Η εξαγγελία για αλλαγή του επιδόματος ανεργίας, έχει δύο κύριους άξονες: την αναλογικότητα (δηλαδή την αναπλήρωση μέρους των αποδοχών από την τελευταία θέση εργασίας) και την σταδιακή μείωση του, έτσι ώστε καθώς περνά ο χρόνος ο άνεργος να εισπράττει λιγότερα. Όπως συνηθίζεται σε ανάλογες κυβερνητικές πρωτοβουλίες, η θετική διάσταση της αναπλήρωσης – σε γενικό επίπεδο και χωρίς μέχρις στιγμής σαφή δέσμευση – χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό επικοινωνιακό περιβάλλον.
Πρέπει λοιπόν να κάνουμε την παραδοχή ότι απουσιάζει μια κρίσιμη παράμετρος, τα νούμερα και η ακριβής αποτύπωση της αρχιτεκτονικής που έχουν την δικιά τους σημασία για την πλήρη αξιολόγηση των αλλαγών. Επειδή ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, το πώς θα αποτυπωθεί για παράδειγμα τελικά η πρόβλεψη της αναλογικότητας μπορεί να οδηγήσει σε πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Ωστόσο αυτό που είναι ήδη καθαρό είναι το σκεπτικό. Να μην λειτουργεί το επίδομα σαν αντικίνητρο για την εύρεση εργασίας. «Να κινητρόδοτηθεί η εργασία» όπως είπε πρόσφατα ο πρωθυπουργός στην ΔΕΘ.
Κάτω από αυτό το πρίσμα αναδεικνύεται και ο βασικός κίνδυνος για το πως θα δουλέψει η σύνδεση του εισοδήματος με το επίδομα. Αφορά τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους και το πως θα επηρεαστούν. Είναι ορατό το ενδεχόμενο να βρεθούν χαμηλόμισθοι ή μερικώς απασχολούμενοι, ήδη ευάλωτες κατηγορίες ενώ εργάζονται, σε σχετικά δυσμενέστερη θέση. Και καθώς το βασικό χαρακτηριστικό του επιδόματος είναι ότι διαμορφώνει την διαπραγματευτική δύναμη με την οποία ο άνεργος θα προσπαθήσει να ξαναμπεί στην αγορά εργασίας, να ωθηθούν έμμεσα να καταλάβουν οποιαδήποτε θέση εργασίας τους προσφερθεί ανεξαρτήτως αμοιβής και συνθηκών.
Το ότι αυτός είναι ο στόχος της αλλαγής το επιβεβαιώνει και η σταδιακή μείωση του. Καταρχήν αντισταθμίζει την διάσταση της αναλογικότητας μετατρέποντας την σε εμπροσθοβαρή καταβολή. Στην ουσία λειτουργεί σαν ποινή, μειώνοντας προοπτικά το εισόδημα, καθιστώντας τον άνεργο υπεύθυνο για το ότι δεν μπορεί να βρει έγκαιρα δουλεία. Αυτή είναι άλλωστε και η άρρητη υπόθεση, η ανεργία δεν είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο αλλά ατομική επιλογή. Σε αυτή την λογική αρκεί να αλλαχθούν οι παράμετροι για τον άνεργο ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Ακόμα και αν το ύψος του επιδόματος σήμερα είναι μόλις 509 ευρώ, μπορεί να θεωρείται αντικίνητρο.
Δεν είναι όμως τυχαία και η χρονική συγκύρια. Το φαινομενικά παράδοξο να συνυπάρχει ένα υψηλό ποσοστό ανεργίας (9.9% για τον Ιούλιο) με δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας είναι αυτό που πιέζει την κυβέρνηση να δράσει. Δεν είναι τυχαίο που σε σχεδόν κάθε αναφορά από την εργοδοτική πλευρά για την αδυναμία εύρεσης εργαζόμενων, το επίδομα ανεργίας αναφέρεται σαν πρόβλημα χρησιμοποιώντας την ίδια ρητορική με την κυβέρνηση.
Είναι όμως έτσι; Η αγορά εργασίας δεν είναι ενιαία, μια κενή θέση προγραμματιστή δεν μπορεί να καλυφθεί από έναν άνθρωπο χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις όσο και αν πειστεί οικονομικά. Ούτε μπορεί ένας άνεργος να μετακινηθεί στην Κρήτη από την Δυτική Μακεδονία χωρίς συγκεκριμένες προϋποθέσεις ή να στραφεί ξαφνικά σε εντατικές χειρωνακτικές εργασίες. Με απλά λόγια δεν μπορεί να υπάρξει αντιστοιχία κενών θέσεων και ανέργων ένας προς ένα.
Πάνω σε αυτή την γενική αρχή, επιδρούν και οι παθογένειες της αγοράς εργασίας. Το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ε.Ε. στον πραγματικό μέσο μισθό, το σε πολλές περιπτώσεις τοξικό εργασιακό περιβάλλον και η απουσία προοπτικών εξέλιξης είναι ο πυρήνας του προβλήματος. Η απροθυμία να μεταρρυθμιστεί αυτό το μοντέλο οδηγεί στην ανάγκη να διαμορφωθούν οι άνθρωποι στα μέτρα του. Χαμηλώνοντας τις προσδοκίες και ενισχύοντας του μηχανισμούς που θα τους κάνουν να αποδεχτούν θέσεις εργασίας που παράγει. Αυτή είναι και η πραγματική αίτια για την έγνοια της κυβέρνησης να αλλάξει το επίδομα ανεργίας.
Για αυτό και η συζήτηση που επικεντρώνεται στην ανεργία, χωρίς να την εντοπίζει ως υποσύνολο του ευρύτερου προβλήματος των εργασιακών σχέσεων στην χώρα οδηγεί πολύ ευκολά σε λάθος συμπεράσματα. Και πολλές φορές δημιουργεί την εξαιρετικά δυσάρεστη εικόνα να προσεγγίζονται στην δημοσία σφαίρα σοβαρά ζητήματα με τρόπο που ελάχιστη σχέση έχει με την εμπειρία όσων βιώνουν πραγματικά το πρόβλημα.