Ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, τα ζητήματα ψυχικής υγείας συνεχίζουν να βρίσκονται στο προσκήνιο. Ιστορίες από την Ιερά Οδό 343, όπου εδρεύει το Δρομοκαΐτειο, αναμένεται να ξεδιπλωθούν στα μάτια των θεατών, μέσω της παράστασης «Ιερά Οδός 343. Μαρτυρίες από το Δρομοκαΐτειο» της Μαρίας Φαφαλιού σε σκηνοθεσία Βασίλη Παχουνδάκη.
Οι αφηγήσεις εναλλάσσονται και έρχονται να αναδείξουν, εκτός από τα βιώματα των ίδιων των ασθενών, και την εξέλιξη της ένταξής τους στην κοινωνία των «υγιών». Η παράσταση βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Μαρίας Φαφαλιού (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ενώ έχουν χρησιμοποιηθεί αποσπάσματα από το βιβλίο «Αυτοί οι ωραίοι τρελοί» του Γιάννη Καιροφύλα (εκδόσεις Φιλιππότη) και μία αφήγηση από το βιβλίο «Ακόμη ένας άγιος | Εικονοστάσι ανωνύμων αγίων του Γιάννη Ρίτσου | Μαρτυρίες από το Δρομοκαΐτειο» (εκδόσεις Κέδρος).
Με αφορμή το ανέβασμα του έργου, ο σκηνοθέτης Βασίλης Παχουνδάκης μιλά στην Εποχή για το πώς τα στερεότυπα καταλήγουν να είναι γόρδιος δεσμός για τις κοινωνίες.
Τι σας ώθησε να ανεβάσετε το έργο «Ιερά Οδός 343»;
Η αρχική ιδέα ξεκίνησε από την Χριστίνα Λυκοτσέτα, βασική ηθοποιό και αφηγήτρια της παράστασης. Aναζητούσε κείμενα και αφηγήσεις για την ψυχική ασθένεια όχι όμως κάποιο θεατρικό έργο ή μυθοπλασία. Όταν έφτασε στα χέρια της το βιβλίο της Μαρίας Φαφαλιού, μου πρότεινε να το διαβάσω. Έμεινα έκπληκτος με το μέγεθος της έρευνας και το πλήθος των αφηγήσεων και μαρτυριών που είχε συλλέξει η συγγραφέας στη μακρόχρονη έρευνα της για το Δρομοκαΐτειο ίδρυμα, αλλά και την πορεία της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα και όχι μόνο, τα τελευταία 100 και πλέον χρόνια. Μετά από αρκετό χρόνο και συζητήσεις για το τι θέλουμε να πούμε μέσα από αυτές τις ιστορίες, καταλήξαμε στο υπάρχον κείμενο που κλήθηκα να σκηνοθετήσω.
Με ώθησαν οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων, οι άγνωστες πτυχές των ζωών τους που έμεναν καλά κρυμμένες από τα μάτια και τα αυτιά της κοινωνίας. Σχεδόν αυτόματα δημιουργήθηκαν μέσα μου οι εικόνες για το πώς θα αποδοθούν οι ιστορίες τους με μια ταυτόχρονη ανάγκη να αναδυθούν οι αόρατες πλευρές τους, με απόλυτο σεβασμό στα πρόσωπα που επιλέξαμε.
Πώς συνδέσατε και παράλληλα προσεγγίσατε σκηνοθετικά τις μαρτυρίες από το Δρομοκαΐτειο σε έναν χώρο όπως το Μπάγκειον;
Πιστεύω ότι η εικόνα εγκατάλειψης και παραίτησης του Μπάγκειον φέρει τα ίδια χαρακτηριστικά με τους ψυχικά πάσχοντες, αλλά και τα ίδια χαρακτηριστικά κτιριακής εγκατάλειψης στα κτίσματα στο Δρομοκαΐτειο, όπως ο Αγ. Ισίδωρος ή η Αγ. Μαρκέλλα που δεν είναι πια σε λειτουργία. Όταν λοιπόν έχεις ένα τέτοιο χώρο, δεν μπορείς να φανταστείς κάτι άλλο για να ζωντανέψουν οι αφηγήσεις αυτών των ανθρώπων. Αυτό το κείμενο δύσκολα θα μπορούσε να σταθεί σε μια αμιγώς θεατρική σκηνή.
Τι σας κέντρισε περισσότερο το ενδιαφέρον σε αυτές τις μαρτυρίες αναφορικά με τον τρόπο προσέγγισης των ψυχικά ασθενών;
Πιστεύω ότι αυτό που με κέντρισε ήταν όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον τρόπο σκέψης τους, που δεν ήταν πάντα τόσο «λογικός» αλλά ήταν καθαρός, διάφανος. Η ειλικρίνεια πίσω από τις λέξεις ήταν έκδηλη, η ανάγκη τους να δώσουν το στίγμα ύπαρξής τους, έξω από τα στενά όρια ενός ιδρύματος, όταν η φωνή τους αδυνατούσε να φτάσει έξω από τον φράχτη. Σε μια στιγμή στον χρόνο θα ήσουν, θα γινόσουν η φωνή τους. Άρα χρειαζόταν σκηνοθετικά και υποκριτικά να δείξεις σεβασμό να φανερώσεις την αξιοπρέπεια που είχαν αυτοί οι άνθρωποι και να τα αναδείξεις, κόντρα σε όσα ήξερες μέχρι εκείνη τη στιγμή, κόντρα σε όσα η κοινωνία σε είχε διδάξει.
Μέσω των δύο αφηγήσεων που θα παρουσιάσετε επί σκηνής, η αντιμετώπιση των προσώπων από τρίτους, τι ρόλο έπαιξε στη θεραπεία τους;
Ο ρόλος που έπαιξαν ήταν καθοριστικός. Η αποδοχή ή η λεγόμενη «συμπερίληψη» που πολλές φορές χρησιμοποιείται συνθηματολογικά ή ακαδημαϊκά και όχι επί της ουσίας, συνέβαλε στη βελτίωση της ψυχικής τους κατάστασης.
Τα στερεότυπα στα οποία αναφέρεστε μέσω της παράστασης σας έχουν αλλάξει με το πέρασμα του χρόνου;
Θα ήταν αδόκιμο να πούμε ότι η πορεία της ψυχικής υγείας δεν άλλαξε ή δεν βελτιώθηκε στο διηνεκές του χρόνου, αλλά ναι, δυστυχώς τα στερεότυπα παραμένουν καλά δεμένα σα γόρδιος δεσμός στις μικρές μας κοινωνίες. Σε μια μαρτυρία που μας έκανε εντύπωση και την χρησιμοποιήσαμε και στο κείμενό μας αποτυπώνεται γλαφυρά η δυσκολία του ατόμου να δεχτεί τον ψυχικά ασθενή στον χώρο εργασίας που βρίσκεται. Μπορεί να λέμε «ωραία που πάνε και δουλεύουν έξω οι άρρωστοι», όμως εγώ αν πήγαινα, για παράδειγμα, στο κομμωτήριο και μάθαινα πως η κομμώτρια που μου κόβει τα μαλλιά μόλις έχει βγει από το ψυχιατρείο, δεν νομίζω πως θα μου άρεσε και ιδιαίτερα…
Τελικά τι είναι τρέλα;
Θα απαντήσω τι δεν είναι τρέλα. Τρέλα δεν είναι να βάζεις στο περιθώριο τον γείτονα, τον συγγενή, τον συνάδελφο, τον σύντροφο και να τοποθετείς τον εαυτό σου έξω από «αυτά», που ονομάζονται «μη λογικά», να τους αποκλείεις εργασιακά, κοινωνικά και προσωπικά. Τρέλα τελικά δεν είναι να χάνεις τα λογικά σου, αλλά να χάνεις όλα τ’ άλλα εκτός απ’ τα λογικά σου. Για εμάς που δουλέψαμε πάνω σε αυτές τις αφηγήσεις, τα άτομα με ψυχική ασθένεια δεν διαφέρουν σε τίποτα από εμένα και εσένα. Είναι στην ίδια όχθη. Κι αν δεχτούμε έστω για μια στιγμή ότι πέρασαν στην αντίπερα, τότε ας χτίσουμε εμείς οι λογικοί μια γέφυρα για να μπορέσουν να σταθούν ξανά στα πόδια τους και να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν εξίσου τις προκλήσεις της ζωής.
Ποιες σκέψεις και ποια μηνύματα θα θέλατε να μοιραστείτε με το κοινό της παράστασης μέσω αυτού του έργου;
Οι σκέψεις και το μέλημά μας ήταν να καταφέρουμε να τις περάσουμε στο κοινό, όπως τις νιώσαμε και τις είδαμε να γεννιούνται μπροστά στα μάτια μας κατά τη διάρκεια των προβών, να τις αποδώσουμε αρχικά με αλήθεια χωρίς περιττές και περιφραστικές λεπτομέρειες, να γεννήσουμε όμως και ερωτήματα σε αυτό που και εμείς αφουγκραστήκαμε διαβάζοντάς τες: Τι είναι η ψυχική ασθένεια; Είναι κάτι μακριά από εμάς; Είμαστε και εμείς εν δυνάμει τρελοί; Τι είναι ο ψυχικά πάσχοντας; Μπορεί να ζήσει μέσα στην «κοινωνία των λογικών»; Να δώσουμε το μήνυμα ότι η ψυχική ασθένεια είναι εδώ ανάμεσά μας, σε πολλούς από εμάς, στα σπίτια μας, στους φίλους, στους γείτονες. Δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στο διαρκές έγκλημα αδιαφορίας της πολιτείας αλλά και της κοινωνίας εν γένει.
Σκηνοθεσία: Βασίλης Παχουνδάκης, δραματουργική επεξεργασία: Χριστίνα Λυκοτσέτα, ερμηνεία: Φίλιππος Δραγούμης, Χριστίνα Λυκοτσέτα, μουσική: Φίλιππος Δραγούμης, σκηνικό-φωτισμοί: Έβης Χρήστου, κοστούμια: Ελένη Νομίδη, φωτογραφίες: Κατερίνα Αρβανίτη.
Παραστάσεις: Από 13 Οκτωβρίου έως 4 Νοεμβρίου, στις 8μμ, στο Μπάγκειον Ξενοδοχείο.