Ανάδρομες παρατηρήσεις
Ανασυγκρότηση, ανασύνθεση, αναθεμελίωση, επανίδρυση… Πολλές οι λέξεις που επιδιώκουν να ονομάσουν το αιτούμενο της σημερινής κριτικής Αριστεράς, ως αιτούμενο με σταθερό στρατηγικό στόχο το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα που θέλει να αντιστοιχηθεί επαρκώς με τα μεγάλα διακυβεύματα των καιρών: από τους πολέμους όπου ήδη εμπλεκόμαστε μέχρι τη συνολική καταστροφή που προωθεί χαρωπά η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι μία λέξη, είναι να αποκατασταθούν όροι ώστε όλες οι εκφάνσεις της κριτικής Αριστεράς να συνομιλήσουν έντιμα χωρίς προαπαιτούμενα. Το προηγούμενο αφιέρωμα των «Παρεμβάσεων» αυτό προσπάθησε, με αποτέλεσμα – ισχυρίζομαι– ευτυχές. Όλες ανεξαιρέτως οι τοποθετήσεις έθεταν σημαντικές ψηφίδες που, εκτιμώ, είναι συνθέσιμες. Η συζήτηση μπορεί να συνεχιστεί.
Μια τέτοια συζήτηση οφείλει να περιλαμβάνει και αποτιμήσεις του παρελθόντος. Τουλάχιστον σε συνάρτηση με όσα δημιούργησαν πολλαπλές εκφάνσεις της Αριστεράς που διατηρούν εντάσεις μεταξύ τους. Εκθέτω λοιπόν κάποιες ανάδρομες παρατηρήσεις.
Η κριτική Αριστερά –ήδη με διαφορετικές εκφάνσεις– είχε οριστεί από την εναντίωσή της στον τότε «υπαρκτό σοσιαλισμό». Και, θυμάμαι, το πάθημά της μετά την κατάρρευσή του. Αντί να δικαιωθούν οι θέσεις της, όπως πίστευε αφελέστατα, συμπαρασύρθηκε ολόκληρη – και υποχρεώθηκε να διασχίσει ερήμους. Δηλαδή, φάνηκε σαν να παρασιτούσε πάνω στον μεγάλο παίκτη, ώστε η κατάρρευση εκείνου να αποβεί πλήρης απαξίωση εκείνης.
Αναρωτιέμαι λοιπόν τι θα συμβεί μετά την κατάρρευση του καθ’ ημάς «μεγάλου» παίκτη, αφού η αίσθηση της δικαίωσης μπορεί να δημιουργεί κι εδώ προσωρινά ικανοποίηση, αλλά δεν φτιάχνει κάτι ούτε οδηγεί πουθενά.
Η Νέα Αριστερά κατηγορήθηκε, ανάμεσα σε πλείστα κακόβουλα άλλα, ότι δεν ανέλαβε αυτοκριτικά τη δική της ευθύνη απέναντι στην απροσδόκητα μεγάλη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις εκλογές του 2023. Αλλά η κατηγορία εμπεριέχει μία λαθροχειρία και μία απόκρυψη.
Η λαθροχειρία: Στις εκλογές του 2023 ηττήθηκε μια ολόκληρη πολιτική γραμμή. Η γραμμή της άνευ όρων και ορίων διεύρυνσης, εκείνης που παρότρυνε ακόμη και έναν Κασσελάκη να διεκδικήσει εκ του κυριολεκτικού μηδενός την προεδρία του κόμματος. Όπου πρωτεργάτες της ηττημένης γραμμής ήταν πολλά «υψηλόβαθμα» στελέχη που, όχι μόνο δεν παραιτήθηκαν όπως ο Τσίπρας, αλλά έσπευσαν (ευτυχώς όχι όλα) να συντρέξουν τον Κασσελάκη με ενθουσιασμό. Έχουν τα στελέχη αυτά κάτι να πουν επί του προκειμένου;
Η απόκρυψη: Μετά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ (όχι ακόμη ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ) το 2019, συγκρούστηκαν (ήπια, παρά τις ιδιοτελέστατες συκοφαντίες για «βαρίδια», δηλαδή για μεγάλο μέρος από το έρμα του κόμματος ως αριστερού) δύο γραμμές. Η μία ήταν η παραπάνω. Η άλλη υποστήριζε ότι το κόμμα όφειλε να αναγνωρίσει ότι οι συνθήκες άλλαξαν, ενώ προϋπόθεση να προχωρήσει είναι η αυτοκριτική αποτίμηση της πορείας του. Με τα πολλά, η συστηματική αυτοκριτική συντάχθηκε –πράγμα πρωτοφανές σε παγκόσμια κλίμακα– αλλά αγνοήθηκε επιδεικτικά.
Πάντως εκκρεμεί η αυτοκριτική κάθε πλευράς για την περίοδο 2019-2023, μαζί με μια δεύτερη ματιά στην προηγούμενη υπό το φως του σήμερα. Θα ήταν κι αυτό μια συμβολή στην ευρύτερη συζήτηση που οφείλουμε να αναλάβουμε.
Αριστείδης Μπαλτάς
Αντί να γίνει η ανάγκη Ιστορία,
η Ιστορία γίνεται σιωπή
Συνήθως τα κείμενα «γραμμής», δηλαδή τα κείμενα εκείνα που προτείνουν μεθόδους λειτουργίας ενός κόμματος ή/και διείσδυσης στην κοινωνία, ξεκινούν με περιγραφή της πραγματικότητας και την αναγκαιότητα παρέμβασης του πολιτικού υποκειμένου στο οποίο αναφέρονται. Προτείνω να σπάσουμε τη νόρμα. Την πραγματικότητα τη βιώνουμε όλοι και όλες, και τα προβλήματα είναι πανευρωπαϊκά και γνωστά, η υπόλοιπη υφήλιος έχει παρόμοια, όμως όχι ίδια.
Οπότε ας συμφωνήσουμε ότι πάνω από τη χώρα πλανιέται ένα ξεψυχισμένο «αϊ σιχτίρ», και ας δεχτούμε ότι είναι κρίσιμης σημασίας η δραστήρια, δημιουργική και διαρκής παρέμβαση της Αριστεράς στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο. Ήδη έχω κάνει τρεις παραδοχές. Η πρώτη είναι πως η δυσαρέσκεια είναι διαταξική και διατρέχει όλο το πολιτικό φάσμα (η θέση ενισχύεται από τις έρευνες γνώμης). Η δεύτερη είναι πως η Αριστερά, ακόμη κι αν δεν υπάρχει, πρέπει να την εφεύρουμε – και πολύ φοβάμαι ότι ίσως χρειαστεί να το κάνουμε. Η τρίτη –και σημαντικότερη– είναι πως η παρέμβαση της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι κοινωνική και πολιτική, έχοντας κατά νου τη διαλεκτική σχέση των δύο πεδίων, τα οποία αν και διατηρούν μια σχετική αυτονομία εν τέλει είναι αδιαχώριστα.
Στα καθ’ ημάς, η κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της Αριστεράς, ο οποίος οριοθετείται στα αριστερά του ΠΑΣΌΚ και όσο πάει, είναι μάλλον απογοητευτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ και τα κομμάτια του –γιατί κόμματα δεν είναι– δεν έχουν ξεκάθαρη ιδεολογική ταυτότητα και εκπεφρασμένους στόχους, τα κόμματα του εξωκοινοβουλίου κυρίως ετεροπροσδιορίζονται, ενώ το ΚΚΕ που έχει ταυτότητα, στόχο και είναι αυτόφωτο, προτιμά να κρατάει τις αποστάσεις του από τον υπόλοιπο χώρο. Παραφράζοντας ελαφρώς τον Άγγελο Ελεφάντη, αυτή είναι η Αριστερά που μας έλαχε.
Το ερώτημα που τίθεται πιεστικά είναι «Τι να κάνουμε» για να αντιμετωπίσουμε την καθημερινή υποβάθμιση της ζωής μας. Η μόνη ρεαλιστική απάντηση είναι «λαϊκή αντεπίθεση», άρα αντεπίθεση στο δρόμο. Συγκρότηση και ανασυγκρότηση κομμάτων και ομαδώσεων της Αριστεράς με ιδεολογικές αρχές, δομή και πρόγραμμα. Συνάντηση των αριστερών (ναι, είναι πληθυντική η Αριστερά, δεν είναι μία) στο δρόμο, με όλους εκείνους και όλες εκείνες που επιθυμούν να καλυτερεύσουν την καθημερινότητά τους. Δηλαδή, συνάντηση στο κοινωνικό πεδίο, με πολιτικά αιτήματα τα οποία όσο ανυψώνεται το επίπεδο της πάλης τόσο θα εξελίσσονται σε πιο σύνθετα. Το προηγούμενο διάστημα κομμάτι της Αριστεράς φλέρταρε με την ιδέα συγκρότησης εκλογικού «αντιδεξιού μετώπου», στα πρότυπα του γαλλικού Νέου Λαϊκού Μετώπου, του οποίου τα όρια φάνηκαν γρήγορα και τα αποτελέσματα θα είναι επώδυνα για τον γαλλικό λαό – ας μάθουμε από την πείρα τους. Η αντεπίθεση μπορεί να γίνει μόνο στο δρόμο και μόνο με κοινωνικοπολιτική πάλη η οποία θα εκβάλει σε στόχο εξουσίας, όπως την ορίζει κάθε μία και κάθε ένας από εμάς. Εν κατακλείδι, ένα πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς προκύπτει, αν χρειαστεί, από κοινές θέσεις, προτάσσοντας ένα εναλλακτικό πρότυπο, και δεν είναι αποτέλεσμα οικονομίας της ανάγκης. Οι Αριστερές οφείλουν να (ανα)συνταχθούν, να αρθρώσουν καθαρό λόγο, να προβάλουν την ταυτότητά τους και να βγουν στο δρόμο με το λαό. Ο χρόνος της ενδοσκόπησης τελείωσε.
Αιμιλία Βήλου,
υποψήφια διδακτόρισσα Πολιτικής Επιστήμης, Πάντειο Πανεπιστήμιο,
επιστημονική συνεργάτιδα του ΕΝΑ
Θεωρία και Αριστερά
Υπάρχει ποιητική δικαιοσύνη στην αποπομπή του Κασσελάκη. Όταν κέρδισε τις εκλογές απελευθέρωσε, με τις αλλοπρόσαλλες δηλώσεις του, τις τάσεις του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ που ήθελαν να πετύχουν αυτό που επιδιώκει κάθε φράξια: να ελέγξουν το κόμμα. Μόνο που χρειάστηκε να ιδρύσουν νέο κόμμα, ένα ακόμη θραύσμα του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι άφησαν το κόμμα στον Κασσελάκη και την πλειοψηφική τάση, την «Κίνηση Μελών». Μόνο που και η Κίνηση είχε τις υποτάσεις της. Όταν οι προεδρικοί προγραμμάτισαν την τελική λύση, τα 87 επιφανή μέλη της «Κίνησης Μελών», που δεν άντεχαν την περιθωριοποίηση και τις διαρκείς προσβολές, δρομολόγησαν τη δικιά τους αποπομπή και την πιθανή δημιουργία ενός ακόμη θραύσματος. Έπεσαν στον λάκκο που έσκαψαν για τους αντιπάλους τους.
Όλα αυτά έφτασαν την απαξίωση της Αριστεράς και την αποστράτευση μελών από όλα τα διάδοχα σχήματα σε οριακό σημείο. Τα τούβλα της καταρρέουσας Κουμουνδούρου έπεσαν και πέφτουν στα κεφάλια όλων των αριστερών. Δεν μπορούμε να μείνουμε αδρανείς μπροστά στην οικονομική δυσπραγία, την αντιδημοκρατική πολιτική και τη θεσμική εκτροπή της κυβέρνησης. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε μια απεγνωσμένη κοινωνική κίνηση ανάλογη μ’ αυτή της Ιταλίας ή της Γερμανίας. Μόνο η Αριστερά, πέρα και μετά από τα θραύσματα, μπορεί να την ανακόψει. Αλλά αυτή τη στιγμή, η Αριστερά προκαλεί θλίψη, απογοήτευση και αμηχανία.
Στις αρχές του 2024, ως πρόεδρος του Ιδρύματος «Νίκος Πουλαντζάς» πρότεινα στο κόμμα να αντικατασταθεί το διοικητικό συμβούλιο που είχε παραιτηθεί μετά τη νίκη Κασσελάκη με μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς και συντρόφους/ισσες που δεν συμμετέχουν σε κόμμα. Η κοινωνική επιστήμη, η κριτική θεωρία και η φιλοσοφία δεν είναι χώροι αντιπαραθέσεων, αλλά διαλόγου και σύνθεσης. Ο «Πουλαντζάς», όπως όλοι ονομάζουν με αγάπη το Ινστιτούτο, πρέπει να συνεχίσει τη μακρά του παράδοση αντιπροσωπεύοντας τις θεωρητικές και πολιτικές τάσεις της πληθυντικής Αριστεράς.
Τα κομματικά στελέχη με τα οποία συζήτησα το μέλλον του Ινστιτούτου συμφωνούσαν με την πρόταση. Φτιάξαμε κατάλογο πιθανών μελών του Δ.Σ. που περιλάμβανε πρόσωπα που δεν είναι μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Η συζήτηση διακόπηκε όμως βίαια από την ηγεσία. Έγινε σαφές ότι ο Κασσελάκης ούτε ήξερε ποιος είναι ο Πουλαντζάς ούτε ενδιαφερόταν για την αριστερή θεωρία και ιστορία. Παραιτήθηκα και κάλεσα όσα στελέχη κατανοούν τη σημασία του Ινστιτούτου να το προστατεύσουν. Αυτή την πρόταση θέλω να βάλω πάλι στο τραπέζι. Να καλέσει η νέα ηγεσία το παραιτημένο διοικητικό συμβούλιο να εξετάσει την επανεκκίνηση του Ινστιτούτου ως θεσμού της πληθυντικής Αριστεράς.
Γενικότερα, πρέπει να δημιουργήσουμε το ταχύτερο ένα forum θεωρίας, ιδεών και πειραματισμού. Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή και δεν αρκούν οι επιδερμικές δημοσιογραφικές αναλύσεις ούτε τα κουρασμένα τσιτάτα που ακούμε πάλι. Χρειάζεται επιστροφή στη θεωρία, την αυτοκριτική, την ανάλυση των νέων κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων, γέφυρες επικοινωνίας. Χωρίς θεωρία, δεν υπάρχει αριστερή πράξη. Χωρίς ανοικτή συζήτηση και επιστημονική τεκμηρίωση, δεν υπάρχει ανασύνθεση της Αριστεράς.
Κώστας Δουζίνας
Αναζητώντας οδικό χάρτη
Με τις πρόσφατες εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται ότι τα θραύσματα της ελληνικής Αριστεράς θα αυξηθούν. Τουλάχιστον όμως διακόπηκε η περαιτέρω γελοιοποίηση που της είχε προσδώσει ο Κασσελάκης ο οποίος βέβαια, όπως έχει χιλιοειπωθεί, ήταν το σύμπτωμα, όχι η αιτία. Οι αιτίες ας αναζητηθούν σε μας που, κατά περίπτωση, 1) αφήσαμε τον Τσίπρα, από τη βραδιά των εθνικών εκλογών του 2019, να μεταλλάξει το κόμμα διά της διολισθήσεως, 2) ψηφίσαμε την εκλογή προέδρου από τα μέλη, στο συνέδριο του 2022, και 3) διασπείραμε δυνάμεις, στις εσωκομματικές εκλογές του 2023. Οι αποτυχίες αυτές δεν ήταν αποτέλεσμα προσπαθειών που δεν ευοδώθηκαν λόγω εξωτερικών εχθρών. Ήταν αποτέλεσμα λανθασμένων μας πολιτικών εκτιμήσεων και απουσίας βούλησης. Ας το παραδεχθούμε μέσα από μια διαδικασία αυτογνωσίας, μακριά από ανάγκες αυτοεπιβεβαιώσεων – όχι για να αυτομαστιγωθούμε, αλλά για να προχωρήσουμε.
Να προχωρήσουμε στην ενότητα, ανασύνθεση και επανίδρυση μια ισχυρής Αριστεράς στην Ελλάδα με κατεύθυνση ριζοσπαστική. Το θέμα απασχόλησε το προηγούμενο αφιέρωμα των «Παρεμβάσεων» όπου ξεδιπλώνονται με επάρκεια φυσιογνωμικά στοιχεία της ποθούμενης αυτής Αριστεράς.
Τα αδιέξοδα αρχίζουν όταν προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε έναν πιο συγκεκριμένο οδικό χάρτη, και να αναζητήσουμε, εκτός της Νέας Αριστεράς που τη θεωρούμε δεδομένη, τα πολιτικά υποκείμενα με τα οποία θα μπορούσε να αρχίσει ένας διάλογος. Για παράδειγμα, σχεδόν το σύνολο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς δηλώνει κατηγορηματικά πως «δεν συνομιλεί με ανθρώπους που στήριξαν μνημόνια», δημιουργώντας ένα πλαίσιο τελείως διαφορετικό από την εποχή του «Χώρου Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς» και της συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, όπου ένα σημαντικό κομμάτι της έπαιξε καθοριστικό ρόλο.
Το μεγαλύτερο βέβαια αδιέξοδο στην παρούσα συγκυρία είναι η απουσία μιας κοινωνικής φουσκοθαλασσιάς, με κινήματα, διαμαρτυρίες και πρωτοβουλίες που – ταυτόχρονα (αν όχι πρωτευόντως)– πάνω της θα ακουμπήσουν και θα καρποφορήσουν, μέσα από διαδικασίες συνδιαμόρφωσης, τα σχέδια επί χάρτου για την ανασυγκρότηση του ζητούμενου αριστερού πολιτικού υποκειμένου. Ο κόσμος της αποχής συνιστά προνομιακό έδαφος αριστερής απεύθυνσης, αλλά αναζητούνται οι θρυαλλίδες της αφύπνισής του.
Ίσως, προς το παρόν, πρέπει να ασχοληθούμε περισσότερο με τα καθ’ ημάς, χωρίς αυτό να σημαίνει σεχταρισμό. Διότι, μπορεί να υπάρχει ένδεια διαθέσιμων συγκροτημένων αριστερών σχηματισμών, υπάρχουν όμως πολλοί αριστεροί άνθρωποι, ανένταχτοι ή ενταγμένοι (των εντός ΣΥΡΙΖΑ μη εξαιρουμένων), εν δυνάμει κόμβοι δημιουργίας κοινωνικών αναταράξεων, που όμως δεν μπορούν να βρουν βηματισμό. Ίσως το έναυσμα δινόταν από μια ανοικτή πανελλαδική πρωτοβουλία πολιτών, είτε ως άτομα είτε ως εκπρόσωποι σχηματισμών, με αυστηρές όμως δημοκρατικές δικλείδες ασφαλείας, χωρίς παραγοντισμούς. Η Νέα Αριστερά έχασε την ευκαιρία να ακολουθήσει τον παραπάνω δρόμο, το Νοέμβριο 2023. Πάντως, ακόμη και τώρα θα μπορούσε να υιοθετήσει πλευρές ενός τέτοιου ανοίγματος, εν όψει του συνεδρίου της. Έχει τα πλεονεκτήματα μιας στοιχειώδους οργάνωσης, ενός πλούσιου κοινοβουλευτικού έργου και, προπαντός, έχει ένα αξιόλογο και αξιέπαινο ανθρώπινο δυναμικό στη βάση.
Για το δρόμο που ανιχνεύουμε 1) υπάρχει άφθονο υλικό, με επεξεργασίες για την κοινωνία και την οικονομία, που χρειάζεται να τεθεί σ’ έναν συντεταγμένο διάλογο, 2) δεν έχει νόημα καμιά κίνηση χωρίς τη νεολαία μπροστά (έμπρακτα, όχι στα λόγια), 3) αναφερόμαστε στην ανασυγκρότηση της Αριστεράς, όχι της κεντρο-Αριστεράς και του «προοδευτικού τόξου», και 4) ο/η πρόεδρος να εκλέγεται από όργανα και όχι από τη βάση. Μια καλή ιδέα είναι να επιστρέψουμε στον δημοκρατικότερο θεσμό του γραμματέα/της γραμματέως.
Ζωή Γεωργίου,
συνταξιούχος μηχανικός
Μια επείγουσα, παλιά, ιστορία
Έχουν περάσει 35 χρόνια από εκείνες τις μέρες της κατάρρευσης της πρώτης μεταπολιτευτικής προοδευτικής κυβέρνησης στην Ελλάδα, όταν ο διάλογος στην ευρύτερη Αριστερά για την ανασυγκρότηση του ριζοσπαστικού χώρου ήταν στην κορύφωσή του. Τότε, είδαμε σημαντικούς μετασχηματισμούς και μετατοπίσεις που κάποτε αξίζει να τους μελετήσουμε πιο αναλυτικά.
Μέσα σε αυτά τα χρόνια, έχουν γίνει σημαντικά βήματα: κοινωνικό φόρουμ, δημιουργία ΣΥΡΙΖΑ , κίνημα πλατειών, μια κυβέρνηση της Αριστεράς πολλά υποσχόμενη, ένα δυνατό αντιμνημονιακό «Όχι», μια μεγάλη διάψευση, πλήθος απόπειρες συνεννόησης για την άρθρωση ενός διαφορετικού σχεδίου, κάποιες φορές επιτυχημένες όταν είχαν κοινωνική γείωση, τις περισσότερες όχι.
Σήμερα, βρισκόμαστε μπροστά στην πιο σκληρή επίθεση του κεφαλαίου. Θέτοντας ερωτήματα σε σχέση με τις κλασσικές προσεγγίσεις της θεωρίας των κρίσεων, βλέπουμε ότι το κεφάλαιο απαντάει στις κρίσεις με μεγαλύτερη καταστροφική επιθετικότητα, νέους κύκλους πολλαπλών μορφών υφαρπαγής, νέες διαιρετικές τομές σε παγκόσμιο επίπεδο, νέους πολέμους, εξωτερικούς και εσωτερικούς. Το ΤΙΝΑ μοιάζει πλέον κοινός τόπος για τους περισσότερους ανθρώπους. Ωστόσο, η λογική λέει πως, όταν η πλειονότητα της κοινωνίας πλήττεται, αργά ή γρήγορα θα προκύψουν κοινωνικές αντιστάσεις, και αυτό είναι κάτι που ήδη το βλέπουμε είτε με το ξέσπασμα κινημάτων είτε με εξεγέρσεις λαών, όπως το πρόσφατο παράδειγμα της Παλαιστίνης.
Πώς λοιπόν, μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, χτίζεται η απάντηση στο ζόφο και η προοπτική της κοινωνικής αλλαγής; Κατ’ αρχήν, χτίζεται με την αναγνώριση και την κοινή διαπίστωση του τι κάνει ο αντίπαλος και ποιο είναι το υποκείμενο που θα απαντήσει, πώς θα δυναμώσει ο κοινωνικός αγώνας και θα σταθεί αντιμέτωπος σε κάθε πτυχή των σχέσεων εξουσίας στην οικονομία, την πολιτική και την κοινωνία γενικότερα. Αγώνας που κυρίως θα δοθεί στα κοινωνικά μέτωπα, αλλά εργαλείο του κατά περίπτωση θα είναι και η παρέμβαση στους θεσμούς, διευρύνοντας το πλαίσιο μέσα στα οποίο δίνονται οι μάχες, και στα θεσμικά εργαλεία, προς όφελος των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων. Μέσα από και παράλληλα με το δυνάμωμα των κινημάτων και των δεσμών ανάμεσά τους, η Αριστερά του 21ου αιώνα θα έχει την ευκαιρία αλλά και την υποχρέωση να επινοήσει εκ νέου τον εαυτό της και να ανασυγκροτήσει τη νέα αφήγηση για μια κομμουνιστική ουτοπία που έχει πληγεί καίρια στην ιστορική πορεία του προηγούμενου αιώνα.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι παγκόσμιο και θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Η πρόσφατη εμπειρία της Γαλλίας αξίζει μια συστηματική ανάλυση και παρακολούθηση. Εστιάζοντας λίγο περισσότερο στα καθ’ ημάς και στις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων είναι σαφές ότι οι υφιστάμενες πολιτικές συλλογικότητες δεν έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα να παράξουν αυτόνομα ή σε συνεργασίες έναν ανατρεπτικό πολιτικό λόγο με συγκεκριμένες στοχεύσεις. Η ανάγκη δυναμώματος ενός ανοιχτού ειλικρινούς και σε βάθος διαλόγου είναι επείγουσα. Όπως και η ανάγκη κοινού βηματισμού που θα βασίζεται σε ουσιαστική πολιτική συμφωνία και όχι σε παραδοχές που η ζωή έχει δείξει ότι εμπεριέχουν ενσωματωμένη τη συνθήκη της διάλυσής τους .
Πριν μερικά χρόνια λέγαμε: «Πρέπει να φτιάξουμε το μέρος που θα ξανασυναντηθούμε». Το μέρος που θα ξανασυναντηθούμε είναι γύρω μας, εκεί που υπάρχει μια άνεργη, εκεί που πνίγεται ένας μετανάστης, εκεί που χάνεται ένα σπίτι, εκεί που κακοποιείται μια γυναίκα, εκεί που μια βόμβα σκοτώνει άμαχους… Ας πάμε προς τα εκεί με στόχο τη νίκη, και θα ξαναβρεθούμε.
Τόνια Κατερίνη,
αρχιτέκτονας, μέλος Αναμέτρηση-ΟΝΚΑ