Η πολυαναμενόμενη δημοσίευση της έκθεσης «Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ανταγωνιστικότητας» (έκθεση Ντράγκι) δημιουργεί ένα πλαίσιο συζήτησης για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεκαπέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 2008.
Η κριτική επί των προτάσεων έχει σημασία εφόσον δει κανείς ποια προβλήματα και σε ποιες συνθήκες θα λυθούν αυτά. Υπό αυτή την έννοια, η αξία της έκθεσης έγκειται στην τεχνοκρατικά τεκμηριωμένη «διάγνωση» των προβλημάτων της ΕΕ.
Διάγνωση προβλημάτων που αποτυπώνει η έκθεση, συνοπτικά:
-
Η οικονομία της ΕΕ χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα συγκριτικά με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Το δημογραφικό προφίλ της ΕΕ μέχρι το 2040 προεξοφλεί εισέτι μεγαλύτερη χειροτέρευση της παραγωγικότητάς της, εάν δεν αλλάξει κάτι δραστικά.
-
Η οικονομία της Ευρώπης εκμεταλλεύτηκε έως σήμερα τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης προς όφελος της ανάπτυξης του τομέα των υπηρεσιών. Την περίοδο 2000-2019 η συμβολή των υπηρεσιών στο ΑΕΠ της ΕΕ αυξήθηκε από το 30% στο 43%, ενώ στις ΗΠΑ αυξήθηκε από το 25% στο 26% αντίστοιχα. Η εικόνα αυτή δικαιολογεί, μεταξύ άλλων, το σημερινό τεχνολογικό και παραγωγικό έλλειμα της ΕΕ.
-
Ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία, που λόγω κυρώσεων δεν προμηθεύει πλέον με φθηνή ενέργεια την ΕΕ. Το κόστος ενέργειας στις ΗΠΑ και Κίνα σήμερα είναι υποπολλαπλάσιο του κόστους ενέργειας στην ΕΕ.
-
Κενά στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, σε συνδυασμό με έλλειμα στην επιχειρηματική ανάληψη ρίσκου από θεσμικούς φορείς (τράπεζες) και ιδιωτικό τομέα, τα οποία δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη και διάχυση της καινοτομίας στην οικονομία.
-
Η λειτουργία των οργάνων της ΕΕ δεν ανταποκρίνεται στην ταχύτητα αλλαγών στην παγκόσμια οικονομία.
Οι προτάσεις της έκθεσης συνοδεύονται από τον χαρακτηρισμό της «υπαρξιακής αναγκαιότητας», με πρωτεύουσα ιεράρχηση την κατάκτηση αμυντικής ασφάλειας που θα λειτουργήσει και ως τεχνολογικός και αναπτυξιακός επιταχυντής. Και πάλι συνοπτικά:
-
Αύξηση των επενδύσεων κατά 5 μονάδες ΑΕΠ κάθε χρόνο ή αλλιώς κατά 800 δισ. ευρώ παραπάνω ετησίως. Σε σύγκριση με το επενδυτικό πρόγραμμα του σχεδίου Marshall 1948-1951 που ήταν 1-2% ως ποσοστό ΑΕΠ ετησίως, το μέγεθος των απαιτούμενων κεφαλαίων της πρότασης είναι τεράστιο. Η αύξηση των επενδύσεων θα χρηματοδοτηθεί κυρίως από τον δημόσιο τομέα.
-
Νέα βιομηχανική στρατηγική με έμφαση στις αμυντικές δαπάνες που θα απορροφήσουν το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων, με στόχο την υποκατάσταση μέρους των αμυντικών προμηθειών που γίνονται σήμερα από τις ΗΠΑ.
-
Νέες συντονισμένες πολιτικές για τη δημιουργία ασφαλούς δικτύου προμήθειας ενεργειακών πόρων και κρίσιμων πρώτων υλών που απαιτούνται για τη βιομηχανική ανάπτυξη.
-
Πολιτικές εξέλιξης και αφομοίωσης των τεχνολογικών εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης και ανάπτυξης νέων δεξιοτήτων στους εργαζόμενους.
-
Ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και ενίσχυση της λειτουργίας της αγοράς κεφαλαίων με έμφαση στη λειτουργία των venture capitals.
-
Αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των οργάνων της ΕΕ, ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη ταχύτητα και λιγότερη γραφειοκρατία.
Η πρόταση του δανεισμού τεράστιου ποσού από το «μέλλον» για τη συμμετοχή της Ευρώπης στην οικονομία πολέμου, είναι οικονομικά και πολιτικά ανορθολογική, καθώς:
-
Εγκαταλείπει το προβάδισμα της ΕΕ στην εξέλιξη και εφαρμογή «καθαρών τεχνολογιών», τη στιγμή που η πραγματική απειλή για την ανθρωπότητα είναι η κλιματική αλλαγή, για την οποία δεν γίνεται καν αναφορά στην έκθεση. Η επιλογή της «οικονομίας πολέμου» απαιτεί πρώτες ύλες που η ΕΕ δεν έχει, ενεργειακή αυτονομία που επίσης δεν έχει και τεχνολογία που πρέπει να αποκτήσει με ίδια μέσα σε σύντομο χρόνο.
-
Η πολιτική και οικονομική ενοποίηση που απαιτεί η οικονομία πολέμου δεν έχει κατακτηθεί μεταξύ των κρατών μελών, όπως η κρίση του 2008 και η τελευταία ενεργειακή κρίση απέδειξε. Θα εγγυηθούν οι εθνικές τράπεζες (Γαλλίας και Γερμανίας κυρίως) έναν τέτοιο δανεισμό και εάν ναι, με ποια «ανταλλάγματα»; Η ροή των πόρων ενός τέτοιου δανεισμού θα είναι προς τις χώρες που έχουν βιομηχανική υποδομή, ενώ αντίστροφα η αύξηση των δαπανών του συνολικού προϋπολογισμού της ΕΕ θα επηρεάσει αρνητικά τις χώρες που δεν έχουν βιομηχανική υποδομή, μεγαλώνοντας αναπόφευκτα την απόκλιση μεταξύ των εθνικών οικονομιών.
-
Το ισχυρό κοινωνικό κράτος, το καλό εκπαιδευτικό σύστημα, το καλύτερο περιβάλλον που η έως τώρα λειτουργία της ΕΕ έχει επιτύχει, συγκριτικά με ΗΠΑ και Κίνα, είναι αποτέλεσμα των μειωμένων αμυντικών της δαπανών. Πώς διασφαλίζεται ότι αυτά τα επιτεύγματα της ΕΕ δεν θα επηρεαστούν άμεσα αρνητικά;
Στην πραγματικότητα δια μέσου της απολύτως τεκμηριωμένης διάγνωσης των προβλημάτων της ΕΕ που αποτυπώνει η έκθεση, αποκαλύπτεται η αποτυχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου που κυριάρχησε στην Ευρώπη τα τελευταία 35 χρόνια. Η ιεράρχηση όμως των προβλημάτων, τη στιγμή που αντίπαλα στρατόπεδα μετρούν πυραύλους, δεν μπορεί να εκκινεί από την παραγωγικότητα την οποία θα κατακτήσουμε μέσω της οικονομίας του πολέμου. Αντίστροφα, η ιεράρχηση έπρεπε να εκκινεί από την εμπέδωση της ειρήνης και την αποτροπή της κλιματικής καταστροφής.
Είναι φανερό πλέον ότι οι θεωρίες του μοναδικού ορθού οικονομικού δρόμου, της σοφίας των αγορών, του τέλους της Ιστορίας, γκρεμίζονται με πάταγο και τεράστιο κόστος για τους εργαζόμενους. Η αποδοχή μιας νέας στρατηγικής που θα μεταλλάσσει την Ευρώπη του μανιφέστου του Ventotene, της διακήρυξης Schuman και του δόγματος Spinelli, σε μία Ευρώπη πολεμική μηχανή, εκτός από ανορθολογική είναι και επικίνδυνη.
Η ευθύνη της διαμόρφωσης βιώσιμης στρατηγικής για το μέλλον της Ευρώπης και των εργαζομένων της περνάει αναγκαστικά πλέον τώρα στην Αριστερά.