Στην Αριστερά ενδημεί το είδος του ιεροεξεταστή που αποφασίζει ποιος έχει υποπέσει σε αμαρτήματα κατά των ιερών κειμένων, και άρα πρέπει να μετανοήσει ή να τιμωρηθεί. Ο Κώστας Καλλωνιάτης θεωρεί ότι εγώ σε πρόσφατη βιβλιοκριτική μου για τη Χάννα Άρεντ εξαπέλυσα «επίθεση από τα δεξιά στον Μαρξ». Προφανώς τίποτα τέτοιο δεν συνέβη, αλλά, όταν κάποιος αφενός αντιμετωπίζει τον μαρξισμό ως θρησκόληπτος και αφετέρου τυφλώνεται από την πολιτική του εμπάθεια, βλέπει πολλά…οράματα.

Ένας τρόπος για να αναβαθμιστείς μέσα στην ομάδα σου είναι να υποδεικνύεις κοινούς εχθρούς και να δείχνεις ότι τους πολεμάς. Αυτό το ιδιοτελές κίνητρο τρέφεται από και τρέφει το «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών» που είναι ενδημικός σε μικρούς χώρους ιδεών, όπου ο διπλανός απειλεί την ταυτότητά σου περισσότερο από τον απέναντι: ο απέναντι σου χρειάζεται για να οριστείς ως αντίπαλός του, ο διπλανός μπορεί να σε επισκιάσει. Έτσι, μια ταυτοτική συλλογική ανάγκη συναντιέται με μια ιδιοτελή προσωπική φιλοδοξία. Η συνάντηση αυτή θρέφει ένα ράλι υπερβολής στην προσπάθεια των ανθρώπων να εμφανιστούν ως οι αυθεντικοί εκπρόσωποι μιας ομάδας ή οι πιο αποτελεσματικοί μαχητές τους. Στη θεωρία αυτό το ονομάζουμε radical flanking.

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα απέκτησα τον προσωπικό μου hater, που στην προηγούμενη απόπειρά του να με παρουσιάσει ως δούρειο ίππο της Κεντροαριστεράς είχε ανακαλύψει στο πρόσωπό μου τον ιθύνοντα νου πίσω από το ολέθριο για την καθ’ ημάς Αριστερά κοινό σχέδιο Έφης Αχτσιόγλου – Νίκου Παππά, μόνο και μόνο για να στηρίξει την υποψηφιότητα Τσακαλώτου – βέβαια εγώ δεν είχα σχέση με κανέναν από τους δύο και φαντάζομαι ότι θα γελούσαν με τον μαρξιστή Κλουζώ, χώρια που ο τελευταίος θα νιώθει μάλλον άβολα που τώρα εγώ, αυτός, η Αχτσιόγλου και ο Τσακαλώτος βρισκόμαστε στο ίδιο κόμμα. Θα μου πείτε πως τέτοιες υπερβολές συνηθίζονται στις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Αλήθεια είναι.

Το κυνήγι μαγισσών, όμως, είναι μια σταλινική πρακτική που χρήζει αντιμετώπισης. Οπότε θα απαντήσω στα σημεία κριτικής του ΚΚ ένα προς ένα.

  1. Δεν εκθειάζω εγώ «απερίσκεπτα» το έργο της Άρεντ, το εκθειάζει η παγκόσμια διανόηση, και δικαίως. Και το γεγονός ότι της έχουν ασκηθεί κριτικές από μαρξιστές δεν σημαίνει τίποτα για την ποιότητα του έργου της. Όπως δεν σημαίνει τίποτα για την ποιότητα του έργου του Μαρξ ότι του έχουν ασκηθεί κριτικές από μαρξιστές και μη (πχ. ο Μαρξ δεν κατανόησε τη δυναμική του εθνικισμού –αν και ζούσε στον αιώνα των εθνών-κρατών–, την ανάδυση των μεσαίων στρωμάτων, την αποικιοκρατία, κ.ά., ενώ το έργο του συχνά χαρακτηρίζεται από οικονομικό ντετερμινισμό). Η θρησκευτική προσήλωση στα ιερά κείμενα και η απόρριψη της προσφοράς των άλλων στη σκέψη είναι δείγμα δογματικού, οπαδού, θρησκόληπτου. Όπως και η απόρριψη της Άρεντ επειδή οι μέντορές της ήταν οι Χούσσερλ, Χάιντεγκερ και Γιάσπερς που ανήκουν σε άλλο φιλοσοφικό ρεύμα (φαινομενολογία και υπαρξισμός) – μήπως να απορρίψουμε και τον Μαρξ επειδή βασίστηκε στον Χέγκελ, συγγραφέα της Φαινομενολογίας του πνεύματος, βασικό εκπρόσωπο του γερμανικού ιδεαλισμού ; Νομίζω πως ο ΚΚ ταιριάζει περισσότερο στο ΚΚ όπου δεν κατανοούν την αλληλεπίδραση των φιλοσοφικών ρευμάτων, όπου απορρίπτουν συλλήβδην όλες τις άλλες φιλοσοφικές παραδόσεις εκτός του μαρξισμού, όπου αδυνατούν να διαβάσουν κριτικά το έργο του Μαρξ, όπου αρέσκονται –όπως και ο ίδιος– στο κυνήγι μαγισσών. Εκεί θα βρει μαζεμένους όσους θεωρούν ότι στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, όπου έγραφε η Άρεντ, η υπεράσπιση του σοβιετικού ολοκληρωτισμού ήταν προτιμότερη από την «κεντρώα» θέση της Άρεντ.

  2. Το δεύτερο σημείο είναι χαρακτηριστικό δείγμα γραφής του φανατισμένου οπαδού: υποτίθεται ότι εγώ ασκώ κριτική στο μαρξισμό «από τα δεξιά καλυπτόμενος πίσω από κάποιες ανολοκλήρωτες αλλά εργαλειοποιημένες εκτιμήσεις της Άρεντ». Δεν έχει καν την εντιμότητα να αναφέρει ότι πρόκειται για βιβλιοκριτική, όπου –όπως όλοι/ες γνωρίζουμε– μιλάς για…τη συγγραφέα, για μια συγγραφέα που γράφει για το…μαρξισμό, για ένα πόνημα που…δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Όσον αφορά τώρα στη «δεξιά» κριτική, θα καταλάβετε αμέσως τι εννοεί…

  3. Ο ΚΚ αμφισβητεί ότι είμαι αριστερός και ότι εντάσσομαι στο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, γιατί αναφέρομαι στα καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ με τον όρο που χρησιμοποίησε η Άρεντ: μπολσεβικικός ολοκληρωτισμός. Γιατί; Γιατί «ανθεί παντού γύρω μας ο διεθνής κρατικομονοπωλιακός ολοκληρωτισμός κι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος». Όμως, η ιστορική αποτίμηση έχει ήδη γίνει και τα καθεστώτα αυτά κρίθηκαν και απορρίφθηκαν ως ολοκληρωτικά. Και έτσι καταχωρούνται στο πλαίσιο της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης, την οποία θεραπεύω. Επομένως, δεν μπορώ να ικανοποιήσω τη λογοκριτική και αντιεπιστημονική αξίωση του ΚΚ στο όνομα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου όπου το ψέμα στη δική μας υπηρεσία υποτίθεται ότι είναι καλύτερο από μια αλήθεια στην υπηρεσία του αντιπάλου. Τώρα, το γεγονός ότι το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα έκανε θεωρητική «διάκριση μεταξύ κομμουνισμού και μπολσεβικισμού από την μία και σταλινισμού από την άλλη», δεν σημαίνει ότι οι επίγονοι του Μαρξ δεν χρησιμοποίησαν τα στοιχεία της μαρξικής φιλοσοφίας που υποδεικνύει η Άρεντ με τρόπο που διευκόλυνε τη δικαιολόγηση του ολοκληρωτισμού στο όνομα του Μαρξ. Και γιατί άλλο δεν μπορούμε να μιλάμε για «μπολσεβικικό ολοκληρωτισμό»; Επειδή, «επί μπολσεβίκων το κυρίαρχο στοιχείο ήταν η συμβουλιακή δημοκρατία των εργατών». Δυστυχώς, ήταν οι ίδιοι οι μπολσεβίκοι που κατήργησαν τη συμβουλιακή δημοκρατία των εργατών και ποτέ δεν επανέφεραν.

  4.  Ο ΚΚ επιστρατεύει ό,τι μπορεί για να υποστηρίξει ότι «είναι αδιανόητο αριστερός να μιλά για κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό»: α) τον Π. Κανελλόπουλο, που δήλωσε, προκειμένου να στηρίξει το αίτημα αναγνώρισης της Εαμικής Αντίστασης το 1981 ότι τα κομμουνιστικά κράτη δεν ήταν ολοκληρωτικά, όπως ήταν τα φασιστικά. Αυτή η αποστροφή του, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο Κανελλόπουλος απεχθανόταν όλη του τη ζωή τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» για τον ολοκληρωτισμό του. β) Την ίδια την Άρεντ που, όπως λέει ο ΚΚ, «μετά τον θάνατο του Στάλιν ισχυρίστηκε πως η ΕΣΣΔ δεν είναι πια ολοκληρωτικό κράτος». Αυτό, όμως, αποτυπώνει μια ιδιαίτερη στιγμή: της ελπίδας ότι θα ακολουθούσε ουσιαστική φιλελευθεροποίηση. Έπεσε προφανώς έξω… Δυστυχώς γι’ αυτόν, δεν μπορεί να επιστρατεύσει τους καθ’ ύλην αρμόδιους να αποφανθούν: την παγκόσμια κοινότητα των πολιτικών επιστημόνων η οποία έχει κατατάξει αυτά τα καθεστώτα στα ολοκληρωτικά, με επιστημονικά κριτήρια που αφορούν το επίπεδο των πολιτικών ελευθεριών, τη διενέργεια ή μη ελεύθερων εκλογών, την ελευθερία του Τύπου και της Δικαιοσύνης, την ύπαρξη ανεξάρτητων κομμάτων, συνδικάτων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, το επίπεδο καταστολής κλπ.

  5. Την ένταση που πραγματεύεται η Άρεντ μεταξύ εργασίας και ελευθερίας στο μαρξικό έργο ο ΚΚ την αντιπαρέρχεται με ένα γνωστό τσιτάτο του Μαρξ. Ο ΚΚ δεν κατανοεί ότι η μαρξική ιδέα περί πρωτοκαθεδρίας της εργασίας που θα οδηγήσει στην ελευθερία μέσω της μείωσης του εργάσιμου χρόνου μπορεί να οδηγήσει, λόγω της διαλεκτικής μέσων και σκοπών και λόγω της ετερογονίας των σκοπών, σε εργαλειοποίηση της ζωής στο όνομα μιας μελλοντικής ανταμοιβής. Μπορεί και όχι. Όμως, συνέβη και συμβαίνει.

  6. Το 6ο και 7ο σημείο του ΚΚ παρουσιάζουν σαν δική μου θέση μια θέση της Άρεντ και μάλιστα έξω από το φιλοσοφικό της συγκείμενο: σκέτη εντυπωσιοθηρία. Το θέμα είναι αν το βασικό γνώρισμα του ανθρώπου για τον Μαρξ είναι η εργασία (Άρεντ) ή η ικανότητα για σκέψη και δράση μέσω της κοινωνικοποίησης (ΚΚ). Προφανώς τα συναντάμε και τα δύο στο μαρξικό έργο. Όμως, η Άρεντ προσπαθεί να εντοπίσει τα καινοτομικά στοιχεία του Μαρξ σε σχέση με τη δυτική φιλοσοφική παράδοση που ούτως ή άλλως θεωρούσε την ικανότητα σκέψης και δράσης ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου. Η εργασία ως βασικό γνώρισμα του ανθρώπου, λοιπόν, είναι το καινοτομικό στοιχείο του μαρξικού έργου.

  1. Το τελευταίο σημείο προδίδει την αδυναμία του ΚΚ να κατανοήσει τη θέση της Άρεντ για τη βία. Η Άρεντ δεν αμφισβητεί –ούτε κι εγώ– ότι η βία είναι η μαμή της Ιστορίας ή ότι οι λαϊκές τάξεις είναι θύματα βίας –δεν μπαίνει σε αυτή τη συζήτηση–, αμφισβητεί ότι η βία πρέπει να αναχθεί στην κατεξοχήν πολιτική πράξη έναντι του λόγου.

Οι τελικές κατηγορίες πάντως (επιπόλαιος, δεν σέβεται, γράφει στο γόνατο, άγνοια, αλαζονεία) φέρνουν έναν αέρα…γυμνασιάρχη. Ψυχραιμία…

 

Δημήτρης Παπανικολόπουλος Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Θέματα )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet