Αλέξης Ακριθάκης, «La Grece originale», 1967
Η δημογραφική εικόνα της χώρας μας σήμερα διαφέρει σημαντικά από αυτή της δεκαετίας του ’70. Συνοψίζοντας τις βασικές εξελίξεις της τελευταίας πεντηκονταετίας θα αναφέρουμε: 1) την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειας, καθώς ένας στους δύο κατοίκους της χώρας μας διαμένει πλέον στο 2% της συνολικής επιφάνειας και σε 75 από τις 6.138 Δημοτικές-Τοπικές Κοινότητές της (άμεση επίπτωση του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης που οδήγησε στην εγκατάλειψη ενός μεγάλου τμήματος της υπαίθρου και στη συγκέντρωση στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως στις μητροπολιτικές περιοχές Αθηνών και Θεσσαλονίκης), 2) τη συνεχή αύξηση των προσδόκιμων ζωής (+9 χρόνια στη γέννηση και +5 χρόνια στα 65 έτη την τελευταία πεντηκονταετία) αλλά και την επιβράδυνση των κερδών τις τελευταίες δεκαετίες (μια επιβράδυνση που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στα διαρκώς αυξανόμενα προβλήματα του δημόσιου συστήματος υγείας), 3) τη μείωση του αριθμού των παιδιών που αποκτούν οι διαδοχικές γενεές (οι γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω στο 1985 θα κάνουν λιγότερα 1,5 παιδιά, ενώ οι μητέρες τους που γεννήθηκαν το 1960 έκαναν 2,0) και τη συνακόλουθη πτώση των γεννήσεων, καθώς, σε αντίθεση με άλλες χώρες, δεν συγκροτήθηκε στη χώρα μας ένα ευνοϊκό για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών περιβάλλον, 4) τον υπερδιπλασιασμό σχεδόν του ειδικού βάρους των πολιτών 65 ετών και άνω (από το 12% το 1975 στο 23% του πληθυσμού σήμερα) που οφείλεται στην αύξηση των προσδόκιμων ζωής και στη μείωση των γεννήσεων, 5) τη μετατροπή των μεταναστευτικών μας ισοζυγίων από θετικά μέχρι τα τέλη του 2000 (παλινόστηση τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 τμήματος των Ελλήνων που εγκατέλειψαν τη χώρα μας τις προηγούμενες δεκαετίες και, μετά το 1990, εγκατάσταση στη χώρα μας οικονομικών μεταναστών από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες) σε αρνητικά, μετά το 2010, εξαιτίας της φυγής στο εξωτερικό των νέων μας και, τέλος, 6) τις σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση και δομή των νοικοκυριών/οικογενειών (αύξηση των μονογονεϊκών νοικοκυριών, μείωση του ειδικού βάρους των εδραζόμενων στο γάμο πυρηνικών οικογενειών, αύξηση των μονομελών νοικοκυριών).
Ισχνή δημογραφική παιδεία
Το νέο δημογραφικό τοπίο μας προβληματίζει τα πολιτικά κόμματα, ενώ οι κοινωνικοί, επαγγελματικοί και επιστημονικοί φορείς, καθώς και η κοινή γνώμη, δείχνουν ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις δημογραφικές μας εξελίξεις και τις επιπτώσεις τους. Αρχίζουμε έτσι, έστω και καθυστερημένα, να συνειδητοποιούμε ότι η δημογραφία αποτελεί έναν παράγοντα που δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να υποτιμούμε. Η ισχνή όμως δημογραφική μας παιδεία αποτελεί εμπόδιο για την κατανόηση των φαινομένων και την αντιμετώπιση των προκλήσεων που τίθενται από το «δημογραφικό». Ταυτόχρονα, ο ιδεολογικός λόγος προτάσσεται συχνά του επιστημονικού, επηρεάζοντας αναπόφευκτα και το δημόσιο διάλογο, έναν διάλογο που επικεντρώνεται κυρίως στην «υπογεννητικότητα» και τη γήρανση, ενώ πολύ λιγότερο μας προβληματίζουν η επιβράδυνση των προσδόκιμων ζωής, η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στον χώρο, η μετανάστευση των νέων μας ή ακόμη οι εντονότατες διαφοροποιήσεις σε περιφερειακό επίπεδο όλων των δημογραφικών δεικτών. Δεν φαίνεται δε να έχει γίνει ακόμη πλήρως κατανοητό από όσους διατυπώνουν προτάσεις ή από τους επιφορτισμένους με τη λήψη αποφάσεων ότι ο πληθυσμός διέπεται από αδράνεια, ενώ οι κύριες δημογραφικές συνιστώσες (γονιμότητα, θνησιμότητά, μετανάστευση) συνδέονται με αμφίδρομες σχέσεις, επηρεάζονται από πλήθος εξωγενών της δημογραφίας μεταβλητών και, ταυτόχρονα, επηρεάζουν και τις μεταβλητές αυτές.
Οι προκλήσεις στον ορίζοντα του 2050
Οι προκλήσεις του «δημογραφικού», δεδομένου ότι τις αμέσως επόμενες δεκαετίες οι θάνατοι θα συνεχίσουν να υπερτερούν των γεννήσεων και ότι, αν το μεταναστευτικό ισοζύγιο είναι μηδενικό, ο συνολικός πληθυσμός θα είναι μειωμένος το 2050 κατά 1,15-1,5 εκατομμύρια (μια μείωση που θα οφείλεται στους μικρότερους των 65 ετών, καθώς οι 65 και άνω θα αυξηθούν κατά 650 χιλιάδες περίπου), είναι ήδη παρούσες. Η αντιμετώπισή τους προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση από όλους μας –ιδιαίτερα όμως από τους επιφορτισμένους με τη λήψη αποφάσεων– ότι τα συστήματα δημογραφία, οικονομία, κοινωνία και περιβάλλον διέπονται από αμφίδρομες σχέσεις και ότι τα όποια μέτρα ληφθούν στο πλαίσιο μιας δημογραφικής πολιτικής θα πρέπει να λάβουν υπόψη όχι μόνο το σύνολο των συνιστωσών που διαμορφώνουν τις δημογραφικές εξελίξεις αλλά και τις άμεσες και απώτερες επιπτώσεις τους. Οι εξελίξεις αυτές επιτάσσουν ειδικότερα, εκτός των άλλων, και σημαντικές αλλαγές σε πλήθος τομέων, καθώς οι 20-64 ετών θα μειωθούν σημαντικά (από 6,1 σήμερα στα 4,5-4,4 εκατομμύρια το 2050). Δεν είναι έτσι δυνατόν, όταν αναμένεται μια μείωσή τους κατά 25% να συνεχίσουμε να έχουμε από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής των 20-64 ετών στο εργατικό δυναμικό και, ταυτόχρονα, από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ, με αποτέλεσμα οι απασχολούμενοι να αποτελούν λιγότερο από το 67% της ηλικιακής αυτής ομάδας, ενώ σε κάποιες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά το αντίστοιχο ποσοστό υπερβαίνει ήδη το 80%. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να έχουμε μια οικονομία μονομερώς προσανατολισμένη, που χαρακτηρίζεται –εκτός των άλλων– και από περιορισμένες παραγωγικές επενδύσεις και χαμηλή παραγωγικότητα, αργή ενσωμάτωση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών, καθώς και χαμηλές επιδόσεις σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Δεν είναι ακόμη δυνατόν να συνεχίζουμε να προσεγγίζουμε το θέμα της γήρανσης θεωρώντας την ηλικία μια «φυσική» κατηγορία, ξεχνώντας ότι τα κριτήρια ταξινόμησης του κοινωνικού κόσμου, ακόμα και αυτά που θεωρούνται τα πλέον «φυσικά», παραπέμπουν πάντοτε σε ένα κοινωνικό υπόβαθρο, περιχαρακώνοντας τους ηλικιωμένους σε εξειδικευμένα δίκτυα κατανάλωσης, αντιμετωπίζοντάς τους σαν μια ομάδα που «επωφελείται» μονομερώς της μεταφοράς κοινωνικών πόρων, και επιμένοντας ότι δραστηριότητες όπως η φροντίδα/θεραπεία είναι μη «παραγωγικές».
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή παρέμβαση, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι η μεταβλητή «πληθυσμός» αποτελεί μία από τις παραμέτρους που επηρεάζουν την επίτευξη των συλλογικών μας στόχων, και ότι οι όποιες παρεμβάσεις στο πλαίσιο μιας δημογραφικής πολιτικής προσδιορίζονται από τους γενικότερους αυτούς στόχους. Η πολιτική αυτή οφείλει επομένως να είναι αναπόσπαστο τμήμα μιας γενικότερης πολιτικής, οι στόχοι της θα πρέπει να προσδιορίζονται με βάση τους γενικότερους στόχους, και τα όποια μέτρα ληφθούν θα πρέπει να είναι συμβατά και με αυτούς. Τέλος, το ερώτημα που βάσιμα δύναται να τεθεί με αφορμή και τις προκλήσεις του «δημογραφικού» είναι αν οι ρήξεις που επιβάλλονται δύνανται να πραγματοποιηθούν χωρίς αλλαγές, εκτός των άλλων, και στους τρόπους παραγωγής και διανομής του συλλογικού μας πλούτου...