Τη σκέφτομαι τη Φθιώτιδα με διαφορετικούς τρόπους: σύγχρονα, ιστορικά, αρχαιολογικά, συγγραφικά ή μελλοντικά. Τώρα που η αστική τάξη της χώρας γνωρίζει ακμή, είναι μια ευκαιρία για τον νομό να αστικοποιηθεί περαιτέρω και να γνωρίσει την κουλτούρα της; κατανάλωση, δημοσιότητα, δεξιά εκπροσώπηση, γάμοι, κοσμική ζωή, τουρισμό και ψυχανάλυση με έρωτες, επενδύσεις, επιθυμίες, εθνικισμό και οικογενειακά όνειρα. Οι ιδιωτικοποιήσεις νερών ιαματικών, λιμανιών, κλιμάτων κι ενεργειών, σχολείων κι εθνικών οδών, θάλασσας, στεριάς, υγείας, κατασκηνώσεων και βουνών, την κάνουν δραστήρια, λιμπιντική, κερδοφόρα, γνωστική και σύμμαχο της πολιτικής εξουσίας του νομού.
Το μεγάλο περιβαλλοντικό πάρκο των δωρεάν ιαματικών πηγών του «Κονιαβίτη», ένας προστατευόμενος τόπος, ένα εν δυνάμει Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης για όλα τα σχολεία της Ελλάδας, με τοξοτές γέφυρες και παρατηρητήριο πουλιών και καταφύγιο τόσων ζώων, με δυνατότητα διαμονής των παιδιών, τυγχάνει τελικά ισπανικής επένδυσης για τον προσήκοντα διεθνισμό του κεφαλαίου, για να γίνει μια μικρή πολιτεία πολλών στρεμμάτων σαν κάστρο για μεγάλα βαλάντια. Το μεγάλο αυλάκι του μύλου ποτέ δεν αποκαταστάθηκε και σιτάρι της Κνημίδας οι κάτοικοι δεν τρώνε. Αν είναι ξένο κι είναι κεφάλαιο καλώς να έρθει, αν είναι ξένος πρόσφυγας ή μετανάστης και δεν είναι εμπόρευμα, όπως αντιθέτως είναι ο τουρίστας, να μείνει εκτός ΕΕ. Αν είναι ασυνόδευτο παιδί που θέλει να πάει στην Πορτογαλία, να μη μείνει ούτε μια μέρα. Τα βούρλα που σε έσωσαν κάποτε από τον εχθρό, δεν σε σώζουν από τους φίλους. Τη Φθιώτιδα τη σκέφτομαι σύγχρονα.
Αλλά και ιστορικά. Βλέπω το φάντασμα του Άρη στην Πλατεία Λαού και στα βουνά και βλέπω τον παπά Ανυπόμονο να με ξεναγεί στην Μονή Αγάθωνος και να μου λέει πως έβλεπαν τα παιδιά τον καπετάνιο πάνω στο άλογο. Βλέπω το ταξίδι της φύσης και της ιστορίας που κάνει ο Γιώργος Σφήκας στην Οίτη και την Γκιώνα, βλέπω τον δάσκαλο Νίκο Κουλούρη και παρακολουθώ το μάθημα της ιστορίας στον μαθητή του Μπάμπη Κλάρα κι ακούω την αναπνοή της δασκάλας Βαγγελίτσας Κουσιάντζα, που δεν λέει να τελειώσει τη ζωή της μέχρι να ολοκληρωθεί το μάθημα της ιστορίας στα παιδιά του μέλλοντος. Αυτή την παιδαγωγική συνεχίζει με τα βιβλία του ο Χάρης Σακελλαρίου που ευτυχώς κυκλοφορούν και τα έχουμε στα σχολεία μας. Μετά τον Άρη ο τόπος άδειασε κι έμεινε μόνο η Παιδόπολη της Λαμίας. Οι πιο πολλοί προοδευτικοί άνθρωποι μετακινηθήκαν στην Αθήνα πέριξ της Ομονοίας ή των Εξαρχείων ή στο Παγκράτι. Ή μετανάστευσαν εκτός Ελλάδας. Το φάντασμά του πλανιέται ευτυχώς στο μουσείο του Μιχάλη Παπαμαύρου στις Κομποτάδες, μαζί μ’ αυτό του φίλου του δασκάλου Βασίλη Παπανικολάου. Ο πολίτης σκιαμαχεί με τον κοσμοπολίτη κι η ιστορία, η δημοκρατία κι οι συνελεύσεις με τις ιδιωτικοποιήσεις. Ίσως γι’ αυτό λένε τον Άρη εθνικιστή.
Θέλω να μιλήσω για τη Φθιώτιδα αρχαιολογικά, συγγραφικά και μελλοντικά. Θέλω Θερμοπύλες, Αλαμάνα, Ηρακλή, Αχιλλέα και Γοργοπόταμο μαζί. Θέλω βαριά νομίσματα για μια κοινωνική κι αλληλέγγυα οικονομία, θέλω κοινοτισμό και συνεταιρισμό και μικρό κλήρο για όλους τους αγρότες, θέλω ήρωες στα μαξιλάρια των παιδιών κι ελεύθερη γη από τη δυναστεία της Ευρώπης και τους σύγχρονους κοσμοπολίτες. Θέλω αγοραίους πολίτες κι όχι αγοραίους πωλητές βουνών, ψυχών, σπιτιών και περιουσιών. Θέλω όλα τα σχολεία να γίνουν μουσεία και να κλείσουμε μέσα το μάθημα. Θέλω αρχαίες πέτρες, δέντρα, ποδήλατα, κύκνους και δοξασμένα νερά στον πλάτανο και στο τραπέζι του φτωχού. Θέλω την αρχαιολογία της γνώσης με το παράπονο του αρχαιολόγου πως οι κάτοικοι του νομού δεν αγαπούν τα αρχαία.
Θέλω να βρω έναν τρόπο να μιλήσω για όλους αυτούς που ένιωσαν την ανάγκη να περιγράψουν την ευτυχία την ώρα που έκαναν λογοτεχνία, δίδασκαν, πολιτεύονταν ή εργάζονταν, ξέροντας τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής. Και βρίσκω καταφύγιο σε τρεις συγγραφείς και σε τρία βιβλία τους. Στις «Ψηφίδες μιας ζωής» (2009) του Δημήτρη Τζουβάρα, που ήταν να γίνει δάσκαλος μα δεν τον άφησε ο μπαμπάς του, το Μοσχοχώρι γίνεται ο τόπος του κεντήματος του ιστορικού νοήματος του μεσοπολέμου. Δεν έγινε δάσκαλος, μα σαν δάσκαλο τον διαβάζω. Έγινε αγρότης και κτηνοτρόφος και μπορεί πια με το βιβλίο του να μπαίνει το σχολείο για να μας δώσει ως ένας άνθρωπος οριακά αλφαβητισμένος όλη την εποχή: τον κάμπο, την απαλλοτρίωση, την επιστήμη, τον αγροφύλακα, την οργάνωση της πολιτικής ζωής, την αντίσταση, το πολιτικό σύστημα της χώρας, τον εμφύλιο και τα χρόνια που ακολούθησαν στην Φθιώτιδα. Η μεγαλύτερη πολιτική νίκη, για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων, ήταν αυτή επί της ιδιοκτησίας. Στο «Σκοτεινό μεσημέρι» (1960) ο Γιάννης Μαρής διερευνά την ψυχική ζωή του αστικού κόσμου στο μεγάλο ξενοδοχείο των Καμένων Βούρλων. Το ονομάζει λογοτεχνικά «Άρτεμις». Έχοντας κάνει αποκαλύψεις για την Μακρόνησο κατέφυγε στην αστυνομική λογοτεχνία για να δείξει αυτό που ξέρει καλά η Αριστερά: το έγκλημα. Είναι η περίοδος που σ’ αυτό το ξενοδοχείο αναστοχάζεται τον βίο του ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, με την Ελλάδα όπου πάει να τον πληγώνει. Αυτός ο χώρος γνωρίζει την πρώτη ιδιωτικοποίηση και την αίσθηση των μοντέρνων ερείπιων τριάντα χρόνια μετά. Κι ο «Τυφεκιοφόρος του εχθρού» (1972) του Μάριου Χάκκα είναι αυτή η λογοτεχνική πραγματεία των χρόνων που ακολούθησαν στην Αθήνα, μετά την Μακρακώμη στην οποία γεννήθηκε. Η φυλακή του αγωνιστή ήταν το καινούριο του σπίτι. Η κουλτούρα της τάξης αντικαταστάθηκε από την κουλτούρα του κόμματος. Έχασε κι η τάξη και το κόμμα. Ψάχνουμε την αλήθεια σαν τον Οιδίποδα και βγάζουμε μόνοι μας τα μάτια μας, χωρίς να έχουμε την οικονομική εξουσία. Και σήμερα γι’ αυτά τα βιβλία δεν έχουμε βιβλιοθήκες.
Και σκέφτομαι τη Φθιώτιδα ακόμα πιο σύγχρονα, υπερσύγχρονα, αυτή τη φορά ρωτώντας: Πότε θα στεγαστεί το μουσείο ραδιοφώνου στη Λαμία; Πώς μπορεί η δημόσια βιβλιοθήκη της να γίνει κινητή και να φτάσει ο δανεισμός των βιβλίων σε όλο τον νομό; Πότε θα έχουμε το μουσείο της Εθνικής Αντίστασης ολοκληρωμένο; Πότε θα κάνουμε ένα αφιέρωμα στη Ζωρζ Σαρή και θα κάνουμε τη βιβλιοθήκη που ονειρεύτηκε σ’ ένα σχολείο στον Αχινό; Πότε θα γίνει μουσείο ανοιχτό όλο τον χρόνο το κλειστό δημοτικό σχολείο της Παύλιανης; Πότε θα έχουμε στα Καμένα Βούρλα το μουσείο ιαματικού τουρισμού; Πότε θα επιβιβαζόμαστε στο τρένο στον μεγάλο σταθμό του Μώλου; Πότε θα έχουμε ποδηλατοδρόμο στον Μαλιακό Κόλπο; Πότε θα έχουμε νερό στις πλατείες; Πότε θα έχουμε πολιτικές μετακίνησης των πολιτών με λιγότερο αυτοκίνητο; Πότε θα φυτεύονται δέντρα που θα αντιστρατεύονται την κλιματική αλλαγή; Πότε θα πέσει αυτή η κυβέρνηση μα θα μείνει η αγάπη; Πότε θα έχουμε πάρκα σκύλων στους δήμους του νομού; Πότε θα έχουμε σχολεία κοινοτικά, συνεταιριστικά, συνεργατικά, παραγωγικά, αειφόρα κι όλο μετασχηματιστικά για την κοινωνία και την οικονομία που θέλουμε; Κι αφού ξέρουμε ήδη τη σχολική αποτυχία λόγω του τουρισμού, τώρα που θα γίνουμε «βιομηχανία του τουρισμού» πώς θα τα κρατήσουμε ανοιχτά, μεγάλα και μικρά;
Κι άλλες ερωτήσεις μπορούν να γίνουν. Το ραδιόφωνο των παιδιών «Τα θρανία της Άνοιξης» έχουν δεχθεί πολλές ερωτήσεις στο γραμματοκιβώτιό τους, ερωτήσεις οι οποίες γίνονται εκπομπές και τυπώνονται στον «Κοκκινολαίμη». Ξέρω τις πιθανές απαντήσεις: «Πολλά ρωτάς. Το πότε και το ποτέ, ένας τόνος δρόμος. Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι τη Φθιώτιδα»! Ε, λοιπόν, κάθε καλοκαίρι σκέφτομαι τη Φθιώτιδα. Κι εύχομαι να είμαστε πολλοί/πολλές και πολλά παιδιά, έτοιμα να ασκήσουν την ιδιότητα του πολίτη και κάτι να κάνουμε για όλα αυτά στα σχολεία μας. Κάτι που να έχει ιστορία, επιθυμία, οικολογία, συνέλευση και οικονομία.