Απρίλιος 1970. Ο Πιέρ Γκολντμάν κατηγορείται για 4 ένοπλες ληστείες. Σε μια από αυτές σκοτώθηκαν δύο γυναίκες φαρμακοποιοί.
Δεκέμβριος 1974. Ο Γκολντμάν καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ισόβια αλλά διακηρύσσει την αθωότητά του στην υπόθεση των φαρμακοποιών.
Οκτώβριος 1975. Εκδίδει βιβλίο ως απολογία με τίτλο «Σκοτεινές αναμνήσεις ενός Πολωνο-Εβραίου που γεννήθηκε στη Γαλλία».
Νοέμβριος 1975. Το εφετείο ακυρώνει την αρχική απόφαση. Η υπόθεση ανοίγει πάλι στο κακουργιοδικείο της Αμιένης.
Από το σημείο αυτό αρχίζει η ταινία «Υπόθεση Γκολντμάν» (Le process Goldman) του Σεντρίκ Καν που έκανε πρεμιέρα στο 15μερο σκηνοθετών του Φεστιβάλ των Κανών. Ένα πολιτικό, δικαστικό δράμα που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που αφορούσαν τη ζωή και τη δράση του αριστερού ακτιβιστή Πιερ Γκολντμάν. Μάλιστα στο πλευρό του στάθηκε σημαντική μερίδα της διανόησης, όπως ο φιλόσοφος Ρεζίς Ντεμπρέ (συμπολεμιστής του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία, που συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 30ετή φυλάκιση αλλά απελευθερώθηκε μετά από διεθνή καμπάνια, προσωπικός φίλος του Φιντέλ Κάστρο και από το 1981 ως το 1988 σύμβουλος του σοσιαλιστή προέδρου Φρανσουά Μιτεράν) και η ηθοποιός Σιμόν Σινιορέ που παραβρέθηκαν στη δίκη δηλώνοντας με την παρουσία τους τη συμπαράστασή τους μαζί με δεκάδες άλλους πολίτες.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιες σκηνές μυθοπλασίας, η ταινία ουσιαστικά είναι ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ καθώς έχουν ενσωματωθεί ατόφιοι διάλογοι και επιστολές, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στον Τύπο της εποχής. Επιπλέον η ταινία είναι γυρισμένη σε ένα χώρο -τον χώρο του δικαστηρίου- μοιάζοντας με αναπαράσταση της μεγάλης εκείνης δίκης. Ο σκηνοθέτης όχι μόνον δεν ενδιαφέρεται να ξεφύγει από την ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση αλλά μάλλον την επιδιώκει. Και τα πηγαίνει περίφημα, με την ταινία να αποκτά δυναμική και αμεσότητα, να κινητοποιεί τον θεατή ο οποίος συμμετέχει σε αυτό το διφορούμενο μέχρι το φινάλε παιχνίδι. Οι συνεχείς εναλλαγές συναισθημάτων δημιουργούν συνεχή ερωτήματα για το εάν ο κατηγορούμενος είναι αθώος ή ένοχος. Εκτός όμως από την αμφιβολία παρακολουθούμε, δια στόματος Γκολντμάν, ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον των κοινωνικών ανισοτήτων, των προκαταλήψεων, του αντισημιτισμού και του ρατσισμού.
Ο Σεντρίκ Καν αναδεικνύει, χωρίς υπερβολή αλλά με σαφήνεια τον εκρηκτικό χαρακτήρα του Γκολντμάν, ενός ανθρώπου που αμφισβητεί το σύστημα, διακηρύσσει την αντίθεσή του, αποδέχεται την ενοχή του για τις ληστείες αλλά αρνείται κατηγορηματικά τις δολοφονίες φωνάζοντας ότι κάτι τέτοιο είναι πέρα και έξω από τις αξίες του. Θέλει έτσι να απεμπλέξει την πολιτική του δράση από την εγκληματικότητα κάτι που επιδιώκεται από την κατηγορούσα αρχή, αλλά και που αποτελεί προσφιλή τακτική της εξουσίας που αρέσκεται να συνδέει κάθε κινητοποίηση, διεκδίκηση και αντίδραση των πολιτών με την ανομία.
Οι μυστηριώδεις φόνοι του Τόκιο
Ο Τακάμπε, ντετέκτιβ της αστυνομίας του Τόκιο, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά φρικιαστικών δολοφονιών που έχουν αναστατώσει την ιαπωνική πρωτεύουσα. Το παράξενο είναι ότι οι υπεύθυνοι των φόνων βρίσκονται κάθε φορά κοντά στο θύμα, ομολογούν το έγκλημά τους αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί το έκαναν! Όμως εκτός από τον άλυτο γρίφο που διερευνά, ο Τακάμπε αντιμετωπίζει και προβλήματα στο σπίτι του καθώς η γυναίκα του Φούμι πάσχει από σχιζοφρένεια και προσπαθεί να την φροντίζει όσο μπορεί καλύτερα. Και ενώ ο ντετέκτιβ μαζί με τον ψυχολόγο Σακούμα προσπαθούν να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει με τους φόνους κι αν το Χ που είναι χαραγμένο στους λαιμούς των θυμάτων συνδέει τα γεγονότα, πέφτει στα χέρια της αστυνομίας ένας άνδρας, ο Μαμίγια, ο οποίος έχει απώλεια μνήμης και δεν θυμάται τίποτα από το παρελθόν του. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του, αποκαλύπτεται ότι ο Μαμίγια στο παρελθόν σπούδαζε ψυχολογία και έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μέθοδο της ύπνωσης. Τότε ο Τακάμπε αποφασίζει να βουτήξει σε άγνωστα νερά για να δει αν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των δολοφόνων, του Μαμίγια και της ύπνωσης.
Το 1997, ο Κιγιόσι Κουροσάουα, με το «Cure» εισβάλλει δυναμικά στον παγκόσμιο κινηματογράφο κερδίζοντας τον θαυμασμό του κοινού και αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Μάλιστα ο Μάρτιν Σκορσέζε αναφερόμενος στην ταινία του ιάπωνα συναδέλφου του μίλησε για «ένα απόλυτο αριστούργημα φωτισμών, καδραρίσματος και ρυθμού».
Η αλήθεια είναι πως ο Κουροσάουα -που αν αναρωτιέστε, δεν έχει καμία σχέση με τον Ακίρα Κουροσάουα- σκηνοθετεί ένα πανέμορφο, μελαγχολικό, ατμοσφαιρικό ψυχολογικό φιλμ νουάρ, μια ταινία που μέσα από την σαγήνη των εικόνων οδηγεί τον θεατή σε ένα υπνωτιστικό ταξίδι.
Η αριστοτεχνική σκηνοθεσία χαρακτηρίζεται από λιτότητα και σιγουριά, είναι εύστοχη και στιβαρή. Ο σκηνοθέτης σαν καπετάνιος οδηγεί το πλοίο του μέσα από τους σκοπέλους ενός δυνατού και δυσκολοδιάβατου σεναρίου, στα ήσυχα νερά. Βέβαια στο τελικό ασφαλές λιμάνι μη νομίσετε ότι ξεμπερδέψατε και έχετε όλες τις απαντήσεις καθώς το ανοιχτό φινάλε δημιουργεί σκέψεις και ερωτήματα.
Το «Cure» είναι μια συγκλονιστικά όμορφη ταινία, μια καταβύθιση στον άγνωστο εσωτερικό μας κόσμο, είναι «το υπνωτιστικό ταξίδι του Κιγιόσι Κουροσάουα στα σκοτεινά βάθη του ανθρώπινου μυαλού», όπως έγραψε ο Ντέιβιντ Ρούνεϊ στο Βαράιετι.
Ελληνικός νεορεαλισμός
Στο Δρουγούτι, μια προσφυγική φτωχογειτονιά της Αθήνας, ο Κοσμάς, ένας νέος άνδρας, εργάζεται σκληρά για να τα βγάλει πέρα. Όμως ένας λαθρέμπορος θα τον μπλέξει σε μια παράνομη δοσοληψία. Τελικά θα καταφέρει να ξεμπλέξει χάρη στην αλληλεγγύη των γειτόνων του που θα τον βγάλουν από τη δύσκολη θέση. Έτσι ο Κοσμάς θα συνεχίσει τη ζωή του και θα κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του.
Μια από τις πιο σημαντικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου στην οποία ο Νίκος Κούνδουρος, επηρεασμένος από τον ιταλικό νεορεαλισμό, γύρισε το 1954 την ταινία «Μαγική πόλις», πρώτη ταινία του σκηνοθέτη, που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του ελληνικού νεορεαλισμού.
Πρώτη ταινία του Κούνδουρου αλλά πρώτη ταινία και για τον Θανάση Βέγγο που γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη στην εξορία, στη Μακρόνησο. Εκεί ο Κούνδουρος εκτίμησε το ταλέντο του κι έτσι αποφάσισε να του δώσει έναν ρόλο στη Μαγική πόλη. Να πούμε ακόμη ότι στη Μακρόνησο γνωρίστηκε και με το Μάνο Κατράκη ο οποίος είναι ο αφηγητής της ταινίας.