Τάσσος (Αλεβίζος Αναστάσιος) «Άντζελα Ντέιβις», 1972
Τρεις μήνες από την πτώση της Χούντας, και έναν χρόνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η πρώτη μεγάλη απεργία της Μεταπολίτευσης ξέσπασε στο εργοστάσιο της National Can στην Ελευσίνα. Η εμβληματική για την πρώιμη Μεταπολίτευση απεργία καταγράφηκε εκ των έσω στην «ταινία των έξι» «Ο Αγώνας», η οποία και αποτελεί ένα μοναδικό τεκμήριο της γέννησης του κινήματος του εργοστασιακού συνδικαλισμού και αποτύπωση του διάχυτου ρεύματος διεκδίκησης, μαχητικότητας και κοινωνικής διαθεσιμότητας που ξεχείλιζε έπειτα από (πολύ περισσότερα από) εφτά χρόνια πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης.
Στον Αγώνα, που ανασύρθηκε και γνώρισε μια νέα περίοδο «κινηματικών προβολών» από τα τέλη της δεκαετίας του ’00, θα δούμε –μάλλον με έκπληξη– την πρώτη καταγραφή ενός κοινού αγώνα Ελλήνων και μεταναστών εργαζομένων, με κεντρικό το σύνθημα το «Έλληνες-Πακιστανοί-Όλοι μαζί!» και με δεκάδες πολύγλωσσα πλακάτ στα ουρντού, τα αγγλικά και τα ελληνικά. Στη συνέχεια της αφήγησης θα ακούσουμε ότι η απεργία έσπασε κάτω από την πίεση της εργοδοσίας και την άρνηση στήριξης του Εργατικού Κέντρου Ελευσίνας και ότι τις αμέσως επόμενες ημέρες απολύθηκαν πέντε Έλληνες και όλοι οι συνολικά εκατό Πακιστανοί εργάτες.
Η επιλεκτική καταστολή των μεταναστών εργαζομένων της National Can –από τις λίγες χιλιάδες που ήρθαν στη βάση της διακρατικής συμφωνίας με το Πακιστάν το 1970-1972– προεικονίζει το μέλλον της μετανάστευσης στην Ελλάδα, μια πραγματικότητα που δεν θα ολοκληρωθεί παρά δύο δεκαετίες αργότερα και συνοψίζεται στη φιγούρα του μετανάστη και της μετανάστριας ως πλεονασματικών ανθρώπων, υπερ-εκμεταλλεύσιμων, ανά πάσα στιγμή παρανομοποιημένων και απελάσιμων.
Δομικός ρατσισμός και αντιστάσεις
Ακόμη και στα ανοίγματα εκδημοκρατισμού οι μετανάστες/ριες παραμένουν υπό την πλήρη εξουσία του «κράτους υποδοχής». Κατά τη διάβαση των συνόρων, η μετανάστευση ως κινητικότητα της εργασίας απεκδύεται από τα θεμελιώδη δικαιώματα και σε όσους/ες εισέρχονται στην επικράτεια αποδίδονται επιλεκτικά, κατακερματισμένα ή καθόλου δικαιώματα. Η εξαίρεση αυτή δικαιωμάτων των μεταναστών/ριών διαμορφώνει το υπόβαθρο της εργασιακής τους υπερ-εκμετάλλευσης και της ευαλωτότητάς τους απέναντι στην κρατική και εργοδοτική αυθαιρεσία, αλλά και ενθαρρύνει τον διάχυτο ρατσισμό που φυλετικοποιεί, υποβαθμίζει και ενοχοποιεί τους μετανάστες και τις μετανάστριες για την ανεργία, την εγκληματικότητα κοκ. Οι δύο αυτές αλληλοτροφοδοτούμενες μορφές θεσμικού και κοινωνικού ρατσισμού συγκροτούν έναν μηχανισμό πειθάρχησης, που αφαιρεί από τις μετανάστριες και τους μετανάστες τα μέσα διαπραγμάτευσης των όρων ζωής και εργασίας τους, ενώ ταυτόχρονα τους/τις διαχωρίζει και τοποθετεί απέναντι και κάτω από τους ντόπιους/ες.
Οι συνθήκες ανισότητας και κατακερματισμένων δικαιωμάτων υπονομεύουν την ανάδειξη του κοινού τους ταξικού συμφέροντος. Η συνάντηση ντόπιων και μεταναστών/ριών πραγματοποιείται πάνω στο έδαφος του προϋπάρχοντος διαχωρισμού που έχει μετατρέψει ακόμη και τα περιορισμένα και απειλούμενα δικαιώματα των ντόπιων σε «προνόμια», αλλά και μέσα στο πλέγμα πολλαπλών διακρίσεων στη βάση του εθνικισμού και της υπεροχής, και διάφορων φυσικοποιημένων πολιτισμικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών, όπως το χρώμα του δέρματος, το φύλο, η σεξουαλική ταυτότητα, η αναπηρία, η εθνική και η εθνοτική καταγωγή κ.λπ.
Οι μορφές αυτές διακρίσεων και καταπίεσης, παρότι προϋπάρχουν του καπιταλισμού, δεν αποτελούν απλές επιβιώσεις που, σύμφωνα με τον φιλελεύθερο μύθο, θα ξεπεραστούν χάρη σε κάποια ενδογενή «τάση προς την πρόοδο». Η αστική κοινωνία της τυπικής ισότητας, των καθολικών δικαιωμάτων και της ατομικής ιδιοκτησίας οφείλει την αναπαραγωγή της σε έναν μηχανισμό εκμετάλλευσης της εργασίας που ενεργοποιεί τις ίδιες αυτές ανισότητες και διακρίσεις μέσα σε έναν διεθνή καταμερισμό εργασίας που είναι πατριαρχικός, νεοαποικιακός και ρατσιστικός.
Ο ρατσισμός, όπως αντίστοιχα η πατριαρχία, παραλαμβάνεται και μετασχηματίζεται εντός των καπιταλιστικών σχέσεων και του καπιταλιστικού κράτους. Απέναντι τους δημιουργούνται κοινωνικές αντιστάσεις και κινήματα χειραφέτησης, που διεκδικούν αναγνώριση δικαιωμάτων και πολιτική συμμετοχή. Από τη σκοπιά των αντιστάσεων αυτών οι διαδικασίες διαμόρφωσης ταυτότητας και συνείδησης της καταπίεσης, η συγκρότηση του λόγου, των πρακτικών και των στρατηγικών διεκδίκησης, η επιδίωξη κοινωνικών συμμαχιών .κλπ., πραγματοποιούνται συχνά παράλληλα ή και σε αντιπαράθεση με το –σε βαθιά κρίση– επίσημο εργατικό κίνημα και την –επίσης ηττημένη– Αριστερά. Η συνάντηση της πάλης για την ταξική χειραφέτηση με την πάλη για τα δικαιώματα και ελευθερίες συνιστά η ίδια επίδικο του αγώνα. Εξαρτάται από την πράξη, από την ανάπτυξη κοινωνικών και ταξικών αγώνων και τη ριζοσπαστικοποίηση και διαθεματική αντίληψη τόσο στο εσωτερικό της Αριστεράς όσο και στο εσωτερικό των κοινωνικών κινημάτων.
Επιλεκτική καταστολή και ανάγκη ενός νέου κύκλου αγώνα
Αιτήματα για την αναγνώριση ίσων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων μέσω της νομιμοποίησης της παραμονής άρχισαν να τίθενται με τη μαζική αλβανική και βαλκανική μετανάστευση από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Αντίστοιχα ζητήματα όπως η εξασφάλιση του δικαιώματος στο άσυλο τέθηκαν τα επόμενα χρόνια με την αύξηση της ασιατικής και αφρικανικής μετανάστευσης και, μετά το 2000, με την εντονότερη εμφάνιση της τράνζιτ μετανάστευσης προς τις χώρες της Ευρώπης, αντιρατσιστικά κινήματα επικέντρωσαν στην καταγγελία των κέντρων κράτησης και των ενδοευρωπαϊκών απελάσεων στις χώρες εισόδου, βάσει του κανονισμού του Δουβλίνου. Ο εξευρωπαϊσμός της συνοριακής και μεταναστευτικής πολιτικής έθεσε εκ νέου το ζήτημα της μετανάστευσης στις διεθνικές του τώρα διαστάσεις, μαζί με τις πολιτικές «εξωτερικοποίησης του ασύλου» σε λεγόμενες τρίτες ασφαλείς χώρες. Την ίδια δεκαετία η λεγόμενη «δεύτερη γενιά» μεταναστών/ριών διεκδίκησε αναγνώριση και την πολιτογράφησή της, ενώ φεμινιστικές πρωτοβουλίες ανέδειξαν το ζήτημα της «αφανούς» γυναικείας μετανάστευσης και εργασίας.
Η άρση της εξαίρεσης των δικαιωμάτων των μεταναστών/ριών τέθηκε και συνεχίζεται να τίθεται μέσα σε διαφορετικά πλαίσια, σήμερα ωστόσο λαμβάνει έναν επιτακτικό χαρακτήρα. Οι πολιτικές συνόρων, ασύλου και ελέγχου της μετανάστευσης μετά το 2015 έχουν στρατιωτικοποιήσει τα σύνορα και έχουν δημιουργήσει ζώνες εκτός νόμου στις συνοριακές περιοχές, έχοντας αυξήσει δραματικά τη βία και τις κρατικές δολοφονίες στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα. Με την όξυνση της πολύμορφης κοινωνικής, οικολογικής, πολιτικής και πολιτισμικής κρίσης –ενώ αυξάνονται δραματικά οι αιτίες της εξαναγκαστικής και καταναγκαστικής μετανάστευσης– φαίνεται να κερδίζει η στρατηγική πολιτικοποίησης της μετανάστευσης από την Ακροδεξιά. Όχι μόνο η ΕΕ έχει μετακινηθεί σε μια όλο και πιο αυταρχική εκδοχή διαχείρισης της μετανάστευσης, υιοθετώντας τον λόγο της Ακροδεξιάς περί «μεταναστευτικής εισβολής», «υβριδικής απειλής» και «απειλής της κρατικής κυριαρχίας», αλλά και τμήματα της Αριστεράς έχουν υποχωρήσει από την υπεράσπιση των μεταναστών/ριών, άλλοτε αποσυρόμενες, άλλοτε αποδεχόμενες τη ρεάλπολιτικ της αυταρχικής ευρωπαϊκής διαχείρισης ροών, και άλλοτε υποτασσόμενες στον αντιμεταναστευτισμό προς όφελος μιας υποτιθέμενης «εθνικής εργατικής τάξης».
Ωστόσο, σήμερα, χωρίς την τροφοδότηση των αγώνων, η αντιρατσιστική πολιτική περιορίζεται σε μια αμυντική ιδεολογική μάχη, σε απόσταση και αποξένωση από τα υποκείμενα του αγώνα. Οι απεργοί του Οκτωβρίου του 1974 φαίνεται να είχαν συνειδητοποιήσει ότι η κοινωνική τους χειραφέτηση θα εξαρτηθεί από τους αγώνες τους και τη μετατόπιση των συσχετισμών δύναμης και δεν θα τους παραχωρηθεί από τα πάνω. Ακόμη κι εκείνη τη στιγμή του θεσμικού εκδημοκρατισμού διεκδίκησαν και υλοποίησαν τη δημοκρατία από τα κάτω. Και σήμερα, στον χώρο που δημιουργούν οι κοινοί αγώνες ντόπιων και μεταναστών/ριών, μπορούν εκείνες/οι/α που τους αφαιρούνται τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα να τα ασκήσουν στην πράξη, και θα είναι προς το κοινό μας συμφέρον να ενταχθεί η μεταναστευτική εμπειρία και φωνή στην κοινή αναζήτηση μιας αξιοβίωτης ζωής απέναντι στις συνθήκες διακινδύνευσης που διαμορφώνει η πολύπλευρη κρίση του καπιταλισμού.