Σε μια πρωτοφανή κίνηση, που θέτει σε δοκιμασία την ήδη κλονιζόμενη συνοχή της Ευρώπης, προχώρησε την περασμένη Δευτέρα το Βερολίνο. Επαναφέροντας –αρχικά για έξι μήνες, όμως χωρίς τίποτα να αποκλείεται στη συνέχεια– τους συνοριακούς ελέγχους στα χερσαία σύνορά της, η Γερμανία κατάργησε μονομερώς μια θεμελιώδη συμφωνία.

Ο λόγος για τη Συνθήκη του Σένγκεν, την οποία συνυπέγραψαν το 1985 το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, το Λουξεμβούργο και Ολλανδία, όλες ιδρυτικά μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΚ) και της ΕΕ, με στόχο τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, ξεκινώντας από την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηκόων τους. Στην πορεία η συνθήκη εμπλουτίστηκε, μεταξύ άλλων, με το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για το Άσυλο και τη Μετανάστευση (Δεκέμβριος 2023) για την από κοινού ευθύνη για τα σύνορα και τη χορήγηση ασύλου και, βέβαια, με την προσχώρηση, σταδιακά, και άλλων μελών των ΕΚ και της ΕΕ, ανάμεσά τους και της Ελλάδας το 1992.

Αξιοπαρατήρητα, η κίνηση αυτή της Γερμανίας τη Δευτέρα βρήκε μιμητές σε χρόνο ρεκόρ. Η ολλανδή υπουργός Ασύλου και Μετανάστευσης, Μαριολάιν Φάμπερ, η οποία ανήκει στο ακροδεξιό Κόμμα για την Ελευθερία (PVV), κύρια δύναμη στον νέο κυβερνητικό συνασπισμό, ανακοίνωσε την Τρίτη ότι νωρίτερα την ίδια μέρα ενημέρωσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την επιθυμία της χώρας της να εξαιρεθεί από την από κοινού διαχείριση του μεταναστευτικού και τη χορήγηση ασύλου.

Επαπειλείται, ολοφάνερα, ένα «ντόμινο» από αρνήσεις εισόδου, που θα προκαλέσει κύμα αιτούντων άσυλο στις γειτονικές χώρες, το οποίο θα φτάσει διαδοχικά μέχρι τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, κάτι που αφορά άμεσα την Ελλάδα και το φορτίο που θα επωμιστεί.

Μια νέα κλιμάκωση του προσφυγικού θα κλονίσει επικίνδυνα την ευρωπαϊκή συνοχή, που ήδη δοκιμάζεται σοβαρά εξαιτίας του Ουκρανικού και του Παλαιστινιακού.

Όταν η Γερμανία, μια χώρα που έχει αυτοαναγορευθεί σε θεματοφύλακα της ευρωπαϊκής συνθήκης και τιμητή κάθε απόκλισης, παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο, όταν κλείνει τα σύνορά της χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου των υπουργών της Ένωσης, αφήνει στον κάθε πρόθυμο το περιθώριο να την μιμηθεί. Ήδη η Ρώμη βρίσκεται σε διαπραγμάτευση με τα Τίρανα για τη δημιουργία στην Αλβανία γκέτο μεταναστών/προσφύγων που αιτούνται άσυλο στην Ιταλία. Η επίσκεψη, εξάλλου, του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς στην Τασκένδη την Πέμπτη συνδέεται άμεσα με την πρόθεση του Βερολίνου για επαναπροώθηση, μέσω Ουζμπεκιστάν, αφγανών προσφύγων με εκκρεμές αίτημα χορήγησης ασύλου στη Γερμανία.

Η απόφαση της Γερμανίας να κηρύξει τα σύνορά της σε «κατάσταση ασηψίας», αποδίδεται «στις πολιτικές ανοιχτών θυρών και επιδοματικής στήριξης των προσφύγων», με αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία συνολικά και στο λαϊκό εισόδημα ειδικά. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση το 56% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι φοβάται πως η χώρα θα κατακλυστεί από μετανάστες.

Στην πραγματικότητα, αυτό το 56% αντανακλά κάτι άλλο. Το γεγονός ότι περίπου το 25% του γερμανικού εργατικού δυναμικού αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, σαν αποτέλεσμα της ύφεσης που πλήττει τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης εξαιτίας και της πρόσδεσης της χώρας στις επιλογές της δυτικής συμμαχίας στο ουκρανικό μέτωπο και της αποκοπής της από τη φτηνή ρωσική ενέργεια. Για πέντε συνεχόμενα τρίμηνα το γερμανικό ΑΕΠ, ίσο με το 20%+ του ΑΕΠ της ΕΕ, παραμένει ανησυχητικά στάσιμο.

Σύμφωνα με το Γερμανικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο (DIHK): «Περισσότερο από το 1/3 των βιομηχανικών εταιρειών δηλώνουν ότι είναι σήμερα σε θέση να επενδύσουν λιγότερα σε βασικές λειτουργικές διαδικασίες λόγω των υψηλών τιμών της ενέργειας…».

Η καθίζηση του βιοτικού επιπέδου των κατώτερων εισοδηματικών κατηγοριών στη Γερμανία –καθίζηση που τροφοδοτεί τον ανερχόμενο εθνικισμό και την ξενοφοβία– έχει να κάνει περισσότερο με την πτώση των επενδύσεων κατά 7%, και μακράν λιγότερο με τις «πολιτικές των ανοιχτών θυρών» και την «επιδοματική στήριξη των προσφύγων».

Μια πρόσφατη έρευνα του Γραφείου Προϋπολογισμού του αμερικανικού Κογκρέσου των ΗΠΑ, αναφορικά με τις επιπτώσεις της μετανάστευσης στα δημόσια οικονομικά, έδειξε ότι τα επόμενα δέκα χρόνια τα έσοδα του αμερικανικού δημοσίου από τη φορολόγηση, άμεση και έμμεση, των μεταναστών θα φτάσουν τα 1,2 τρισ. δολάρια, όταν, αντίστοιχα, το κόστος για τα δημόσια αγαθά στα οποία θα έχουν πρόσβαση οι μετανάστες –υγεία, παιδεία, ασφάλεια κ.λπ.– υπολογίζεται στα 300 δισ. δολάρια. Ήτοι: πλεόνασμα 900 δισ. δολαρίων.

Θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον, αν ποτέ υπάρξει, μια ανάλογη έρευνα της Bundestag σε βάθος δεκαετιών, και ποιο πλεόνασμα θα προέκυπτε από τη σύγκριση ανάμεσα στη συνεισφορά, μεταπολεμικά, της μετανάστευσης στην ανάταξη της Γερμανίας ως κρατικής και οικονομικής οντότητας, και το κόστος που κατέβαλε το ίδιο διάστημα το γερμανικό δημόσιο για την υγεία, την παιδεία, την ασφάλεια, κ.λπ., των μεταναστών. Το συμπέρασμα θα αποδομούσε κάθε υπερασπιστικό επιχείρημα της παραβίασης της Συνθήκης του Σένγκεν από τη Γερμανία.

Της ίδιας εκείνης Γερμανίας, η οποία, επικαλούμενη μια άλλη θεμελιώδη ενωσιακή συνθήκη, τη Συμφωνία του Μάαστριχτ –και, πιο συγκεκριμένα, τον όρο, πρώτον, το δημόσιο χρέος να είναι μικρότερο από το 60% του ΑΕΠ της χώρας ή, αν είναι μεγαλύτερο, να βαίνει μειούμενο προς αυτό, και, δεύτερον, τα ελλείμματα του προϋπολογισμού να είναι μικρότερα από το 3% του ΑΕΠ– υπέβαλε σε σκληρή μνημονιακή δοκιμασία τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, με ιδιαίτερη εμμονή και έμφαση στην Ελλάδα, δείχνοντας της την πόρτα της εξόδου από την ΕΕ.

Αν με την τελευταία κίνησή της στο μεταναστευτικό η Γερμανία ανοίγει την πόρτα της εισόδου σε μια Ευρώπη των δύο μέτρων και δύο σταθμών, το μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για τη διάρρηξη της συνοχής της ΕΕ λόγω αναξιοπιστίας θα είναι δικό της –και των πρόθυμων μιμητών της.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet