Alberto Solsona, «El arte de la Guerra», 1973
Ο 20ός αιώνας υπήρξε, συνολικά, καθοριστικός για την εξέλιξη των αντιλήψεων για την παιδική ηλικία, αλλά και για τις μετατοπίσεις της θέσης του παιδιού στην ελληνική κοινωνία. Η ιστορική έρευνα μπορεί να σταθεί στην καταστροφική περίοδο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και του Εμφυλίου, περίοδο που οδήγησε στα πρώτα ιδρύματα παιδιών και εφήβων, υπό το αναμορφωτικό πρόγραμμα της Φρειδερίκης. Τα χιλιάδες ορφανά του πολέμου, αλλά και οι διώξεις των κομμουνιστών γονέων, οδήγησαν στη δημιουργία των πρώτων ιδρυμάτων για παιδιά και συγκεκριμένα στις Παιδουπόλεις και στις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές[1], βάζοντας έτσι τα θεμέλια για ένα σύστημα παιδικής προστασίας απομακρυσμένο από τη βούληση του ίδιου του παιδιού και της οικογένειάς του.
Οι συνέπειες των πολέμων και το φαινόμενο της παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης οδηγεί στην αναζήτηση θεσμικών λύσεων για την προστασία της παιδικής ηλικίας. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού (1959) περιγράφει τα παιδιά ως ειδική ομάδα που χρήζει προστασίας, διαχωρίζοντας τις ανάγκες και τα δικαιώματά τους από τις ανάγκες και τα δικαιώματα των ενηλίκων. Οι θεσμικές αλλαγές πυροδοτούν, από το 1960, πληθώρα επιστημονικών εργασιών για την ανηλικότητα, στο βαθμό που ο Φιλίπ Αριές κάνει λόγο για την «ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας» (1970). Η πορεία αυτή, στην Ελλάδα, ανακόπτεται την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974), όπου καταπατώνται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ τα παιδιά, ως ομάδα που χρήζει ειδικής προστασίας, τοποθετούνται στο περιθώριο.
Θεσμικά ορόσημα στην ελληνική κοινωνία
Kατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης επανέρχεται η συζήτηση για την αξία της παιδικής ηλικίας, με την ανάπτυξη ψυχολογικών, ψυχαναλυτικών, παιδαγωγικών και κοινωνιολογικών θεωριών. Η θεωρία του Αριές λειτουργεί ως αφετηρία για πολλούς ερευνητές, με αποτέλεσμα τη μετατόπιση του παιδιού από προστατευμένο μέλος «που χρήζει προστασίας» στο «παιδί-φορέα δικαιωμάτων».
Η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού του ΟΗΕ (1989), στο άρθρο 1 περιορίζει τον ορισμό του παιδιού σε κάθε ανθρώπινο ον κάτω των δεκαοκτώ ετών, εγκαθιδρύοντας ωστόσο την πεποίθηση πως το παιδί ως ανήλικος άνθρωπος είναι φορέας δικαιωμάτων – πεποίθηση που επιτρέπει τη μετατόπιση της αντίληψης για τη θέση του παιδιού από παθητικό δέκτη σε ενεργό άτομο, σε δρων κοινωνικό υποκείμενο που κατανοεί δυναμικά τον κόσμο, επηρεάζεται από και επηρεάζει τις αλλαγές στην κοινωνία.
Η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού αποτελεί ένα ενιαίο διεθνές κείμενο, το οποίο ενοποιεί προηγούμενες διακηρύξεις, ενσωματώνοντας όλες τις σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις, δίνοντας μια οικουμενική διάσταση της παιδικής ηλικίας[1]. Στα άρθρα της κατοχυρώνονται ατομικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα του παιδιού, δικαιώματα τα οποία, μέχρι πριν τη Σύμβαση, κατείχαν οι ενήλικες. Επίσης, δικαιώματα όπως η ελευθερία έκφρασης (άρθρο 13) ή η ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 15) αναγνωρίζουν και προωθούν την αυτονομία αλλά και την κοινωνική δράση του παιδιού με αποτέλεσμα την τοποθέτηση του στο προσκήνιο, από τη σκιά και το σκοτάδι στο φως της ύπαρξης.
Στην Ελλάδα, η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού υιοθετείται τρία χρόνια αργότερα, το 1992. Με την υπογραφή της Σύμβασης, δημιουργούνται ανεξάρτητα όργανα για την παρατήρηση της πορείας των δικαιωμάτων του παιδιού στην ελληνική κοινωνία, αλλά και για την υποστήριξη και ενδυνάμωση των ανηλίκων, διαμορφώνοντας πρακτικές που θέτουν στο επίκεντρο το παιδί.
Το 1998 ιδρύεται η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ως ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας με ιδιαίτερη συμβολή στην έκθεση που υποβάλλει η αρμόδια Εθνική Αρχή για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Το 2003 δημιουργείται ο Συνήγορος του Παιδιού (ανεξάρτητη αρχή), τμήμα του Συνήγορου του Πολίτη, με σκοπό να παρακολουθεί την εφαρμογή νόμων για τα παιδιά, να ερευνά τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους, συνομιλώντας με τα παιδιά και λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις και τις δυσκολίες τους. Το 2021 υιοθετείται το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το οποίο «αποτελεί την στρατηγική για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού και περιλαμβάνει δράσεις που πραγματοποιούνται από φορείς που συγκροτούν τον Εθνικό Μηχανισμό».
Θεσμικοί και πολιτισμικοί περιορισμοί
Παρά την πρόοδο της επιστημονικής έρευνας, τις θεσμικές και πρακτικές αλλαγές για την ενημέρωση και την προάσπιση των δικαιωμάτων των παιδιών στους τομείς της παιδικής προστασίας, της εκπαίδευσης, της δικαιοσύνης και της πρόνοιας, πλήθος παιδιών είναι αντιμέτωπα με τη φτώχεια, την αποστέρηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η πρόοδος στη μετατόπιση της θέσης του παιδιού από τον κίνδυνο στην προστασία, και από εκεί στην ενημερότητα και την αυτοεκπροσώπησή του, δεν αφορά τις μειονοτικές ομάδες παιδιών, αν αναλογιστούμε τι συμβαίνει με το «παιδί- παραβάτη», με το «παιδί-πρόσφυγα», με το «παιδί-Ρομά». Η δημόσια συζήτηση και η θεσμική ετοιμότητα παλινδρομεί, διαμορφώνοντας παράλληλες πραγματικότητες προνομίων και «πολλαπλές παιδικές ηλικίες».
Η κοινωνική θέση των παιδιών των αποκλεισμένων συνδέεται με το στίγμα και με στερεότυπα, οδηγώντας τα παιδιά σε πλαίσια υποστήριξης «περιστρεφόμενης πόρτας», σε δομές και υπηρεσίες στις οποίες «μπαινοβγαίνουν», λαμβάνοντας κυρίως την ταυτότητα του περιθωριοποιημένου. Οι κοινωνικοπολιτισμικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το 2011 και το 2015, δείχνουν πως στο κέντρο της Αθήνας μεγάλο ποσοστό των παιδιών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και υποστηρίζονται από επιδόματα. Τα δεδομένα για τη σχολική συμμετοχή για την περίοδο που ακολούθησε την πανδημία, και συγκεκριμένα το όριο της ηλικίας της σχολικής διαρροής, υπογραμμίζουν μια κοινωνική και πολιτισμική διαφοροποίηση της πραγματικότητας της παιδικής ηλικίας.
Tα παιδιά μειονοτικών ομάδων
Ακολουθούνται οι ίδιες διαδικασίες για την υποστήριξη των παιδιών των μειονοτικών και της κυρίαρχης ομάδας; Πόσες φορές τους δόθηκε η δυνατότητα να ερωτηθούν και να εκφράσουν την άποψή τους για μια απόφαση που αφορά άμεσα τη ζωή τους; Τους επιτρέπεται να συμβάλλουν ως ενεργοί διαμορφωτές της ζωής τους, όπως ορίζει από τη βάση της η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού;
Η θέση του παιδιού στην ελληνική κοινωνία δεν περιορίζεται σε μια ιστορική εξέλιξη της επιστήμης και των θεσμών, αλλά αποτελεί διακύβευμα και αντικείμενο κοινωνικών και πολιτικών διεκδικήσεων. Με τις σύγχρονες προσεγγίσεις, κοινωνιολογικές και παιδαγωγικές, με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και με τα σύγχρονα όργανα, έχει μπει η βάση. Χρειάζεται όμως επιπλέον μελέτη και κοινωνική δράση. Απαιτούνται υπηρεσίες που θα σέβονται την κοινωνική ταυτότητα και το περιβάλλον του παιδιού, θα υποστηρίζουν συνολικά τις οικογένειες, θα επιτρέπουν τη δημιουργία ανοικτών κοινοτικών χώρων επαφής και συνάντησης μέσα στους οποίους οι ανήλικοι θα αλληλοεπιδρούν με συνομήλικους, θα μοιράζονται τις ιδέες και τους προβληματισμούς τους μέσα από δημοκρατικές συμμετοχικές διαδικασίες, θα έρχονται σε επαφή με τις τέχνες και τον πολιτισμό και θα συγκροτούν την πολιτισμική τους ταυτότητα, με την οποία θα μπορούν να ξανασυστηθούν στους σημαντικούς άλλους, αλλά ακόμα και στον ίδιο τους τον εαυτό.
Σημειώσεις
1. Δασκαλάκης, Δ. (2013). Όψεις της Παιδικής Ηλικίας, εκδόσεις Διάδραση, Αθήνα, σ. 69-78.