Πριν από μία εβδομάδα ο Πρωθυπουργός μιλώντας στη ΔΕΘ ανακοίνωσε το πρόγραμμα της κυβέρνησης για το επόμενο έτος, ως απάντηση στην κατάσταση της οικονομίας και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά, τα οποία προκαλούν δημοσκοπική φθορά στην κυβέρνηση.
Κυρίαρχο ζήτημα στις συζητήσεις είναι η ακρίβεια που ασκεί πίεση τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι τιμές τον Αύγουστο αυξήθηκαν 3% σε σχέση με πέρυσι, πράγμα που καταδεικνύει ότι ο πληθωρισμός δεν έχει τεθεί ακόμη υπό έλεγχο. Παράλληλα, το αυξημένο κόστος ζωής έχει εδραιωθεί, με τις τιμές βασικών προϊόντων και υπηρεσιών να παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Ενδεικτικά, το επίπεδο τιμών στη διατροφή και τα μη αλκοολούχα ποτά είναι 31% υψηλότερο από ότι το 2020, στη στέγαση 24% υψηλότερο, στα διαρκή αγαθά 12%, στις μεταφορές 25%, στα ξενοδοχεία-καφέ-εστιατόρια 20%. Το πρόβλημα είναι ακόμη πιο έντονο αν αναλογιστεί κανείς ότι τα κατώτερα αλλά και σε σημαντικό τμήμα των μεσαίων στρωμάτων δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους στα βασικά είδη -διατροφή, ενέργεια στέγαση- και συνεπώς για αυτούς η αύξηση του κόστους ζωής είναι σημαντικά μεγαλύτερη από αυτό που υποδεικνύει το ύψος του πληθωρισμού. Για αυτό και τα πραγματικά τους εισοδήματα έχουν μειωθεί σημαντικά. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η Ελλάδα, σύμφωνα με την Eurostat, κατατάσσεται στην προτελευταία θέση στην ΕΕ όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης, μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία. Δείκτες της Eurostat όπως το ποσοστό των πολιτών στο όριο της φτώχειας (25%) και το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούν να καλύψουν απρόβλεπτες δαπάνες (45%) υπογραμμίζουν την οικονομική δυσπραγία. Περισσότεροι από το 34% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών δαπανάται στη στέγαση, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, ενώ 6 στα 10 νοικοκυριά δηλώνουν ότι ο μισθός τους έχει ξοδευτεί μέχρι τις 19 του μηνός, σύμφωνα με έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ.
Εξαγγελίες μικρής εμβέλειας
Με την εικόνα της ακρίβειας να παραμένει τόσο ανησυχητική, θα περίμενε κανείς το κυβερνητικό πρόγραμμα να περιλαμβάνει είτε γενναίες αυξήσεις εισοδημάτων είτε μέτρα σημαντικής μείωσης των τιμών. Ωστόσο, οι ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των πολιτών. Προφανώς κάθε ενίσχυση των πολιτών είναι προς θετική κατεύθυνση, ωστόσο όταν τις αξιολογεί κανείς πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και αν αυτές ανταποκρίνονται στις ανάγκες. Και αυτό γιατί οι συγκεκριμένες είναι τόσο μικρές που δύσκολα θα δώσουν απαντήσεις στις καθημερινές ανάγκες των πολιτών.
Πρώτη «εμβληματική» εξαγγελία του Πρωθυπουργού είναι η αύξηση των συντάξεων κατά 2-2,5%. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται για νέο μέτρο αλλά για απλή εφαρμογή ενός νόμου που ίσχυε και πριν αναλάβει ο ίδιος Πρωθυπουργός, και άρα κακώς είναι αντικείμενο εξαγγελιών. Ένας συνταξιούχος λοιπόν που παίρνει 800 ευρώ το μήνα θα δει μία αύξηση της τάξης των 15–20 ευρώ μηνιαίως. Αντίστοιχα και η παροχή που θα δοθεί στους συνταξιούχους που έχουν προσωπική διαφορά και άρα δεν θα λάβουν την παραπάνω αύξηση: αυτοί θα λάβουν 100–200 ευρώ άπαξ, ποσό που αν το επιμερίσουμε σε 12 μήνες είναι μια ενίσχυση της τάξεως των 8 – 16 ευρώ μηνιαίως. Παρόμοιες παροχές βλέπουμε σε δικαιούχους επιδομάτων αναπηρίας του e-ΕΦΚΑ, σε δικαιούχους επιδόματος ΑΜΕΑ ΟΠΕΚΑ, σε ανασφάλιστους υπερήλικες που όλοι θα λάβουν ενίσχυση 200 ευρώ. Όλα τα παραπάνω είναι ποσά που δεν ανταποκρίνονται ούτε καν στις τρέχουσες ανατιμήσεις, πόσο μάλλον στο ήδη υψηλό επίπεδο τιμών.
Αυξήσεις σε βάθος τριετίας
Η δεύτερη μεγάλη εξαγγελία η οριζόντια αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων. Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού ο κατώτατος μισθός στο δημόσιο (ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι 850 ευρώ) θα εξισώνεται πλέον με τον κατώτατο στον ιδιωτικό τομέα (ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι 830 ευρώ). Άρα, αν ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα αυξηθεί στα 870 ευρώ το 2025, τότε και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι θα λάβουν 20 ευρώ επιπλέον το μήνα μεικτά. Δηλαδή καθαρά περίπου 10 – 15 ευρώ. Ταυτόχρονα, αν ο κατώτατος μισθός του ιδιωτικού τομέα αυξηθεί στα 950 ευρώ το 2027 η αύξηση θα φτάσει τα 100 ευρώ μεικτά (άρα περίπου 55 – 75 ευρώ καθαρά). Όμως το 2027 είναι τρία χρόνια από τώρα. Μια τέτοια αύξηση σε βάθος τριετίας ίσα που αντισταθμίζει τις αναμενόμενες ανατιμήσεις λόγω πληθωρισμού (αν υποθέσουμε ότι θα παραμείνει σε επίπεδα υψηλότερα του 2%) και άρα δεν κάνει απολύτως τίποτα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του ήδη αυξημένου κόστους ζωής. Τέλος θα πρέπει να τονιστεί ότι η ίδια η εξαγγελία στην καλύτερη περίπτωση είναι παραπλανητική: ότι δηλαδή συνδέεται ο κατώτατος μισθός του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Αυτό γιατί οι δημόσιοι υπάλληλοι (όπως και οι συνταξιούχοι) δεν λαμβάνουν 13ο και 14ο μισθό. Άρα όταν επιτευχθεί η υποτιθέμενη εξίσωση, έστω στα 870 ευρώ, ένας ιδιωτικός υπάλληλος θα λαμβάνει 12.180 ευρώ μεικτά ετησίως, ενώ ο δημόσιος υπάλληλος 10.440. Η «εξίσωση» δηλαδή είναι να λαμβάνουν -σε ετήσια βάση- οι συγκεκριμένοι δημόσιοι υπάλληλοι 14,3% λιγότερο από τον κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα.
Καμία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου
Τελευταία «εμβληματική» εξαγγελία είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1%, και συγκεκριμένα μείωση κατά 0,5% για τους εργαζόμενους και κατά 0,5% για τους εργοδότες. Έτσι, σύμφωνα με την κυβέρνηση, από τη μια ενισχύεται το εισόδημα των εργαζομένων και από την άλλη μειώνεται το εργοδοτικό κόστος και συνεπώς δημιουργείται κίνητρο για προσλήψεις και επενδύσεις. Όσον αφορά την αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων αυτή είναι αμελητέα αφού ένας εργαζόμενος που αμείβεται με 1.200 ευρώ το μήνα (μια σχετικά υψηλή αμοιβή για τα σημερινά δεδομένα της Ελλάδας, αν λάβουμε υπόψη ότι σύμφωνα με την ΕΡΓΑΝΗ 70% των εργαζομένων λαμβάνουν κάτω από 1.200 ευρώ το μήνα) θα δει αύξηση 6 ευρώ το μήνα. Δηλαδή καμία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Την ίδια στιγμή ο εργοδότης που απασχολεί τον συγκεκριμένο εργαζόμενο θα δει μια μείωση του εργοδοτικού κόστους κατά 6 ευρώ το μήνα ή κατά 84 ευρώ το έτος. Μάλιστα αν λάβουμε υπόψη ότι, σύμφωνα με την ΕΡΓΑΝΗ, το 88% των επιχειρήσεων απασχολούν έως 10 υπαλλήλους σημαίνει ότι αυτές οι επιχειρήσεις θα δουν όφελος από 100 έως 1.000 ευρώ ετησίως. Δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι αυτό το όφελος θα τις οδηγήσει να αυξήσουν τις προσλήψεις και τις επενδύσεις. Μεγάλοι ωφελημένοι από αυτό το μέτρο είναι μόνο οι υψηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι και οι μεγάλες επιχειρήσεις. Μεγάλος χαμένος τα ασφαλιστικά ταμεία καθώς χάνουν έσοδα 440 εκατομμύρια ετησίως, με ότι επιπτώσεις έχει αυτό στη βιωσιμότητά τους.
Τα παραπάνω είναι τα «εμβληματικά» μέτρα που προβάλλονται από την κυβέρνηση στον δημόσιο διάλογο. Ωστόσο στο ίδιο πνεύμα κινούνται και οι υπόλοιπες εξαγγελίες. Μέτρα που είτε αυξάνουν ελάχιστα τα εισοδήματα (όπως η αυτοτελής φορολόγηση των εφημεριών στους γιατρούς) ή αφορούν πολύ εξειδικευμένες ομάδες χωρίς ιδιαίτερο όφελος το κοινωνικό σύνολο (όπως η κατάργηση τέλους σταθερής τηλεφωνίας [5%] για συνδέσεις με οπτική ίνα).
Γίνεται πλέον εμφανές ότι, καθώς οι δημοσιονομικοί περιορισμοί επανέρχονται, τα περιθώρια της κυβέρνησης για παροχές περιορίζονται. Βέβαια οι περιορισμοί αυτοί αναδεικνύουν και τις προτεραιότητες της κυβέρνησης των προηγούμενων ετών που δεν εκμεταλλεύτηκε το Ταμείο Ανάκαμψης για να ενισχύσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έδωσε φοροαπαλλαγές στα μεγάλα εισοδήματα και τις επιχειρήσεις και άφησε την κερδοσκοπία ανεξέλεγκτη. Παραμένει απρόθυμη να ελέγξει τα καρτέλ για να μειωθούν οι τιμές και απρόθυμη να ενισχύσει πραγματικά τα εισοδήματα. Είναι λοιπόν δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς αυτές οι εξαγγελίες θα αντιστρέψουν την εικόνα που δίνει η κυβέρνηση στους πολίτες ότι δεν ενδιαφέρεται στην πραγματικότητα για την ουσιαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων τους.