Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα του περασμένου μήνα ήταν αυτό του καθηγητή ποινικού δικαίου στο Λονδίνο, Δημήτρη Γιαννουλόπουλου, με τίτλο: «Τηλεοπτική επιβολή ποινών στους ταραξίες στη Βρετανία» (Νέα, 22-8-2024). Το άρθρο αυτό αφορούσε την τιμωρία ορισμένων από τους 677 κατηγορούμενους στη Βρετανία μετά τις ταραχές που ακολούθησαν τη δολοφονία των τριών παιδιών στο Σάουθπορτ και σε αυτό αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, ότι «στις 8 Αυγούστου, κεντρικά τηλεοπτικά κανάλια συνδέθηκαν με το Crown Court του Λίβερπουλ για να μεταδώσουν ζωντανά τη διαδικασία επιβολής της ποινής … σε δύο κατηγορούμενους για επεισόδια στο Σάουθπορτ και το Λίβερπουλ, ενώ την αμέσως επόμενη ημέρα υπήρξε ζωντανή και πάλι, αυτή τη φορά από το Λιντς, όπου τρεις κατηγορούμενοι ήρθαν αντιμέτωποι με ποινές … ενώπιον του βρετανικού (τηλεοπτικού) κοινού. “Πάρτε τους κάτω” (στα κρατητήρια και από εκεί στο σωφρονιστικό κατάστημα) ήταν τα τελευταία λόγια του δικαστή στο Λιντς. Ο δικαστής στο Crown Court του Λίβερπουλ περιέγραψε αντίστοιχα με λεπτομέρεια τις ακροδεξιές επιθέσεις σε όλη τη Βρετανία, εξηγώντας πως η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης που αποσκοπεί στην τιμωρία των δραστών και εδράζεται στον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής επέβαλε σε αυτόν να λάβει υπόψη του το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο είχαν εκδηλωθεί αυτές και κατά συνέπεια να επιβάλει αυστηρότερες ποινές». Το άρθρο κατέληγε ως εξής: «Πρακτικές ξένες στην ελληνική ποινικοδικονομική θεωρία και πράξη και δικαιοκρατικά –σε έναν βαθμό– προβληματικές μεν, αποτελεσματικές δε, και στην προκειμένη περίπτωση αυτό που αποτελούσε προτεραιότητα, ήταν να αντιμετωπιστούν με τρόπο γρήγορο και αποτελεσματικό οι κοινωνικές αναταραχές».
Ότι οι δράστες εγκληματικών πράξεων θα πρέπει να τιμωρούνται, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Ομοίως δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι η ακροδεξιά βία (που άλλοτε βρίσκεται σε έξαρση και άλλοτε σε ύφεση) αποτελεί ένα υπαρκτό και δυστυχώς διαχρονικό πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Το θέμα, όμως, είναι με ποιους τρόπους θα αντιμετωπιστεί η ακροδεξιά βία. Με τα πάγια εργαλεία του κράτους δικαίου ή και με παρεκκλίσεις από αυτό; Το ίδιο ζήτημα συνδέεται με τη σειρά του με το γενικότερο θέμα της αντιμετώπισης της βίαιης και ρατσιστικής Ακροδεξιάς και τέθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα ενόψει της συγκυριακής, αναποτελεσματικής και προβληματικής (από συνταγματική άποψη) νομοθέτησης που επέτρεψε την απαγόρευση καθόδου κομμάτων στις εκλογές.
Το κράτος δικαίου δεν είναι α λα καρτ
Ειπώθηκε ήδη ότι οι δράστες σοβαρών εγκλημάτων –και ιδίως αυτών με ρατσιστικά κίνητρα– θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά. Σημαίνει, όμως, αυτό ότι η ποινική δίκη επιτρέπεται να μετατραπεί σε ένα τηλεοπτικό show; Σημαίνει ειδικότερα ότι οι ποινές θα πρέπει να επιβάλλονται σε τηλεοπτική μετάδοση και να διαπομπεύεται ο δράστης, ο οποίος μάλιστα σε δεύτερο βαθμό μπορεί να αποδειχθεί αθώος; Γιατί βέβαια άλλο είναι το γενικότερο ζήτημα της τηλεοπτικής μετάδοσης των δικών (όπου έχουν υποστηριχτεί διαφορετικές απόψεις ως προς το εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις θα έπρεπε να μεταδίδονται ορισμένες δίκες ιδίως δημοσίου ενδιαφέροντος) και άλλο η στοχευμένη μετάδοση της απαγγελίας των ποινών για στιγματισμό του δράστη και παραδειγματισμό των άλλων. Περαιτέρω: Η αναγκαιότητα τιμωρίας των δραστών των ταραχών σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος δεν θα πρέπει να κρίνεται με βάση την ατομική του ευθύνη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δικής του υπόθεσης, αλλά, όπως δήλωσε αφοπλιστικά ο δικαστής στο Crown Court του Λίβερπουλ, με βάση την περιρρέουσα ατμόσφαιρα για γρήγορη επιβολή σκληρών ποινών προς παραδειγματισμό μελλοντικών «επίδοξων» εγκληματιών; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά θα πρέπει να είναι μονοσήμαντα αρνητική, χωρίς «ναι μεν, αλλά». Οι δικαιοκρατικές εγγυήσεις του σύγχρονου ποινικού δικαίου που κατακτήθηκαν με αγώνες, απαγορεύουν και τη διαπόμπευση του δράστη και την επικυριαρχία γενικότερων σκοπιμοτήτων επί της ατομικής ευθύνης. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αλλάζουν από το γεγονός ότι αρκετοί από τους καταδικασθέντες έδρασαν με ξενοφοβικά κίνητρα. Το κράτος δικαίου και τα ατομικά δικαιώματα δεν είναι «α λα καρτ». Ή ισχύουν για όλους ή δεν ισχύουν καθόλου. Μάλιστα, οι παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων έχουν ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό: Είναι «εκδικητικές». Αυτός που τις χρησιμοποιεί εναντίον του αντιπάλου του, θα έρθει και η ώρα που θα τις υποστεί ο ίδιος. Γιατί η «νομιμοποίηση» της συνταγματικής παραβίασης στρέφεται τελικά εναντίον όλων (ανάλογα βέβαια με την εκάστοτε συγκυρία και τον συσχετισμό των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων), συμπεριλαμβανομένου και αυτού που την εργαλειοποίησε για πρώτη φορά.
Υποκρισία
Υπάρχουν, όμως, και δύο άλλες παράμετροι στην υπόθεση αυτή: Η «αμείλικτη» στάση της βρετανικής ποινικής δικαιοσύνης δίνει την εντύπωση ενός κράτους που στέκεται απέναντι στην ξενοφοβία. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Το βρετανικό κράτος (και όχι μόνο αυτό) δεν έχει συμβάλει με τις πρακτικές του, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, στην εμφάνιση και ενίσχυση της ξενοφοβίας; Το θέμα βέβαια δεν μπορεί να αναλυθεί περισσότερο στο πλαίσιο του σύντομου αυτού σχολίου. Αρκεί να θυμηθούμε ότι, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, η Βρετανία είχε επιχειρήσει τη μεταφορά των αιτούντων άσυλο που έφταναν στη Ρουάντα και σε άλλα υπερπόντια εδάφη στον Ατλαντικό. Αυτό άραγε πόσο συμβατό είναι με τον σεβασμό και την αλληλεγγύη απέναντι στον Ξένο και τον Άλλον; Και εάν αυτό δεν είναι εκδήλωση ξενοφοβίας, τότε άραγε τι μπορεί να οριστεί ως τέτοια;
Υπάρχει, όμως, και κάτι τελευταίο: Ενδεχομένως κάποιοι να σπεύσουν να συγκρίνουν την ελληνική με τη βρετανική δικαιοσύνη και να υποστηρίξουν ότι θα πρέπει να εισαγάγουμε και στην Ελλάδα τη μέθοδο δράσης που περιγράφηκε ανωτέρω. Οι απόψεις αυτές δεν είναι μόνον εσφαλμένες και επικίνδυνες από δικαιοκρατική άποψη, αλλά κρύβουν και τα υπαρκτά προβλήματα της ελληνικής δικαιοσύνης, με κυριότερο βέβαια από αυτά την καθυστέρηση απονομής της. Το ότι και το ρατσιστικό έγκλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και ταυτόχρονα το κράτος δικαίου να γίνει σεβαστό, το απέδειξε η δίκη και καταδίκη της Χρυσής Αυτής. Η δίκη αυτή απονομιμοποίησε πλήρως τη Χρυσή Αυγή και μας υπενθύμισε πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η συντεταγμένη απάντηση του κράτους δικαίου στη ρατσιστική βία.