Ο Κασσελάκης δεν είναι πια πρόεδρος. Ένας στεναγμός ανακούφισης ακολούθησε την ψηφοφορία για την άρση της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στον πρόεδρό του.

Ανακούφιση για ποιο λόγο; Γιατί η γελοιοποίηση και ο διασυρμός δεν θα συνεχιστούν και κάποιος νέος πρόεδρος θα μπορέσει να ανακτήσει, ίσως, το χαμένο έδαφος. Όμως, «κατά πόσο μπορούν να διαμορφωθούν, μετά από τέτοια κρίση, συνθήκες ανασύνθεσης αυτού του χώρου;». Το ερώτημα δεν τίθεται μόνο από ψυχρούς παρατηρητές ή εχθρούς, αλλά και από φίλους. Και συχνά συνοδεύεται από το ερώτημα: όσοι «ανέχτηκαν», «δεν όρθωσαν το ανάστημά τους νωρίς», «υποστήριξαν» όλη αυτή την κατάσταση, «δεν έβλεπαν το προφανές;».

 

Ποιον βολεύει το «για όλα φταίει ο Κασσελάκης»;

 

Δεν είναι ότι δεν έβλεπαν αυτά που συντελούνταν μπροστά στα μάτια τους. Ήταν που δεν έκαναν τον κόπο να αντικρύσουν όσα είχαν προηγηθεί, με δική τους ευθύνη αλλά και όσων, αρκετά αργά, αφυπνιστήκαμε. Το μείζον ερώτημα, δηλαδή, που μέχρι στιγμής δεν έχει τεθεί από τους βραδυφλεγείς αντιπάλους του Κασσελάκη, είναι πώς έφτασε ένας ουρανοκατέβατος να διεκδικήσει και να αναλάβει, με λευκή επιταγή ουσιαστικά, τον ρόλο του σωτήρα, με αποτέλεσμα να επιταχύνει την καταστροφή.

Το ζήτημα δεν είναι θεωρητικό ή ιδεολογικού χαρακτήρα. Τυπικότατα, καταστατικότατα και εντελώς πρακτικά, ο άνθρωπος που καταγγέλλεται και καθαιρείται για την καταστροφική πρακτική του, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι ένας από τους υποψήφιους για την προεδρία και θα έχει τη δυνατότητα, αν αποδείξει (αυτός ή ένας όμοιός του) ότι διαθέτει την ανήθικη ικανότητα και τα ανάλογα μέσα εξαπάτησης όπως πριν ένα χρόνο, να βρεθεί ξανά στη θέση που κατείχε. Δεν υφίσταται η παραμικρή πρόνοια για την αποφυγή του ενδεχόμενου αυτού.

Ένας καλόπιστος θα πει: μα είναι δυνατόν να ανοίξει μια συζήτηση για την αλλαγή των κανόνων αυτή τη στιγμή; Δεν είναι απλά δυνατόν, είναι αναγκαίο. Ακόμα κι αν δεν γίνεται να αλλάξουν αυτή τη στιγμή οι όροι, είναι απαραίτητο να δηλωθεί η όποια διάθεση να αλλάξουν.

 

Τα θεμέλια και το πανωσήκωμα

 

Εδώ, όμως, δεν απουσιάζει ο οποιοσδήποτε αναστοχασμός για τον τρόπο εκλογής της ηγεσίας, αλλά και για τον ρόλο της. Το αρχηγικό και προσωποπαγές κόμμα που επαγγέλθηκε ο Κασσελάκης μπορούσε να σχεδιαστεί και να δομηθεί σε θεμέλια που είχαν ήδη χτιστεί. Με βασικό δομικό υλικό όχι το ρόλο της προσωπικότητας στην πολιτική, αλλά το δικαίωμά της να αυθαιρετεί, παραβιάζοντας τη δίδυμη αδελφή της, τη συλλογικότητα. Ο αρχηγισμός θεωρείται πια απαραίτητο στοιχείο της κυβερνησιμότητας, η οποία απογυμνώνεται από κάθε ουσιώδη πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική προϋπόθεσή της και γίνεται αυταξία και αυτοσκοπός. Θα μπορούσε ποτέ να αναδειχθεί πρόεδρος ένας Κασσελάκης με μόνο εφόδιο τη δήλωση «εγώ μπορώ να κερδίσω τον Μητσοτάκη», αν δεν είχε ετοιμαστεί το έδαφος από τον προκάτοχό του;

«Στην Ευρώπη, εδώ και δεκαετίες, οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι η Αριστερά, στο όνομα της διακυβέρνησης και του μοντέρνου, έχει χάσει την ψυχή της», τους στόχους της, «την ισότητα, τη μάχη για την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων, την εκπροσώπηση των φτωχών εναντίον των συμφερόντων των πλουσίων». Τάδε έφη ένας σύμβουλος προέδρων, και της Αριστεράς[1] –αν δεν μας αρκεί η δεδηλωμένη γνώμη των ψηφοφόρων.

 

Η θελημένη θολότητα

 

Να κλείσουμε αυτή την ενδεικτική αναφορά με ένα πιο σύνθετο ζήτημα. Η τελευταία πολιτική καταφυγή του Κασσελάκη ήταν η προσπάθεια διαφοροποίησής του από τους μέχρι πρόσφατα υποστηρικτές του, με τον ισχυρισμό ότι αυτός θέλει ένα κόμμα της σύγχρονης Αριστεράς, ενώ οι αντίπαλοί του σχεδιάζουν κεντροαριστερά νεφελώματα της διαπλοκής. Πώς μπορούσε να προβάλλει έναν τέτοιο ισχυρισμό ο άνθρωπος που εξ αρχής δήλωνε ότι οραματίζεται ένα κόμμα με πρότυπο το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ;

Μπορούσε να το κάνει στο καλλιεργημένο ήδη από το 2019 έδαφος μιας Αριστεράς που δεν πραγματοποιεί προοδευτικές συμμαχίες, αλλά γίνεται η ίδια Προοδευτική Συμμαχία, για χάρη της περίφημης στροφής προς το Κέντρο, που ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τον Κασσελάκη, ούτε από τους περισσότερους αντιπάλους του, ούτε κι από τους όψιμους οπαδούς της αριστερής ταυτότητας, που αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι τη συζήτηση για μια σοβαρή, στρατηγικά χαραγμένη πολιτική συμμαχιών σε προγραμματική βάση. Προτιμούν την προσφυγή σε νεολογισμούς του τύπου «προοδευτική παράταξη», «μεγάλη δημοκρατική παράταξη», στους οποίους μπορεί ο καθένας να δώσει όποιο περιεχόμενο θέλει. Πόσους κασσελάκηδες, λιγότερο κωμικούς και περισσότερο τραγικούς, μπορεί να συνεχίσει να γεννά αυτή η θελημένη θολότητα;

Η αποφυγή της αποσαφήνισης αυτού του πεδίου συνδυάζεται εσχάτως με μια απαξίωση των τάσεων και της καταστατικά κατοχυρωμένης λειτουργίας τους, που θυμίζει πολύ την επίθεση του πρώην προέδρου στα «βαρίδια». Παρουσιάζονται σαν εμπόδιο στο άνοιγμα των φτερών, στη δημοκρατική λειτουργία, παρά την τραγική πραγματικότητα ότι αληθινό εμπόδιο υπήρξε η ρευστοποίηση και η αντιπαράθεση όχι στη βάση διαφορών μεταξύ αριστερών ρευμάτων που συνυπάρχουν σε ένα κόμμα, αλλά προσωπικών στρατηγικών και επιδιώξεων, συχνότατα χωρίς το παραμικρό πολιτικο-ιδεολογικό υπόβαθρο και μόνο ενοποιητικό στοιχείο τη διεκδίκηση της εύνοιας του χαρισματικού ηγέτη. Υπό το φως της τρέχουσας κρίσης θα εξακολουθήσει να αναπαράγεται αυτή η λαθροχειρία από παθόντες και μη μαθόντες;

Διάθεση αναστοχασμού για αυτά και άλλα πολλά δεν διακρίνουμε. Μακάρι να διαψευστούμε. Ο τακτικός στόχος της αποκαθήλωσης του Κασσελάκη φαίνεται ότι δεν αφήνει περιθώρια για κρίσιμες συζητήσεις, που ίσως διαταράξουν πρόσκαιρες συμμαχίες. Πόσα, όμως, μπορεί να σκεπάσει ένα χαλί και για πόσο;

 

 

Σημείωση:

1. Λόγια του Ν. Μαραντζίδη από συνέντευξη στο ΤVXS.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet