Στο προηγούμενο σημείωμα αναφέρθηκα στις διαιρετικές τομές που επιδρούν στην πολιτική συμπεριφορά των πολιτών και που τα κόμματα, τα οποία φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν κάποιο κοινωνικό ακροατήριο, μικρό ή μεγάλο, οφείλουν να γνωρίζουν ώστε να προσανατολίζονται καλύτερα στο κοινωνικο-πολιτικό πεδίο. Αφού διευκρινίσω για ορισμένους ότι ο όρος «βραχμανική Αριστερά» δεν είναι βρισιά –είναι επιστημονικός όρος– και ότι η ανάλυση ή η ερμηνεία δεν ισοδυναμεί με δικαιολόγηση ή προτροπή ώστε να εκλαμβάνεται ως τέτοια, θα επιχειρήσω να συμπληρώσω τη σκέψη μου αναφερόμενος στις διαιρετικές τομές κέντρο – περιφέρεια και αστικά – αγροτικά συμφέροντα, δύο από τις διαιρέσεις που εντόπισαν οι Lipset και Rokkan (1967) ως απότοκα των μεγάλων μετασχηματισμών που επέφερε η Βιομηχανική Επανάσταση και η οικοδόμηση του έθνους-κράτους.
Στην παρούσα φάση της ελληνικής ιστορίας δεν παρατηρούνται ισχυρές περιφερειακές δομικές εντάσεις και αντίστοιχη πολιτικοποίησή τους, αν εξαιρέσουμε βέβαια τη σύνδεση της ψήφου της εθνο-γλωσσικο-θρησκευτικής μειονότητας της Θράκης με την καθ’ ημάς Αριστερά. Η τελευταία εδώ και πολλά χρόνια στέκεται στο πλευρό της πρώτης και ανταμείβεται γι’ αυτό. Κατά τα άλλα, οι περιφερειακές διαφορές στα εκλογικά ποσοστά των κομμάτων σχετίζονται κυρίως με την ιστορική σύγκρουση Αριστεράς – Δεξιάς και τις πολιτικές διευθετήσεις της και όχι τόσο με τις περιφερειακές ανισότητες και τα περιφερειακά κοινωνικά δεδομένα.
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που ίσως διαφοροποιήσουν την εικόνα από δω και πέρα. Για παράδειγμα, τα μεγάλα ποσοστά της Ακροδεξιάς στη Μακεδονία συνήθως τα αποδίδουμε στο ιστορικό του Μακεδονικού ζητήματος που πλέον το καρπώνεται σε κρίσιμο βαθμό. Θεωρώ, όμως, ότι θα άξιζε τον κόπο να αναλογιστούμε το βαθμό στον οποίο η στροφή στην Ακροδεξιά, σε μεγαλύτερο βαθμό από τις άλλες περιοχές, σχετίζεται και με την οικονομική υποβάθμιση της περιοχής ήδη από τη δεκαετία του ’90, οπόταν και το άνοιγμα των συνόρων με το ανατολικό μπλοκ επέφερε τη φυγή χιλιάδων επιχειρήσεων από τη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και τη συνακόλουθη ανεργία και φτωχοποίηση, χωρίς μάλιστα το αντιστάθμισμα του τουρισμού που αναπτύχθηκε κυρίως στην παράκτια και νησιωτική Ελλάδα. Η κατάσταση μετά την κρίση του 2008 έγινε χειρότερη. Θα μπορούσαμε να πούμε καθ’ υπερβολήν ότι η Μακεδονία υπήρξε η Α. Γερμανία της Ελλάδας. Στο βαθμό που ισχύει κάτι τέτοιο, η καθ’ ημάς Αριστερά, δεν το έλαβε σοβαρά υπόψη της, αν και αναγνωρίζω ότι λόγω ιστορικών (μετεμφυλιακών) υποδοχών και του εθνικιστικού οίστρου περί το Μακεδονικό η Ακροδεξιά βρέθηκε σε ευνοϊκότερη θέση για να πολιτικοποιήσει τη συγκεκριμένη αναπτυξιακή ανισότητα.
Ας πάμε λίγο στις τουριστικές περιοχές μιας και αναφέρθηκαν. Δεν έχει παρατηρηθεί κάποια έντονη διαφοροποίηση μεταξύ τουριστικών και μη τουριστικών περιοχών ως προς την εκλογική συμπεριφορά. Όμως, το φαινόμενο της υπερ-τουριστικοποίησης και η ίδια η τουριστικοποίηση της ελληνικής οικονομίας ενδέχεται να παράξει νέες διαχωριστικές γραμμές, οι οποίες ακόμα και αν είναι οικονομικές, και άρα μπορούν να εκφραστούν στο εσωτερικό μιας ταξικής/εισοδηματικής διαιρετικής τομής, μπορεί να παρουσιάσουν μια περιφερειακή διάσταση, είτε ως σταθερή στήριξη στην πολιτική δύναμη που θα αφήνει ασύδοτες τις τοπικές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, είτε ως πολιτικοποίηση του αισθήματος εγκατάλειψης της (νησιωτικής κυρίως) περιφέρειας από το κέντρο στο έλεος του υπερ-τουρισμού, της λειψυδρίας, της καταπάτησης, της απουσίας υποδομών και επαρκούς σύνδεσης. Στη δεύτερη περίπτωση ίσως παρουσιαστεί μια ευκαιρία για την καθ’ ημάς Αριστερά να αποκτήσει δεσμούς με τους πληθυσμούς της (νησιωτικής κυρίως) περιφέρειας.
Και αφού ξεκαθάρισα ότι οι περιφερειακές εντάσεις, καθότι βασικά οικονομικές – παρόλα τα αισθήματα εγκατάλειψης από το «κράτος των Αθηνών»–, κάλλιστα μπορούν να εκφραστούν στο πλαίσιο μια ταξικής/εισοδηματικής διαιρετικής τομής, θέλω να σημειώσω κάτι που συχνά μας διαφεύγει: Τα προβλήματα εργασίας και στέγασης είναι πολύ πιο εκρηκτικά στην πρωτεύουσα (και τη συμπρωτεύουσα) παρά στην επαρχία, και γιατί όποιος/α έχει τέτοια προβλήματα στην περιφέρεια πάει στο κέντρο, όπου υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες αλλά συσσωρεύονται και τα προβλήματα. Επομένως, στο κέντρο το ταβάνι είναι ψηλό (εργασιακές ευκαιρίες) και το πάτωμα βρίσκεται χαμηλά (μεγάλα έξοδα στέγασης, ισχνό δίκτυ ασφαλείας, έλλειψη ζωτικού χώρου), ενώ στην επαρχία ταβάνι και πάτωμα, προσδοκίες και κίνδυνοι, έχουν μικρότερη απόσταση – συνήθως (επαναλαμβάνω συνήθως) δεν θα κερδίσεις πολλά, συνήθως δεν θα πάθεις πολλά. Γι’ αυτό, η ομογενοποιητική προσέγγιση των αντίστοιχων πληθυσμών από την πλευρά της καθ’ ημάς Αριστεράς είναι αντιπαραγωγική.
Τέλος, θα αναφερθώ σύντομα στη διαιρετική τομή μεταξύ αστικών και αγροτικών συμφερόντων – έχω γράψει επανειλημμένα γι’ αυτά τα θέματα. Στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες δεν υπάρχει αγροτικό κόμμα, ενώ οι αγρότες είναι πολύ συνδεδεμένοι με τα τοπικά πελατειακά δίκτυα, γεγονός που εμποδίζει την πολιτικοποίηση της εν λόγω διαιρετικής τομής. Ως εκ τούτου, η φθίνουσα πορεία της αγροτικής τάξης δεν απασχολεί το δημόσιο διάλογο, ενώ δεν επερωτάται ποτέ η άνιση ανταλλαγή μεταξύ αστικού και αγροτικού χώρου που λειτουργεί υπέρ των μεσαζόντων, δηλαδή των εμπορικών και μεταποιητικών αστικών συμφερόντων. Όσο η καθ’ ημάς Αριστερά δεν θέλει να τα βάλει με αυτά τα συμφέροντα, επειδή νιώθει πολιτισμικά και κοινωνικά πιο κοντά σε αυτά –και επειδή πολλοί εκπρόσωποί της προέρχονται από αυτά– δεν πρόκειται να αποκτήσει οργανική σχέση με τους αγρότες, οι οποίοι θα συνεχίσουν να κινητοποιούνται στα τυφλά για την ΚΑΠ και το αγροτικό πετρέλαιο.
Δεν ισχυρίζομαι πως είναι εύκολο να πολιτικοποιηθούν οι δομικές εντάσεις που συνδέονται με την περιφερειακή συνθήκη, αλλά η καθ’ ημάς Αριστερά, όντας «βραχμανική», ψηλά στη μορφωτική πυραμίδα, προϊόν των πανεπιστημίων, με ηγετικό πολιτικό προσωπικό προερχόμενο σταθερά από την Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, δυσκολεύεται χαρακτηριστικά.