Η έκθεση Ντράγκι έρχεται ως η ευρωπαϊκή απάντηση στα περίφημα Bidenomics, τα οποία με τη σειρά τους ήταν η απάντηση στην Κίνα. Το βασικό πρόβλημα της ΕΕ, σύμφωνα με τον Ντράγκι, είναι το χάσμα παραγωγικότητας με τις ΗΠΑ. Όπως τονίζει, η οικονομική στασιμότητα και η ενεργειακή κρίση έχουν σημάνει μία υπαρξιακή πρόκληση για την ΕΕ. Κρίσιμο είναι να υπάρχει σύγκλιση με τις ΗΠΑ στον τομέα της παραγωγικότητας και για να γίνει αυτό απαιτείται στοχευμένη κρατική παρέμβαση με τη μορφή της βιομηχανικής πολιτικής σε κλάδους της τεχνολογίας, όπου η ΕΕ υπολείπεται.
Η επαναφορά της βιομηχανικής πολιτικής –μετά από δεκαετίες απαξίωσης της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία– είναι σημαντική. Στον πυρήνα της έκθεσης του Ντράγκι βρίσκεται η ανάπτυξη κλαδικών πολιτικών σε επιλεγμένους κλάδους που θα συμβάλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, οι οποίες θα προσφέρουν κίνητρα και θα δημιουργήσουν τους όρους της ανάπτυξης τους. Εδώ πρόκειται για μία τομή σε σχέση με τη μέχρι σήμερα οικονομική πολιτική της ΕΕ, η οποία βασιζόταν στις οριζόντιες πολιτικές. Αντ’ αυτού ο Ντράγκι προτείνει καθετοποιημένες πολιτικές, εξειδικευμένες για κλάδους που αφορούν την τεχνολογία, την πράσινη μετάβαση και –δυστυχώς– την αμυντική οικονομία. Κρατάμε ως θετικό ότι η έκθεση επιτάσσει την επιστροφή του κράτους στον σχεδιασμό, τον έλεγχο και την υλοποίηση ενός αναπτυξιακού σχεδίου, παρόλα αυτά με τρόπους που προσπαθούν να μην αμφισβητήσουν τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό.
Η «ελάχιστη χρηματοδότηση» που απαιτείται για έναν τέτοιο σχέδιο, είναι 750-800 δισ. ευρώ τον χρόνο, δηλαδή το 4,5% του ΑΕΠ της ΕΕ, δηλαδή εμμέσως ο Ντράγκι προτείνει μία μονιμοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης που λήγει το 2026. Για να βρεθούν οι πόροι αυτοί, προτείνεται η έκδοση «ασφαλών τίτλων» με τη μορφή της αμοιβαιοποίησης του δημόσιου χρέους, δηλαδή ευρωομόλογα.
Επιπλέον στην έκθεση αναφέρεται ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να γίνει με τη μείωση του εργατικού κόστους και την εσωτερική υποτίμηση. Αντίθετα, η ανταγωνιστικότητα οφείλει να επιτευχθεί μέσω της συσσώρευσης «γνώσης» και «δεξιοτήτων».
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο
Ο Ντράγκι εισηγείται ένα σχέδιο κάθετης πολιτικής με εστίαση σε κλάδους, όμως είναι εντυπωσιακό ότι αποφεύγει να μιλήσει για τον ελέφαντα στο δωμάτιο: Τις επιπτώσεις του οριζόντιου πλαισίου δημοσιονομικής πολιτικής της Ευρωζώνης στην εσωτερική ζήτηση, στην οικονομική ανάπτυξη, στην καινοτομία και την πράσινη μετάβαση. Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες που φιλοδοξούν να καταστήσουν την οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ πιο ευέλικτη, διατηρούν το πνεύμα της λιτότητας και τοποθετούν ισχυρή πίεση στο εργαλείο που θα μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά στην επίτευξη των στόχων της βιομηχανικής πολιτικής, τιθασεύοντας το ιδιωτικό κεφάλαιο: τις δημόσιες επενδύσεις. Είναι συνεπώς ένα πλαίσιο που λειτουργεί ως αντίρροπη δύναμη απέναντι στις προτάσεις Ντράγκι.
Οι σημαντικές αυτές εξελίξεις στην αλλαγή παραδείγματος πολιτικής σε διεθνές επίπεδο αποτελούν προκλήσεις για την Αριστερά που πρέπει να τις ερμηνεύσει για να δει τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες για τους εργαζόμενους. Τι σημαίνει για το καθεστώς του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού η επιστροφή τους κράτους; Τι σημαίνει για τις σχέσεις κεφαλαίου – εργασίας;
Δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αλλαγή παραδείγματος σημαίνει και το τέλος του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι το κράτος μέσω της βιομηχανικής πολιτικής παίζει τον ρόλο του «παγοθραυστικού» για να ανοίξει δρόμους κερδοφορίας σε κλάδους στρατηγικά κρίσιμους, που όμως στερούνται προϋποθέσεων «επενδυσιμότητας». Για παράδειγμα, ο κλάδος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που είναι τόσο κρίσιμος για την πράσινη μετάβαση, παρόλο που έχει μειώσει τα κόστη παραγωγής σε χαμηλότερο επίπεδο από τα ορυκτά καύσιμα, έχει χαμηλή προσδοκώμενη κερδοφορία και οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται έχουν χαμηλά κεφάλαια για να κάνουν τις απαραίτητες επενδύσεις, όπως επισημαίνει ο Brett Christophers στο τελευταίο του βιβλίο[1]. Η πρόσβαση τους στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο είναι σχετικά περιορισμένη. Το κράτος μέσω της βιομηχανικής πολιτικής που προτείνει ο Ντράγκι, και εφαρμόζεται στις ΗΠΑ μέσω του Inflation Reduction Act, παρέχει επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές και κυρίως εγγυήσεις στις επιχειρήσεις για ασφαλέστερη πρόσβαση στον δανεισμό. Το κράτος, δηλαδή, λειτουργεί ως «απομειωτής του ρίσκου» για το ιδιωτικό κεφάλαιο που υλοποιεί ή χρηματοδοτεί την επένδυση. Το κράτος αναλαμβάνει τα ρίσκα, το κεφάλαιο απολαμβάνει μεγαλύτερα κέρδη απ’ ό,τι θα μπορούσε χωρίς κρατική παρέμβαση και η πράσινη μετάβαση προχωράει με αργούς ρυθμούς. Αυτό είναι το σημείο ισορροπίας του συστήματος στη νέα συνθήκη και περιγράφει .
Άλλος δρόμος
Είναι όμως αυτός ο μόνος δρόμος που καταλήγει η οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση στην οικονομία; Όχι δεν είναι. Η κρατική παρέμβαση θα μπορούσε να γίνει, όχι στο πλαίσιο του «κράτους απομείωσης του κινδύνου»[2], αλλά στο πλαίσιο ενός «αναπτυξιακού κράτους» (που λειτουργεί πειθαρχικά απέναντι στο κεφάλαιο, διατηρεί τον έλεγχο στις επενδύσεις που χρηματοδοτεί, βάζει συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις για τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού κεφαλαίου, λειτουργεί αναδιανεμητικά υπέρ του κόσμου της εργασίας και σχεδιάζει τις επενδύσεις με όρους σεβασμού στο περιβάλλον και τις τοπικές κοινότητες.
Για παράδειγμα, και πάλι στον κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αφού η ιδιωτική πρωτοβουλία αποτυγχάνει στο πλαίσιο του καπιταλισμού να δημιουργήσει όρους κερδοφορίας και χρειάζεται να καταφύγει στην κρατική παρέμβασης μέσω της βιομηχανικής πολιτικής, γιατί πρέπει η ενεργειακή μετάβαση να γίνεται από τους ιδιώτες και όχι από το κράτος; Ή αντίστοιχα στους κλάδους της τεχνολογικής καινοτομίας, αφού οι απαιτούμενες επενδύσεις είναι μεγάλες και υψηλού ρίσκου για το ιδιωτικό κεφάλαιο, και πάλι απαιτούνται μεγάλοι πόροι και διευκολύνσεις από το κράτος, γιατί πρέπει οι πατέντες και τα πνευματικά δικαιώματα να παραμένουν στους ιδιώτες και όχι στο δημόσιο;
Ακόμα και στις περιπτώσεις που το κράτος εγγυάται την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων σε στρατηγικούς κλάδους, γιατί αυτό να μην συνδέεται με όρους που αφορούν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δικαιώματα συνδικαλισμού και υψηλότερα επίπεδα κατώτατου μισθού, ώστε τα οφέλη να διαχέονται στους εργαζόμενους;
Το νέο παράδειγμα που αναδύεται με την κρατική παρέμβαση, παίζει κεντρικό ρόλο στο άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας του καπιταλισμού, μέσω της βιομηχανικής πολιτικής, κυριαρχεί ο ρόλος του κράτους ως «ασφαλιστής κινδύνου» για το κεφάλαιο. Αυτό κουμπώνει με τη λογική του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που ψάχνει διαρκώς αποδόσεις για τα λιμνάζοντα κεφάλαια και ευκαιρίες για επενδύσεις. Παράλληλα, συγκροτεί νέους κοινωνικούς συνασπισμούς με κομμάτια της εργατικής τάξης που ωφελούνται από τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Αυτό το νέο παράδειγμα δεν προέκυψε, όμως, από πίεση από τον κόσμο της εργασίας. Υπήρξε και αυτή, κυρίως στις ΗΠΑ και σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης, όμως το βασικό μέλημα αυτού του παραδείγματος είναι οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί με την Κίνα[3] και η αναπαραγωγή του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Η πειθάρχηση του κεφαλαίου, που αποτελεί την εναλλακτική της κρατικής παρέμβασης, κινείται στον αντίποδα αυτής της αναπαραγωγής, βάζει στο επίκεντρο την ενδυνάμωση των εργαζομένων και διαχέει τα οφέλη προς τα κάτω. Απαιτεί τον σχεδιασμό θεσμών που κατευθύνουν τις πιστώσεις, έλεγχο κεφαλαιακών ροών, αντιμονοπωλιακές αρχές, όργανα που ελέγχουν τη συμμόρφωση των επωφελούμενων επιχειρήσεων με υποχρεώσεις και ισχυρά συνδικάτα. Κυρίως, όμως, απαιτεί πολιτική και κοινωνική μάχη των εργαζομένων και πίεση για μία άλλη κατεύθυνση.
Η ρωγμή έχει ήδη γίνει. Το παράδειγμα της ελεύθερης αγοράς έχει αρχίσει και ξεθωριάζει και η κρατική παρέμβαση έχει νομιμοποιηθεί ξανά μετά από δεκαετίες. Το αν θα λειτουργήσει υπέρ των εργαζομένων, είναι διακύβευμα των συσχετισμών δύναμης και της ταξικής πάλης.
Σημειώσεις:
1. B. Christophers, The Price is Wrong: Why Capitalism Won’t Save the Planet, Verso, 2024.
2. Gabor D. (2023) https://osf.io/preprints/socarxiv/hpbj2
3. Το τόνισε ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Μπάιντεν, Jake Sullivan μιλώντας για τη Νέα Συναίνεση της Ουάσιγκτον https://www.gisreportsonline.com/r/new-washington-consensus/