Η ανασυγκρότηση του αριστερού ημισφαιρίου προϋποθέτει, αφενός, πολιτικές πρωτοβουλίες και, αφετέρου, μια καλή εικόνα του κοινωνικού εδάφους πάνω στο οποίο αυτές μπορούν να ευδοκιμήσουν. Η ανάγκη αυτή μας παραπέμπει, μεταξύ άλλων, και στη μελέτη των διαιρετικών τομών της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή των βασικών διαχωριστικών γραμμών που έχουν προκύψει από κοινωνικούς μετασχηματισμούς, παλιότερους ή νεότερους, και αναπόδραστα επηρεάζουν την πολιτική συμπεριφορά των πολιτών.
Όπως εισηγήθηκαν οι Lipset και Rokkan, το 1967, η Βιομηχανική Επανάσταση και η συγκρότηση του έθνους-κράτους μας κληροδότησαν τέσσερις βασικές διαιρετικές τομές, που διαμόρφωσαν από νωρίς τα κομματικά συστήματα των χωρών που γνώρισαν αυτούς τους μετασχηματισμούς: κεφάλαιο – εργασία, αστικός – αγροτικός χώρος, κράτος – εκκλησία, κέντρο – περιφέρεια. Στη συνέχεια, τη δεκαετία του ‘70, ο Ronald Inglehart έδειξε πως μια «σιωπηλή επανάσταση» στις αξίες των δυτικών κοινωνιών, πρόσθεσε μια νέα διαιρετική τομή μεταξύ υλιστικών – μεταϋλιστικών αξιών. Τα δικαιώματα των γυναικών, των γκέι, των μειονοτήτων (εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, κ.ά.) αποτέλεσαν αντικείμενα δομικής διαμάχης, ενώ τα πράσινα κόμματα που ξεπήδησαν, προσέθεσαν μια διαιρετική τομή που αφορούσε τον βαθμό ενδιαφέροντος για τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Από το τέλος του αιώνα οι μεταναστευτικές ροές προσέδωσαν νέα ένταση στις διενέξεις γύρω από τα δικαιώματα και, κατ’ επέκταση στη διαμάχη Αριστεράς – Δεξιάς, ενώ η ίδια η παγκοσμιοποίηση και η έλευση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έμελλε να αναδιαμορφώσουν τα κομματικά συστήματα στη βάση των χαμένων – κερδισμένων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως έχει δείξει ο Hanspeter Kriesi και οι συνεργάτες του στα πρώτα χρόνια της κρίσης. Εξαιρετικό ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει η διαπίστωση του Thomas Piketty και των συνεργατών του[1] ότι, ενώ στις δυτικές δημοκρατίες την περίοδο 1950-1980 οι πιο μορφωμένοι και οι πιο πλούσιοι ψήφιζαν πολύ περισσότερο δεξιά κόμματα, εδώ και δεκαετίες οι πιο μορφωμένοι ψηφίζουν περισσότερο αριστερά κόμματα, διαμορφώνοντας το φαινόμενο της «βραχμανικής Αριστεράς», ένα φαινόμενο που στηρίζεται σε μια διπλή κοινωνική κίνηση: των περισσότερο μορφωμένων από τη Δεξιά προς την Αριστερά και των λιγότερο εύπορων από την Αριστερά προς την (ακρο-)Δεξιά.
Επί τη βάση όλων αυτών, ακολουθούν μερικά σχόλια που, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους όσοι και όσες επιθυμούν να εμπλακούν ενεργά στην προσπάθεια ανασυγκρότησης του αριστερού ημισφαιρίου.
Μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, οι πολίτες με τα χαμηλότερα εισοδήματα δυσκολεύονται να βρουν εκπροσώπους. Το ΚΚΕ φυσικά δεν έπαψε να είναι στο πλευρό τους, αλλά όπως ξέρουν οι πάντες αυτό δεν κάνει καμιά διαφορά στην προοπτική τους. Έχει εμφανιστεί, επομένως, μια τάση στροφής προς τα συντηρητικά κόμματα, δεξιά και ακροδεξιά, κάτι που παρατηρείται και διεθνώς. Η κατάληξη της Συριζαϊκής Αριστεράς πρέπει να μας ενδιαφέρει, γιατί όλος ο χαμηλόμισθος κόσμος που τον στήριξε την προηγούμενη δεκαετία αναζητεί επιτακτικά πολιτική έκφραση. Αυτή τη στιγμή η Νέα Αριστερά, το ΜέΡΑ25 και τα θραύσματα του οικολογικού χώρου αποτελούν κομμάτια μιας «βραχμανικής Αριστεράς», εκφραστή των μορφωμένων αριστερών μεσαίων και ανώτερων εισοδημάτων. Ο εναπομείνας ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί εξίσου να εκφράσει τον λαϊκό κόσμο που εξακολουθεί να έχει αναφορά σε αυτόν, όχι μόνο γιατί διαλύεται, αλλά και γιατί από τη συνθηκολόγηση του 2015 και μετά στον λόγο του οι ελεύθεροι επαγγελματίες και η μικρομεσαία επιχείρηση έχουν εκτοπίσει τη μισθωτή εργασία. Στη μάχη της διαδοχής ενδέχεται ο Παύλος Πολάκης να προσπαθήσει να εκφράσει αυτό τον κόσμο, τόσο με το στυλ του, όσο και με τις προτάσεις του. Το ΠΑΣΟΚ με τη σειρά του έχει γυρίσει την πλάτη στη μισθωτή εργασία και τα κοινωνικά στρώματα με τα μικρότερα εισοδήματα από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου. Η δυναμική της υποψηφιότητας Δούκα δείχνει ότι ίσως να έχει τύχη μια στροφή προς αυτά τα στρώματα. Μένει βέβαια να φανεί αν ο ίδιος τη θέλει και ως ποιο βαθμό, καθώς και το αν το ΠΑΣΟΚ ως μηχανισμός είναι ακόμα σε θέση να εκφράσει αυτούς που εξέφραζε μέχρι την έναρξη της κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, είναι πιθανό μεγάλα κομμάτια της μισθωτής εργασίας να παραμείνουν εγκλωβισμένα στα πελατειακά δίκτυα της Δεξιάς, που τους υπόσχονται οφέλη σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο, ή να στραφούν έτι περαιτέρω στα κόμματα της Ακροδεξιάς που έχουν πληβειακό στυλ και λόγο.
Η «βραχμανική Αριστερά» δυσκολεύεται επίσης να διεισδύσει στην περιφέρεια και στον αγροτικό χώρο, στους θρησκευόμενους και τους ηλικιωμένους, κοινωνικοί χώροι και πληθυσμοί που παραδοσιακά ψηφίζουν περισσότερο προς τα δεξιά. Κατά την κατανόησή μου, λοιπόν, η καθ’ ημάς Αριστερά πρέπει να πάρει τις αποφάσεις της: την ενδιαφέρει απλώς να συντηρήσει μια φθίνουσα επίδοση στους μορφωμένους, τους νέους και τις γυναίκες χάρις στην ιδιοκτησία του ζητήματος των δικαιωμάτων και των μεταϋλιστικών αξιών, ή την ενδιαφέρει να εκφράσει πρωταγωνιστικά και τη μισθωτή εργασία (που συμπίπτει με τους συνεπείς φορολογούμενους), δίνοντάς της προτεραιότητα σε σχέση με τις «ιερές αγελάδες» της ελληνικής οικονομίας; Τα προβλήματα της περιφέρειας, των αγροτών και των ηλικιωμένων είναι μια δύσκολη πίστα, η οποία αξίζει να μας απασχολήσει σε ξεχωριστό σημείωμα.
Σημείωση:
1. Amory Gethin, Clara Martinez-Toledano, Thomas Piketty, Πολιτικές διαιρετικές τομές και κοινωνικές ανισότητες. Μια μελέτη είκοσι πέντε δημοκρατιών, 1948-2020, Εκδόσεις Τόπος, 2024