Κριτική θεάτρου για την παράσταση «Άμλετ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Αυτό το πασίγνωστο έργο της παγκόσμιας δραματουργίας έχει δεχθεί (και υποστεί όπως και άλλα) αμέτρητες αναγνώσεις-ερμηνείες. Θα έλεγε κανείς πως υπάρχουν τόσοι Άμλετ όσοι και σχολιαστές, σκηνοθέτες, ηθοποιοί ή θεατές. Είναι η τραγωδία ενός ευγενικού και φωτισμένου πνεύματος που επαναστατεί όταν καταρρέουν όλα τα προσωπικά, οικογενειακά, φιλοσοφικά και πολιτικά του πιστεύω. Ο κλονισμός αυτός είναι τόσο τρομερός και ο στοχασμός του πάνω στα ερείπια τόσο ασίγαστος, ώστε παραλύουν τη δράση του και τον οδηγούν στην αυτοκαταστροφή. Μια αυτοκαταστροφή που είναι επίσης απελευθέρωση και εξιλέωση. Ως σπουδαστής φιλοσοφίας, αναζητά με πάθος την αλήθεια, ως κατεξοχήν άνθρωπος της Αναγέννησης, αμφιβάλλει για όλα.
Η έρευνα και η αμφιβολία γίνονται οδυνηρές για τον Άμλετ επειδή αυτός δεν κινείται μόνο από θεωρητικό έρωτα γνώσης αλλά και από το προσωπικό του δράμα, το χρέος εκδίκησης που του έχει υπαγορεύσει το Φάντασμα του πατέρα του. Συγγενεύει έτσι με τον Οιδίποδα, όχι με την φροϊδική έννοια, αλλά επειδή παλεύουν και οι δύο παθιασμένα να μάθουν την αλήθεια και μαθαίνοντάς την αυτοκαταστρέφονται. Το υπαρξιακό ερώτημα «Να ζεις. Να μη ζεις.» περικλείει την απορία «να δράσεις ή να μη δράσεις», ακόμη κι εναντίον του εαυτού σου. Αλλά τι νόημα έχει για τον Άμλετ να δράσει, αφού η δράση δεν μπορεί να επιδράσει σε τίποτα, αφού πράξη και απραξία καταντάνε το ίδιο, καταλήγουν στην ίδια αδυναμία να διορθώσεις τα πράγματα, ν’ αλλάξεις έναν κόσμο που δεν αξίζει να τον ζεις αν δεν αλλάξει;
Η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά (1988) δίνει νέα ώθηση στο κείμενο του Σαίξπηρ δημιουργώντας έναν θεατρικό λόγο που συμπυκνώνει πολυεπίπεδες αναμετρήσεις και επιτρέπει στους ηθοποιούς να κινηθούν με άνεση τόσο στη γλωσσική όσο και στην παραγλωσσική εκφορά των ρόλων. Η μετάφραση καθοδηγεί την αισθητική της σκηνοθεσίας του Θέμη Μουμουλίδη, ο οποίος δημιουργεί μια ζωηρή σε ρυθμό παράσταση που καθιστά το έργο ενδιαφέρον και κατανοητό από ένα σύγχρονο, ευρύ και ετερόκλητο κοινό. Ο Θέμης Μουμουλίδης διαβάζει και αναδεικνύει με καθαρότητα τις πολύπλοκες και βαριές πτυχώσεις του σαιξπηρικού λόγου καλλιεργώντας παράλληλα το σασπένς που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών. Άλλωστε, η προσεγμένη στη λεπτομέρεια όψη της παράστασης προκρίνει ένα σκοτεινό, μυστηριώδες και απειλητικό περιβάλλον που αποτυπώνει τον ψυχισμό των προσώπων. Επιβλητικό, με ευρηματικές «κρυψώνες», το σκηνικό της Μικαέλας Λιακατά εξυπηρετεί τις σημασιολογικές αποχρώσεις της κίνησης της Πατρίτσιας Απέργη, ενισχύεται από τη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου και «συνομιλεί» με τους καίριους φωτισμούς του Νίκου Σωτηρόπουλου, τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, τα βίντεο του Θωμά Παλυβού και τις σπαθογραφίες του Αναστάση Ροϊλού.
Ο Αναστάσης Ροϊλός ενσαρκώνει εξελικτικά και σε βάθος τον Άμλετ σαν μια αφετηρία προς το πολυδαίδαλο της ανθρώπινης ψυχής. Η Ιωάννα Παππά (Γερτρούδη) διακρίνεται για την εκφραστική της ωριμότητα. Ως Κλαύδιος, ο Μιχάλης Συριόπουλος αποδίδει ευθύβολα τον δόλο και τον κυνισμό του προσώπου. Ο Θοδωρής Σκυφτούλης (Πολώνιος, Νεκροθάφτης) και ο Θανάσης Δόβρης (Ρόζενκραντζ, Βερνάρδιος, Πρώτος Ηθοποιός, Βασιλιάς, Ιερέας, Λοχαγός, Όσρικ) διαφοροποιούνται με ευελιξία στους πολλαπλούς ρόλους τους. Η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου (Γκίλδενστερν, Βασίλισσα, Κυρία), η Τζένη Καζάκου (Οφηλία), ο Άρης Νινίκας (Οράτιος) και ο Δημήτρης Αποστολόπουλος (Λαέρτης, Λουκιανός, Μάρκελλος, Φορτεμπράς) συμπληρώνουν επάξια τη διανομή.
Καλαίσθητο και συλλεκτικό, όπως πάντα, το πρόγραμμα-βιβλίο των παραγωγών της 5ης Εποχής με τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, χρονολόγιο του Σαίξπηρ, σημαντικό αριθμό ποιητικών συνομιλιών και κριτικών προσεγγίσεων και παράρτημα στην αγγλική γλώσσα.