Την προηγούμενη εβδομάδα, λίγο μετά τις εκλογές στα κρατίδια της Θουριγγίας και Σαξονίας, όπου εκτοξεύθηκε το ακροδεξιό με νεοναζιστικές τάσεις κόμμα AFD, ο γερμανός πρωθυπουργός Σολτς ανακοίνωσε ότι 15.000 Αφγανοί θα επιστραφούν στην Ελλάδα.
Ο αρμόδιος υπουργός Νίκος Παναγιωτόπουλος έσπευσε να διευκρινίσει ότι αυτό δεν θα γίνει και για πρακτικούς λόγους (δεν μπορούν να απελαθούν έτσι 15.000 άνθρωποι), αλλά και γιατί απώτερος προορισμός των περισσότερων από τους αιτούντες άσυλο είναι πράγματι η Γερμανία, υπονοώντας έτσι ότι θα διαφύγουν της διαδικασίας επιστροφής. Ξόρκιζε έτσι την, κατά τον ίδιο, κακή προοπτική.
Είναι όμως πράγματι η τυχόν επιστροφή αυτών των ανθρώπων κακό για τη χώρα μας;
Σύμφωνα με τον κανονισμό Δουβλίνο και το όλο πλέγμα των ευρωπαϊκών οδηγιών και κανονισμών, οι αιτούντες άσυλο, και γενικά οι πρόσφυγες και μετανάστες, επιστρέφονται εν γένει στη χώρα όπου πρώτα εισήλθαν στην Ευρώπη, είτε στη χώρα όπου έχουν δικαίωμα παραμονής. Όσοι δε έχουν σε ισχύ άδεια παραμονής, μπορούν να ταξιδέψουν (για τουρισμό) έως 3 μήνες εντός του χώρου Σένγκεν. Μετά την πάροδο αυτού του τριμήνου διαμένουν πλέον παράνομα στην άλλη ευρωπαϊκή χώρα και είναι υπό επιστροφή (απέλαση) στη χώρα όπου έχουν άδεια παραμονής.
Ο κανόνας της ευθύνης της χώρας πρώτης εισόδου για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου είναι ο βασικός κανόνας του συστήματος Δουβλίνο, και έχει από παλιά, δικαίως καταρχήν, κατακριθεί ως ανισοβαρής σε βάρος των χωρών πρώτης υποδοχής, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, έναντι των κεντροευρωπαϊκών χωρών. Λέμε δικαίως καταρχήν, γιατί στην πραγματικότητα οι άνθρωποι καταλήγουν στις χώρες όπου τελικά έχουν ως προορισμό τους, εκεί όπου έχουν συγγενείς, είτε εκεί που εκτιμούν ότι θα τύχουν καλύτερων ευκαιριών ενσωμάτωσης ή προστασίας. Εν προκειμένω δε, συχνά στη Γερμανία. Ως προς τις χώρες με κακά συστήματα υποδοχής, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, ο κανονισμός Δουβλίνο έχει περισσότερο καταλήξει να χρησιμοποιείται ως αντίστροφος μηχανισμός νόμιμης μετεγκατάστασης στις χώρες όπου βρίσκονται εγκατεστημένοι συγγενείς (στις κεντροευρωπαϊκές χώρες δηλαδή), παρά πραγματικά για επιστροφή στη χώρα όπου εισήλθαν για πρώτη φορά (συνήθως Ελλάδα και Ιταλία).
Παρόλα αυτά, ο κανονισμός Δουβλίνο και όλο το πλέγμα των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου επιτελεί τον ρόλο του ως εμπόδιο στην κυκλοφορία μεταναστών και προσφύγων εντός του ευρωπαϊκού χώρου και το αίτημα να καταργηθεί και να επιτραπεί η ελεύθερη κυκλοφορία και εγκατάσταση, τουλάχιστον των αναγνωρισμένων, προσφύγων εντός ΕΕ, είναι ένα δίκαιο και μάλλον ώριμο αίτημα, μετά την εμπειρία της μάλλον ομαλής εγκατάστασης εκατομμυρίων Ουκρανών προσφύγων με το συναφές καθεστώς προσωρινής προστασίας, το οποίο κατ’ ουσίαν παρέχεται στη χώρα επιλογής και όχι πρώτης εισόδου.
Σε μια Ευρώπη που γηράσκει, παρόλο τον πλούτο και την ευημερία της, υπάρχει ανάγκη μετανάστευσης. Οι αντιμεταναστευτικές υστερίες δεν ωφελούν, όπως δεν ωφελούν και οι παραχωρήσεις προς την Ακροδεξιά. Δυστυχώς και η Αριστερά έχει ενίοτε ενδώσει σε τέτοιες λογικές, και οι θέσεις ως προς το Δουβλίνο ήταν κατεξοχήν τέτοιες όλα τα προηγούμενα χρόνια. Το αίτημα να καταργηθεί το Δουβλίνο για να φεύγουν οι μετανάστες και πρόσφυγες προς τις χώρες όπου επιθυμούν, συχνά περιλάμβανε ως υπόρρητη επιθυμία και την «απαλλαγή» των χωρών πρώτης εισόδου από το βάρος των μεταναστών. Συχνά επίσης το επιχείρημα ότι οι μετανάστες έτσι κι αλλιώς φεύγουν από τη χώρα, εμφανιζόταν ως αντίβαρο στις ακροδεξιές αντιμεταναστευτικές κραυγές για την επιβάρυνση των χωρών μας από τη μετανάστευση.
Τα αιτήματα, όμως, των εργοδοτών, των αγροτικών συλλόγων όσο και όλων των παραγωγικών φορέων που κατανοούν την έλλειψη εργατικού δυναμικού, και την ανάγκη διατήρησης ενός θετικού μεταναστευτικού ισοζυγίου (που έχει διαταραχθεί και με την αποδημία νέων Ελλήνων προς το εξωτερικό που συνεχίζει μετά την κρίση) καταδεικνύουν το αντίθετο.
Τούτο δε σημαίνει να δεχθούμε την επιστροφή των 15.000 ή και πολύ περισσότερο Αφγανών από τη Γερμανία. Τούτο σημαίνει να διαμορφώσουμε τις πολιτικές μας έτσι ώστε να δώσουμε ευκαιρίες και κίνητρα ενσωμάτωσης ανθρώπινου δυναμικού στην κοινωνία μας. Το αίτημα να καταργηθεί το Δουβλίνο παραμένει επίκαιρο, όχι για να φεύγουν ελεύθερα οι μετανάστες από τη χώρα, αλλά για να δίνονται ευκαιρίες επιλογής και εγκατάστασής τους σύμφωνα και με τις επιθυμίες τους και με τις ανάγκες των χωρών μας.
Η διευκόλυνση δε της εγκατάστασης ή ακόμη και της επανεγκατάστασης όσων έχουν φύγει από τη χώρα και έχουν δεσμούς με αυτή, θα ήταν μια τέτοια πολιτική, τόσο επωφελής για την παραγωγική δυναμική, όσο και ως αντίβαρο σε μια Ακροδεξιά που επιθυμεί το κλείσιμο της Ευρώπης στον εαυτό της με το επακόλουθο μαράζωμά της.