Η έκθεση «Nelly's» στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης που εγκαινιάστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, η οποία ήταν μια προσαρμογή της αναδρομικής έκθεσης που διοργάνωσε το 2023 στην Αθήνα το Μουσείο Μπενάκη, αλλά και η ομότιτλη έκθεση της συλλογής του Μιχάλη και της Τίνας Κρασάκη στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων τον περασμένο Ιούλιο, για ακόμα μια φορά εγκωμίασαν το έργο της Έλλης Σουγιουλτζόγλου - Σειδάρη (1899-1998) για την καλλιτεχνική και τεκμηριωτική του αξία (Efsyn, 2024), διαχωρισμένο από το συγκεκριμένο ιδεολογικό περιεχόμενο του έργου της. Τον εθνικισμό της μεταξικής δικτατορίας.
Από τη δεκαετία του 1980 που αναβίωσε το ενδιαφέρον για το έργο της Έλλης Σουγιουλτζόγλου, κατά το δυτικότερο Nelly’s, με αφορμή τη δωρεά του φωτογραφικού της αρχείου στο Μουσείο Μπενάκη από την ίδια τη φωτογράφο, η ανάγνωση του έργου της υπερασπίζεται τις αισθητικές αξίες μια φωτογραφικής ελληνικότητας, αποτυπωμένης σε αρχαιολογικά μνημεία, σε χορεύτριες με φόντο τον Παρθενώνα, σε παραδοσιακές φορεσιές και πορτρέτα επιφανών προσωπικοτήτων του μεσοπολέμου.
Η εθνικοποίηση της φωτογράφου το 1992, με αφορμή την έκθεση «Το σώμα, το φως και η Αρχαία Ελλάδα» στο Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών υπό την αιγίδα του ΥΠΠΟ και σε επιμέλεια Κατερίνας Κοσκινά, εξωράισε εξαρχής το φωτογραφικό αρχείο σε καλλιτεχνικό έργο, παρά το γεγονός ότι οι δελφικές φωτογραφίες της Σουγιουλτζόγλου με γυμνούς αθλητές σε πόζες αρχαίων αγαλμάτων, μπορούν να παραλληλιστούν με φωτογραφίες του γερμανικού περιοδικού Schönheit (Ομορφιά) που από τα τέλη του 19ου αιώνα παρουσίαζε γυμνά σώματα σε στάσεις αρχαίων αγαλμάτων, ενταγμένα στο κίνημα Nacklulture (Toepfer, 1997), προετοιμάζοντας το έδαφος της ναζιστικής προπαγάνδας για φυλετική καθαρότητα.
Οπτικά ακαταμάχητη μεταφορά μιας εθνικιστικής ιδεολογίας
Ιστορικά, η Έλλη Σουγιουλτζόγλου υπήρξε η αγαπημένη φωτογράφος του νεοσύστατου υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού της δικτατορίας του Μεταξά, στο οποίο η φωτογράφος εργάστηκε από το 1924-1939 συμμετέχοντας ενεργά ως εθνική διαφημίστρια, με ένα σημαντικό μέρος των φωτογραφιών της να έχουν γίνει είτε με απευθείας αναθέσεις είτε με στόχο τη διάθεσή τους σε διαφημιστικά και προπαγανδιστικά φυλλάδια. Η εμπλοκή της στον προπαγανδιστικό μηχανισμό του καθεστώτος Μεταξά βρήκε την ολοκλήρωσή της στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης του 1939, με τις φωτογραφίες της να διακοσμούν το ελληνικό περίπτερο.
Ωστόσο, η αποδοχή του έργου της από δεξιά και αριστερά ιδεολογικά ρεύματα ως κατάλληλες εικονογραφικές μεταφορές ενός ελληνοκεντρικού μυθότοπου με ευρωπαϊκό πρόσημο (Καράλη, 2023), είχε ως αποτέλεσμα οι φωτογραφίες αυτές να εκπροσωπήσουν την Ελλάδα στην πολιτιστική Ολυμπιάδα της Βαρκελόνης το 1992. Από τότε, η εγχώρια κριτική τέχνης προσλαμβάνει τις φωτογραφίες της Σουγιουλτζόγλου ως έργο μιας ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αισθητικής, κατοχυρώνοντας τη δημιουργό τους σε κορυφαία μορφή της νεοελληνικής φωτογραφίας. Κάτι τέτοιο εξαγνίζει τις εικόνες από κάθε υποψία σύνδεσης με το ιδεολόγημα της γενετικής καθαρότητας των Ελλήνων που προπαγάνδιζε ο Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός, το ιδεολογικό κατασκεύασμα του Μεταξά κατά τον τρόπο του Τρίτου Ράιχ.
Ωστόσο, είναι προφανής η συγγένεια του έργου της Σουγιουλτζόγλου με το έργο της προπαγανδίστριας των ναζί, Λένι Ρίφενσταλ, που οι φήμες θέλουν να έχουν συναντηθεί στην Ολυμπία το 1936, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της διάσημης ταινίας «Ολυμπία» για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου (βλ. Metaxas Project, 2016). Κοινό σημείο και των δύο είναι η διαμόρφωση μιας ορισμένης ιδέας της ανθρώπινης μορφής, βασισμένης στην έννοια του ωραίου και του υγιούς, μέσα από μια ουτοπική αισθητική, στην οποία η σωματική τελειότητα συνδέεται με την εθνική ταυτότητα ως βιολογικό δεδομένο, κάτι που οδηγεί στα ναζιστικά ιδεώδη για την άρια φυλή. Με τον ίδιο τρόπο που η ταινία της Ρίφενσταλ εξύψωνε τη φυλετική ανωτερότητα του άριου σώματος, οι φωτογραφίες της Σουγιουλτζόγλου στον Παρθενώνα και στους Δελφούς συνθέτουν μια οπτικά ακαταμάχητη μεταφορά μιας εθνικιστικής ιδεολογίας, στην οποία η ελληνική φυλετική καθαρότητα λειτουργεί ως παράδειγμα του ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει o ρατσισμός ως έκφραση, τόσο της ιδιαιτερότητας του έθνους όσο και της κατασκευής της εθνικής ταυτότητας (βλ. Delany, 2002).
Αντικείμενα εθνικής γοητείας και σαγήνης
Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει με ακρίβεια τη οικειότητα της Σουγιουλτζόγλου με τη ναζιστική ηγεσία, ιδιαίτερα με τον Χίτλερ, το πορτρέτο του οποίου βρίσκεται στο αρχείο της, καθώς η ανάγνωση του έργου της βασίζεται αποκλειστικά στη δική της μυθιστορηματική αφήγηση της ζωής της το 1989 (όταν ήταν 90 χρονών), την οποία μονοπωλεί η αγάπη της για την αρχαιότητα και τη συνέχεια του Ελληνισμού, περιγράφοντας με αφέλεια την επαφή της με τον Χίλτερ και την οικογένεια Γκέμπελς. Το αφήγημα αυτό που αναπαράγεται πλέον σχεδόν αυτούσια, λειτουργεί ως βασικό κριτικό πλαίσιο για την κατανόηση και αποδοχή του έργου της, το οποίο θεωρείται ένα έργο απρόσβλητο από εξωγενείς παράγοντες, τροφοδοτημένο μόνο από ένα προσωπικό, άδολο πατριωτισμό (Κοσκινά, 1996).
Αλλά ακόμα και εάν δεχτούμε ότι οι φωτογραφίες αυτές απεικονίζουν απλώς μια Ελλάδα «ειδυλλιακή» (Efsyn, 2024), αυτή η απλότητα και η αφέλεια υπηρετούν συγκεκριμένα ιδεώδη που ήθελαν την αληθινή τέχνη να εμπνέεται από «αισθητικό εδαφισμό», απορρίπτοντας την τέχνη που εξαρτάται από τον χρόνο και επιζητεί τον νεοτερισμό (Τζιόβας, 2012). Με άλλα λόγια, όσο η πνευματική διανόηση και τα ΜΜΕ προσπαθούν να πείσουν ότι οι φωτογραφίες αυτές είναι προϊόντα της αφέλειας ενός ανίδεου ρομαντικού, τα οποία εκμεταλλεύτηκαν οι μηχανές του καθεστώτος Μεταξά (Damaskos, 2007), οι εθνικιστικές σημάνσεις που εκπέμπουν αυτές εικόνες δεν μπορούν ούτε να αποσιωπηθούν ούτε να αγνοηθούν, καθώς όλες σχεδόν αντανακλούν τα δύο βασικά στοιχεία της τέχνης που υποστήριζε ο Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός. Φυλή και Γη (Παππάς, 1938).
Το δόγμα της συνέχειας του Ελληνισμού που αποτελεί μια σταθερά του νεοελληνικού πολιτικοκοινωνικού σχηματισμού, ίσως δικαιολογεί αυτή την υπερ-προβολή της περσόνας Nelly’s. Σήμερα ωστόσο που διαφαίνεται ότι «ο αιών της δημοκρατίας σβύει, και ο αιών του κρατικού εθνισμού ανατέλλει» (Νεοελληνικά Γράμματα, 1939), οι φωτογραφίες αυτές έχουν εξελιχθεί σε αντικείμενα εθνικής γοητείας και σαγήνης.