικτατορία των συνταγματαρχών σε ένα νέο πλαίσιο εκδημοκρατισμού τους. Οι εκλογικές διαδικασίες επανήλθαν στις μέχρι τότε χειραγωγημένες αθλητικές ομοσπονδίες, χωρίς ωστόσο να αποκόπτονται πλήρως οι δεσμοί με το πατερναλιστικό κομματικό κράτος. Στις πρώτες δεκαετίες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας ιδρύονται οι πρώτοι Σύνδεσμοι Αμειβομένων Αθλητών, επαναλειτουργούν οι Σύνδεσμοι Οπαδών που φέρνουν νέα πρότυπα συλλογικής έκφρασης στις κερκίδες των σταδίων (πανό, σημαίες, τραγούδια, συνθήματα, χορογραφίες κ.ά.) και τα σωματεία της Α΄ Εθνικής ποδοσφαίρου μετατρέπονται σε ανώνυμες εταιρείες (1979) που προσελκύουν το ενδιαφέρον ισχυρών οικονομικών παραγόντων και επενδυτικών κεφαλαίων, μερικές φορές αμφιβόλου προέλευσης (το σκάνδαλο Κοσκωτά είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα).
Στη μακρά περίοδο της Μεταπολίτευσης ο αθλητισμός άλλαξε ριζικά: Οι αθλητικές υποδομές βελτιώθηκαν, οι αθλητικοί θεσμοί φιλελευθεροποιήθηκαν, η ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι αποκαταστάθηκε και οι αγωνιστικές επιδόσεις Ελλήνων αθλητών-τριων σε ατομικά και ομαδικά αθλήματα γνώρισαν σημαντική πρόοδο. Καθώς ο επαγγελματικός αθλητισμός ενσωματώνεται στο πλαίσιο λειτουργίας των ευρωπαϊκών αθλητικών διοργανώσεων, ιδρύονται συνεταιρισμοί αθλητικών εταιρειών και θεσμοποιούνται πρωταθλήματα (π.χ. Μπάσκετ Λιγκ, Σούπερ Λιγκ) με τις χορηγίες μεγάλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στο πεδίο του αθλητισμού. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναπτύσσονται νέες προσοδοφόρες αθλητικές διοργανώσεις σε δημοφιλή αθλήματα, επιτρέπεται η ελεύθερη διακίνηση αθλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ενισχύεται η εισροή επενδυτικών κεφαλαίων σε συλλόγους από χώρες του εξωτερικού αλλάζοντας ριζικά τις συνθήκες των αθλητικών ανταγωνισμών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Δυναμική στον επαγγελματικό αθλητισμό
Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 και εντεύθεν παρατηρείται μια αναπτυξιακή δυναμική στον επαγγελματικό αθλητισμό που είναι συνδεδεμένη με τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε αθλητικές υποδομές, τις εισροές κεφαλαίων από στοιχηματικές εταιρείες και συνδρομητικά κανάλια, την ανάπτυξη της αθλητικής τεχνογνωσίας, της αθλιατρικής, του μάνατζμεντ και του σκαόυτινγκ. Εκπρόσωποι της μεγαλοαστικής τάξης στην Ελλάδα επενδύουν σε δημοφιλή σωματεία αξιοποιώντας τη δημόσια προβολή, τη λαϊκή αποδοχή και το συμβολικό κεφάλαιο αγωνιστικών επιτυχιών ώστε να αποκομίζουν οικονομικό κεφάλαιο σε άλλους τομείς. Δημοφιλή σωματεία με υποδομές, οικονομική δύναμη και ισχυρή αθλητική παράδοση σε ορισμένα σπορ κατορθώνουν να πρωταγωνιστούν όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο με περιοδικές κατακτήσεις ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό στο μπάσκετ (και παλαιότερα τους Άρη και ΠΑΟΚ) και τον Ολυμπιακό στο πόλο ανδρών και γυναικών.
Σε ατομικά αθλήματα, οι συμμετοχές και τα αγωνιστικά επιτεύγματα ελλήνων αθλητών και αθλητριών σε ευρωπαϊκά και παγκόσμια πρωταθλήματα, καθώς επίσης και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, παρουσίασαν αξιοσημείωτη αυξητική τάση, ιδιαίτερα σε κλασσικά ολυμπιακά αθλήματα που έχουν συνδεθεί με τις αθλητικές παραδόσεις της χώρας (στίβος, πάλη, άρση βαρών, γυμναστική, σκοποβολή, ιστιοπλοΐα). Δείγμα αυτής της προόδου είναι η κατάκτηση 21 χρυσών μεταλλίων σε Ολυμπιακούς Αγώνες στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, έναντι μόλις 13 μεταλλίων σε όλες τις προηγούμενες Ολυμπιάδες (εκ των οποίων τα 10 στις ειδικές συνθήκες της πρώτης Ολυμπιάδας του 1896 στην Αθήνα).
Σκεπτικισμός και πολιτικοποίηση μερίδας των οπαδών
Το 2004 ήταν χρονιά σταθμός σε αυτήν την πορεία. Η χώρα φιλοξένησε με επιτυχία τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, σε κυρίως νέες αθλητικές εγκαταστάσεις που δημιουργήθηκαν σε αστικά κέντρα της χώρας, και η Εθνική Ομάδα ποδοσφαίρου κατάκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στην Πορτογαλία, ενώ είχε προηγηθεί η κατάκτηση του Γιουρομπάσκετ από την Εθνική Ελλάδος στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας το 1987. Οι επιτυχίες αυτές συνοδεύτηκαν από ένα κλίμα ευφορίας για το ελληνικό «αθλητικό θαύμα». Ωστόσο, η δημιουργία των νέων αθλητικών υποδομών δεν εντάχθηκε σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό συντήρησης και αξιοποίησης των εγκαταστάσεων και περαιτέρω ενίσχυσης των αθλητικών υποδομών σε ευρύτερες γεωγραφικές επικράτειες με όρους χωρικής δικαιοσύνης. Παρομοίως, η πρόσκαιρη επιτυχία του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος δεν συνοδεύτηκε από πολιτικές ουσιαστικής αναβάθμισης του επιπέδου και των υποδομών του ποδοσφαίρου. Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης το κλίμα αθλητικής ευφορίας και εθνικού ναρκισσισμού διαδέχτηκε ο σκεπτικισμός. Για πρώτη φορά πυρήνες οργανωμένων οπαδών συμμετείχαν στους κύκλους διαμαρτυρίας ενάντια στα μέτρα λιτότητας θέτοντας κοινωνικά αιτήματα που ξεπερνούσαν τον οπαδικό χώρο. Αυτή η διαδικασία πολιτικοποίησης μερίδας του οπαδικού χώρου κυοφόρησε στη συνέχεια το κίνημα των αυτοοργανωμένων αθλητικών ομάδων και τις μαζικές διαμαρτυρίες με πανό για την τραγωδία των Τεμπών.
Παρά την αναμφίβολη πρόοδο, το μοντέλο του ελληνικού αθλητισμού αναπαρήγαγε και ενίσχυσε σχέσεις εξουσίας και στρεβλώσεις του αναπτυξιακού μοντέλου της ελληνικής κοινωνίας, εμφανείς στον έλεγχο ισχυρών ΜΜΕ από ισχυρούς παράγοντες του αθλητισμού, στις εκλεκτικές σχέσεις των τελευταίων με το πολιτικό σύστημα και στη διαρκή διαπάλη οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων για την ηγεμονία στους αθλητικούς θεσμούς.
Στο γυναικείο αθλητισμό τα κρούσματα κακοποιητικών συμπεριφορών σε βάρος αθλητριών μας υπενθυμίζουν τις έμφυλες διακρίσεις και την ισχύ των πατριαρχικών δομών. Όψεις της κοινωνικής βίας που συνδέεται με ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα και ματαιωμένες προσδοκίες των νέων που βρίσκουν διέξοδο στη μισαλλοδοξία οπαδικών αντιπαραθέσεων, φαινόμενο που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί αποτελεσματικά η ελληνική πολιτεία με τις διάφορες κυβερνήσεις να περιορίζονται σε ατελέσφορα μέτρα κατασταλτικού χαρακτήρα. Χρόνιες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας (π.χ. πελατειακές σχέσεις, ευνοιοκρατία, διαφθορά) αναπαράγονται, εντείνονται και εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους στους μικρόκοσμους του αθλητισμού (π.χ. χειραγωγημένα παιχνίδια, σκάνδαλα ντόπινγκ, εκβιασμοί διαιτητών).
Όρια και αμφισημίες
Ο εμπορευματοποιημένος επαγγελματικός αθλητισμός λειτουργεί ως μηχανισμός που διδάσκει τις αξίες του ανταγωνισμού και την καταναλωτική κουλτούρα, αποικίζει την αθλητική εμπειρία και συμβάλλει στην αναδιανομή μέρους του παραγόμενου πλούτου μέσω της φοροδιαφυγής και της διακίνησης «μαύρου» κεφαλαίου υπό την κρατική ανοχή, καθώς και της διοχέτευσης πόρων του δημόσιου τομέα σε έργα βιτρίνας και αθλητικές χορηγίες, συχνά με αδιαφανή κριτήρια. Την ίδια ώρα ο ερασιτεχνικός αθλητισμός παραμένει υποβαθμισμένος και οι αθλητικές υποδομές σε αρκετές γεωγραφικές περιοχές, ιδίως στον αγροτικό χώρο, είναι υποτυπώδεις.
Η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού και η ενσωμάτωσή του στις ροές της κοινωνίας του θεάματος και του κεφαλαίου κυοφόρησε νέα ζητήματα. Από την οπτική των κοινωνικών κινημάτων διαμορφώθηκαν συλλογικές κινητοποιήσεις και ένας λόγος που προβληματοποιεί τον αθλητισμό των υψηλών επιδόσεων και τις σχέσεις κυριαρχίας που τον χαρακτηρίζουν. Το κίνημα των αυτοοργανωμένων ομάδων ενάντια στο (εμπορευματοποιημένο) μοντέρνο ποδόσφαιρο, το κίνημα #MeToo στον ελληνικό αθλητισμό ενάντια στην έμφυλη βία, τον σεξισμό και την ομοφοβία, και η ανάπτυξη οικολογικών ευαισθησιών μέσα από τις αθλητικές πρακτικές (δρομικό κίνημα κ.ά.) είναι μερικά παραδείγματα των νέων μορφών διεκδικήσεων που αναδύονται στις ιεραρχημένες και έμφυλες κοινωνίες του αθλητισμού στην περίοδο της Μεταπολίτευσης και μας θυμίζουν τα όρια και τις αμφισημίες του αναπτυξιακού μοντέλου του ελληνικού αθλητισμού.