Γιάννης Ψυχοπαίδης, «Οι Σωτήρες», 1972
Η Μεταπολίτευση δεν είναι μια οποιαδήποτε περίοδος. Eίναι ένας από τους τέσσερις πυλώνες της εθνικής μνήμης που βρίσκονται ανάμεσα στα ιστορικά γεγονότα και στις προσδοκίες μας. Συχνά μάλιστα αναμετριώνται και κρίνονται με βάση αυτές. «Πανηγύρι της δημοκρατίας» χαρακτηρίζω τη Μεταπολίτευση στο βιβλίο μου «Ο ελληνικός 20ός αιώνας». Αυτό το πανηγύρι έχει μια ιδιαίτερη θέση στο ελληνικό πολιτικό φαντασιακό. Έχει τα χαρακτηριστικά ενός «χωροχρόνου», ενός γεγονότος που αποσπάται από τους πραγματικούς ιστορικούς όρους και στο οποίο προβάλλονται και συγχωνεύονται ιδέες υπέρβασης της ελληνικής κακοδαιμονίας, εξυγίανσης του πολιτικού βίου, βαθέος εκδημοκρατισμού, ιδέες κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ γίνεται μέτρο του πώς θα έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Συγχωνεύεται δηλαδή με τις προσδοκίες που το γέννησαν.
Αναμφίβολα η Μεταπολίτευση αποτελεί μείζον ιστορικό γεγονός. Όχι όμως μόνο επειδή σηματοδοτεί το τέλος της δικτατορίας. H Μεταπολίτευση αφορά μεν την αποκατάσταση των κοινοβουλευτικών θεσμών, μετά από μια διακοπή επτά χρόνων, υπερβαίνει δε τη δικτατορία κατά πολύ: σηματοδοτεί το τέλος της μετεμφυλιακής περιόδου. Είναι η στιγμή που ο ελληνικός λαός βγαίνει από ένα μετεμφυλιακό καθεστώς επιτήρησης και τιμωρίας ενός τετάρτου του αιώνα. Μεταπολίτευση, κατά κυριολεξία, είναι το διάστημα από την 24η Ιουλίου 1974 έως την ψήφιση του συντάγματος του 1975. H δημιουργία των θεσμών και η εγκαθίδρυση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Είναι όμως και μια υπερδεκαετής περίοδος (1974-1985) η οποία περιλαμβάνει τόσο την εποχή διακυβέρνησης του Κ. Καραμανλή (και του Γ. Ράλλη), όσο και την αρχική περίοδο διακυβέρνησης του Α. Παπανδρέου.
Κι εδώ έρχομαι στο δεύτερο σημείο που αφορά τη Μεταπολίτευση. Αποτελεί περίοδο μετάβασης όχι μόνο σε ό,τι αφορά το πολιτικό καθεστώς, αλλά και την οικονομία, τα αιτήματα και τις νοοτροπίες της κοινωνίας. Τι σήμαινε αυτό για την Ελλάδα; Συμπυκνωμένο χρόνο και μεγάλες αλλαγές: Καταργείται, λόγου χάρη, η εμφυλιοπολεμική νομοθεσία, γίνονται μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, αλλάζει το οικογενειακό δίκαιο, δημιουργείται το ΕΣΥ, εισάγεται νομοθεσία για τα δικαιώματα. Σημαίνει ταυτόχρονα αλλαγές στην πολιτική κουλτούρα. Αλλάζουν επίσης τα ήθη. Λαμβάνει χώρα η «μεσαιοποίηση» της κοινωνίας. Το πνεύμα που δημιούργησε τη Μεταπολίτευση είναι ένα ελευθεριακό πνεύμα –ιδέες, περιεχόμενο, μεταβάσεις– που συνδέεται την εξεγερσιακή ατμόσφαιρα των σίξτις.
Νέες κατευθύνσεις, διεθνής συνθήκη
Θα έλεγε κανείς παραβολικά ότι η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση προσπαθούσε να ισορροπήσει σε δυο βάρκες που κινούνταν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Η μία ήταν η οικονομία. Μετά την περίοδο ανόδου 1950-1973 η ελληνική οικονομία εισήλθε σε μια περίοδο στασιμότητας και αποδρομής που έγινε εντονότερη τη δεκαετία του ’80. Η άλλη ήταν η βάρκα των αναπεπταμένων προσδοκιών και αιτημάτων. Μετά από μία εικοσιπενταετία συμπίεσης των εισοδημάτων, όπου οι κοινωνικές δαπάνες ήταν στο μισό της Ευρώπης, ήταν αναμενόμενες οι κινητοποιήσεις. Δημιουργήθηκαν καινούργια συνδικάτα, μαχητικές διεκδικήσεις, κατά κάποιο τρόπο το πνεύμα της Μεταπολίτευσης πέρασε στους τόπους δουλειάς. Το κράτος απαντούσε με επέκταση της ανάμειξης του (λόγου χάρη αναλαμβάνοντας τις προβληματικές επιχειρήσεις) και με μεγέθυνση των δαπανών. Οι Έλληνες Κροίσοι ήταν υπόλογοι για τη συνεργασία τους με τη δικτατορία. Το πνεύμα της «σοσιαλμανίας» (δηλαδή, κρατικοποιήσεις «Ολυμπιακής», «Ομίλου Ανδρεάδη» κ.λπ.) ήταν διάχυτο ακόμη και στους συντηρητικούς πολιτικούς.
Προσέξτε όμως: τη Μεταπολίτευση δεν μπορούμε να τη δούμε ελληνοκεντρικά – έχει διεθνείς ορίζοντες. Δεν θα ήταν δυνατή αν δεν συνέβαινε σε μια εποχή που ο κόσμος άλλαζε σελίδα. Η οικονομική κρίση των μέσων της δεκαετίας του ’70 σηματοδότησε το πέρασμα από τον οργανωμένο μοντερνισμό στον ανοργάνωτο, από τις κεϊνσιανού τύπου οικονομικές πολιτικές στο λεγόμενο νεοφιλελευθερισμό. Ήταν μια μεταβολή φιλοσοφική που αφορούσε την αντίληψη του κοινωνικού, του κράτους, του ατόμου. Έτσι, ενώ στην Ελλάδα το κράτος επεκτεινόταν στην οικονομία, στον διεθνή ορίζοντα ανέτελλε η «Συμφωνία της Ουάσινγκτον» που σήμαινε την αντίθετη στροφή στην οικονομία των ανεπτυγμένων χωρών, αυτή που στην ίδια δεκαετία εκφράστηκε από ένα σύνολο παραδοχών που ονομάστηκε, όπως είπαμε, νεοφιλελευθερισμός. Οι προτεραιότητες της διεθνούς οικονομικής πολιτικής άλλαζαν. Τη Μεταπολίτευση τη διαδέχεται η διαδικασία προσαρμογής στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται στην ΕΕ. Είναι η εποχή της εσωτερίκευσης της παγκοσμιοποίησης. Αυτό ουσιαστικά ήταν το τέλος της Μεταπολίτευσης ως μιας ιστορικής περιόδου.
Αντιφάσεις και αδυναμίες
Το τρίτο σημείο στο οποίο θα ήθελα να σταθώ είναι η αντιφατικότητα και οι αδυναμίες της Μεταπολίτευσης. Αν δούμε την περίοδο που άνοιξε με τη Μεταπολίτευση μέσα στις συνέχειες της ελληνικής ιστορίας, θα διαπιστώσουμε ότι είναι η πρώτη μεγάλη περίοδος, το ένα τέταρτο σε διάρκεια διακοσίων χρόνων, στην οποία ο πολιτικός βίος διεξάγεται ομαλά, χωρίς στρατιωτικές ή αυλικές παρεμβάσεις. Μήπως όμως δημιουργούνται νέοι εξωθεσμικοί παράγοντες και παρεμβάσεις, άλλης μορφής; Ισχύει η διαπίστωση της ομαλότητας για την περίοδο 2010-2018, στην περίοδο των μνημονίων και της τρόικας; Με τη Μεταπολίτευση επιτεύχθηκε η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ, αργότερα ΕΕ. Ποιο όμως ήταν το υπόρρητο κείμενο πίσω από τον προσανατολισμό αυτό και τις διαρκείς προσαρμογές; Είχε και η Μεταπολίτευση τις αδυναμίες της. Μια από αυτές, ιδιαίτερα μετά το 1981, ήταν η άρνηση να αναγνωριστούν τα όρια, ώστε να γίνουν σημαντικές αλλαγές εντός των ορίων. Αντίθετα, επικράτησε μια διπλή συνείδηση και διπλή γλώσσα. Ο ριζοσπαστικός βερμπαλισμός δεν εμπόδισε τη χωρίς αρχές προσαρμογή και την υποταγή στις νέες ελίτ. Αναδείχτηκε η έννοια της «διαπλοκής» οικονομικών, πολιτικών και μιντιακών συμφερόντων. Αναδείχτηκαν νέοι ισχυροί παίκτες, όπως οι ολιγάρχες της επικοινωνίας και οι τράπεζες. Η πολιτικοποίηση της περιόδου και τα συλλογικά ιδανικά της συνδυάζονταν με την άνοδο του καταναλωτισμού. Βέβαια, αυτός ο καταναλωτισμός είχε αρχίσει από τα χρόνια της δικτατορίας, και επίσης δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν έβγαλαν μόνο οι Έλληνες τον αυταρχικό και παραδοσιοκρατικό κορσέ, αλλά επίσης οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι. Και όταν οι μάζες βγαίνουν στο προσκήνιο, δεν έρχονται με νοοτροπία πουριτανών και γιακωβίνων. Γι’ αυτό άλλωστε την υπερπολιτικοποίηση της πρώτης περιόδου την ακολούθησε η αδιαφορία για τα κοινά αγαθά.
Υπεράσπιση απέναντι στην εξαΰλωση
Πέραν τούτων όμως, το επίδικο παραμένει. Η φετινή επέτειος θα είναι κρίσιμη για να υπερασπιστούμε τη Μεταπολίτευση όχι μόνο ως γεγονός ή ιστορική περίοδο, δηλαδή ως χρονωνύμιο, αλλά ως τόπο αξιών και προσδοκιών. Τι έχει μείνει σήμερα; Αξίζει να υπερασπιστούμε την Μεταπολίτευση; Ναι, γιατί η ίδια η Μεταπολίτευση μπορεί να είχε τις όποιες αδυναμίες, αλλά ταυτόχρονα δαιμονοποιήθηκε και κατασυκοφαντήθηκε. Όχι για όσα έκανε ή δεν έκανε, αλλά για τις ελπίδες που κουβαλούσε. Για τους δεξιούς διανοούμενους, η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης υπήρξε πηγή της λαϊκής αναίδειας, της ανομίας και της αταξίας. Ακόμη και για τις ταραχές του Δεκέμβρη 2008 η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης στοχοποιήθηκε.
Το ερώτημα βέβαια σήμερα είναι αν έχει εκπνεύσει η δυναμική της. Πού βρισκόμαστε σήμερα; Σε μια εποχή με επικαλυπτόμενες κρίσεις (οικονομική, προσφυγική, δημογραφική και προπαντός κλιματική), αλλά και με αλλαγές στην τεχνοεπιστήμη που μεταβάλει ριζικά την παραγωγή και τον τρόπο ζωής μας. Στρατόπεδα συγκέντρωσης ανθρώπινων ψυχών –και άλλα χειρότερα– είχαμε να δούμε από τον καιρό της δικτατορίας πάνω στο ελληνικό έδαφος. Το γεγονός ότι εκεί κλείνουν τώρα τους πρόσφυγες και όχι Έλληνες πολίτες δεν αλλάζει στο παραμικρό το άχθος και το άγος της παρουσίας τους. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Διεθνής Αμνηστία χτυπάνε καμπανάκι για τα δημοκρατικά δικαιώματα. Εκείνοι βέβαια που ντρέπονταν να επιδείξουν το αντιδημοκρατικό, ρατσιστικό και εθνικιστικό πρόσωπό τους έχουν εδώ και καιρό απενοχοποιηθεί. Μερικοί είναι στην κυβέρνηση, άλλοι λαλίστατοι στον Τύπο. Αυτοί ζητούν να σκοτώσουν συμβολικά και ιδεολογικά τη Μεταπολίτευση ή να την εξαϋλώσουν εκθειάζοντας την ομαλότητα της μετάβασης και την ευρωπαϊκή ένταξη. Για το περίφημο «τέλος της Μεταπολίτευσης» είναι που κόπτονται, το οποίο επαναφέρουν στη συζήτηση κατά καιρούς.