«Η πλεξούδα»
Η Σμίτα στην Ινδία, η Τζούλια στην Ιταλία και η Σάρα στον Καναδά. Η Σμίτα ζει στη Βόρεια Ινδία κι αγωνίζεται μαζί με τον άνδρα της να μεγαλώσουν και να σπουδάσουν τη μικρή τους κόρη. Αλλά δεν τα καταφέρνει επειδή ανήκει στους Ανέγγιχτους, την κατώτερη κάστα της ινδικής κοινωνίας κι αποφασίζει να φύγει και να αναζητήσει την τύχη της στην άλλη άκρη της αχανούς χώρας, στα νότια, κοντά στα ξαδέλφια της.
Η Τζούλια ζει στη Νότια Ιταλία και δουλεύει μαζί με τον αγαπημένο της πατέρα στο μικρό τους εργαστήριο κατασκευής περουκών από φυσικό μαλλί. Όταν ο πατέρας της πέφτει σε κώμα μετά από ένα ατύχημα, η Τζούλια αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την ευθύνη του εργαστηρίου και της οικογένειας. Σύντομα θα μάθει ότι η επιχείρηση είναι καταχρεωμένη και το σπίτι τους υποθηκευμένο. Ως μοναδική λύση φαίνεται ο γάμος με έναν πλούσιο νέο και η κοπέλα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτόν και τον άνδρα που έχει ερωτευτεί που είναι μετανάστης από την Ινδία.
Η Σάρα ζει στο Μόντρεαλ, εργάζεται σε μια δικηγορική εταιρεία ούσα μια πολυάσχολη γυναίκα καριέρας που μεγαλώνει την έφηβη κόρη της και τα δίδυμα αγοράκια, παιδιά από δυο διαφορετικούς γάμους. Όταν όμως η Σάρα διαγιγνώσκεται με σοβαρό πρόβλημα υγείας, αποκρύπτει από τους συνεργάτες της τον πραγματικό λόγο που πρέπει να λείψει για δύο εβδομάδες, φοβούμενη μη χάσει την προαγωγή που πρόκειται να πάρει.
Η Λετισιά Κολομπανί με την ταινία «Η πλεξούδα» (The braid) βάζει πολλά θέματα που απασχολούν τις κοινωνίες και ιδίως τη θέση των γυναικών σε αυτές. Οι τρεις ιστορίες κυλούν ανεξάρτητες η μία από την άλλη και έχουν ως κοινό στοιχείο την κλιμάκωση της έντασης. Η σκηνοθέτρια, χωρίς να χάσει το μέτρο και να εκβιάσει συναισθήματα, εισχωρεί στο χαρακτήρα της κάθε μίας από τις ηρωίδες της χωριστά φέρνοντάς τες κοντά στους θεατές. Στο δε φινάλε, με ένα έξυπνο σεναριακό εύρημα ενώνει τις τρεις ιστορίες, δίνοντας μια ανάσα ελπίδας και αισιοδοξίας.
Σεξουαλικές περιπλοκές
Δύο φίλοι και συνάδελφοι καπνοκαθαριστές συζητούν κι αποκαλύπτονται ο ένας στον άλλον. Ο πρώτος εξομολογείται ότι είχε σεξουαλική επαφή με άντρα αλλά δεν θεωρεί πως είναι ομοφυλόφιλος ούτε πως απάτησε τη γυναίκα του, ενώ ο δεύτερος ομολογεί ότι στα όνειρά του ότι είναι γυναίκα! Μόνο που τα πράγματα περιπλέκονται αφού δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται αρχικά.
Ο Νταν Γιόχαν Χάουγκερουντ στην ταινία «Sex: Όσα λένε οι άνδρες μεταξύ τους» (Sex drommer kjaerlinhet) σκηνοθετεί μια ευφυή ταινία για το σεξ, τη ζήλια, τις φαντασιώσεις, την ελευθερία των επιλογών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζει με ψυχαναλυτικό σεμινάριο για τη ζήλια και τη διαχείριση της απιστίας!
Ο νορβηγός σκηνοθέτης κινηματογραφεί αργά, στοχάζεται επάνω στη συμβίωση και την αγάπη. Η κάμερα παρακολουθεί σχεδόν αποστασιοποιημένα, με βλέμμα καθαρό και με μια ματιά στην οποία κυριαρχεί η σκανδιναβική «ψυχρότητα», χωρίς αυτό να σημαίνει αδιαφορία. Μια πολύ καλή σινεφίλ ταινία που αποτελεί -σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου του σκηνοθέτη- το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με τον τίτλο «Σεξ, Όνειρα, Αγάπη», επηρεασμένος από την Τριλογία των Χρωμάτων του Κισλόφσκι.
Οι αζήτητοι νεκροί
Από το 1945 ως το 1975 πολλοί άνθρωποι νοσηλεύτηκαν με φυματίωση στο νοσοκομείο Σωτηρία. Χρόνια δύσκολα και χρόνια που η αρρώστια αυτή προκαλούσε τρόμο. Από τους νοσηλευθέντες εκεί, πολλοί πέθαναν. Λόγω των κοινωνικών συνθηκών, κανείς δεν τους αναζήτησε και θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους στο προαύλιο του νοσοκομείου! ‘Έπρεπε να περάσουν 80 χρόνια για να έρθει στην επιφάνεια, εντελώς τυχαία, η ξεχασμένη αυτή ιστορία.
Στο ντοκιμαντέρ «Αζήτητοι» η Μαριάννα Οικονόμου διερευνά τα γεγονότα από τη στιγμή της αποκάλυψης που έγινε τυχαία όταν λόγω διαρροής χρειάστηκε να γκρεμιστεί ένας τοίχος. Πίσω του βρέθηκαν δεκάδες βαλίτσες με προσωπικά αντικείμενα των ασθενών που νοσηλεύτηκαν και πέθαναν στο Σωτηρία!
Η σκηνοθέτρια προσπαθεί να συμπληρώσει ένα παζλ γεγονότων με απώτερο σκοπό να αποτίσει φόρο τιμής στους ανώνυμους νεκρούς και να προσπαθήσει να αποκαταστήσει να τους ξεθάψει από τη λήθη. «Διαβάζοντας την αλληλογραφία με τις οικογένειές τους στα χωριά και τα νησιά της Ελλάδας, δημιουργήθηκε αναπόφευκτα η ανάγκη να αναζητήσουμε ζώντες συγγενείς. Οι συγγενείς αυτοί θα έρχονταν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με την αλήθεια και μια δύσκολη μνήμη» σημειώνει η Οικονόμου, δίνοντας έτσι μια ιδέα για το περιεχόμενο της ταινίας.
Εξαιρετικό ντοκιμαντέρ με συγκλονιστικές στιγμές που μοιάζει με κραυγή δικαίωσης για τους ανθρώπους που έμειναν «αζήτητοι».
Βραβείο Κοινού στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
«Η ληστεία του Βερολίνου»
Στο σκοτάδι της νύχτας
Ο Τρόγιαν επιστρέφει μετά από 12 χρόνια και θέλοντας να κάνει μια τελευταία δουλειά συμμετέχει στη ληστεία ενός πολύτιμου πίνακα μαζί με τρεις συνεργάτες. Όλα πηγαίνουν καλά αλλά ο συλλέκτης που τον ήθελε θέλει να τον αποκτήσει χωρίς να πληρώσει και να εξοντώσει τους ληστές! Ο Τρόγιαν και οι συνεργάτες του κινδυνεύουν όχι μόνο να μην πληρωθούν αλλά και να χάσουν τη ζωή τους.
Ο Τόμας Αρσλάν στη «Ληστεία του Βερολίνου» (Verbrannte erde) κάνει το σίκουελ της ταινίας του «Στη σκιά» (2010) με τον με τον Μισέλ Ματίτσεβιτς να επιστρέφει στον ρόλο του Τρόγιαν. Ο Αρσλάν σκηνοθετεί με μαεστρία ένα σύγχρονο νουάρ (νέο-νουάρ), μια ταινία σκοτεινή γυρισμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου τη νύχτα. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας άνθρωπος μοναχικός που δεν εμπιστεύεται σχεδόν κανέναν. Ένας άνθρωπος που ζει στο περιθώριο της ζωής σαν κυνηγημένος σε έναν κόσμο που δεν μπορεί να αποδεχτεί.
Αποσυντιθέμενη σχέση
Η τραυματική εμπειρία που είχε με την πρώτη της περίοδο η Βέρα, την οδήγησε στο να ετοιμάσει μαζί με το σύντροφό της Αντρέ ένα πρόγραμμα για τη γυναικεία υγεία. Επειδή όμως για να το εφαρμόσουν χρειάζονται πόρους, παίρνουν μέρος σε ένα εργαστήριο (workshop) όπου παρουσιάζονται τέτοια προγράμματα. Παράλληλα η Βέρα ξεκίνησε υπνοθεραπεία για να κόψει το τσιγάρο. Από τη στιγμή που ξεκινά η παρουσίαση του προγράμματος όλα αρχίζουν να στραβώνουν και ο Αντρέ αναρωτιέται μήπως φταίει η υπνοθεραπεία.
Ο Ερνστ Ντι Γκιρ στην «Υπνοθεραπεία» (Hypnosen) σκηνοθετεί μια αρκετά παράξενη ταινία, η οποία όσο εξελίσσεται μετατρέπεται σε ψυχολογικό θρίλερ. Κύριο θέμα της είναι η αποσύνθεση των ανθρώπινων σχέσεων. Πάνω απ’ όλα όμως είναι μια ταινία που ασκεί ανελέητη κριτική στις κοινωνικές συμβάσεις και στον καθωσπρεπισμό μια δυνατή σάτιρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο Χέρμπερτ Νόρντρουμ κέρδισε βραβείο ερμηνείας στα φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και της Ρώμης για τον ρόλο του Αντρέ αλλά νομίζω ότι και η ερμηνεία της Άστα Γκάμα Όγκαστ στο ρόλο της Βέρα, δεν πάει πίσω.
Η άγνωστη πόλη
Ο Δημήτρης Μπαβέλλας με το ντοκιμαντέρ «Dourgouti town» μας ξεναγεί στον χώρο και τον χρόνο και συγκεκριμένα στην ιστορία μιας περιοχής του Νέου Κόσμου γνωστής ως Δουργούτι.
Το Δουργούτι βρίσκεται πλάι στη Συγγρού και υπάρχουν μέχρι σήμερα οι προσφυγικές πολυκατοικίες που είχαν χτιστεί για να αντικαταστήσουν τις παράγκες από λαμαρίνα όπου έμεναν αρχικά οι πρόσφυγες. Εκεί, μάλιστα, γυρίστηκε το 1954 η γνωστή ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Μαγική πόλη». Φαίνεται όμως ότι οι σκηνοθέτες μας αγάπησαν ιδιαίτερα την περιοχή επειδή εκεί γυρίστηκαν κι άλλες ταινίες όπως η μικρού μήκους «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» (1961) του Κώστα Φέρρη, «Το χαμίνι» (1960) του Οδυσσέα Κωστελέτσου, «Άγγελος» (1982) του Γιώργου Κατακουζηνού, «Runaway day» (2013) του Δημήτρη Μπαβέλλα, η σειρά «Κάθοδος» (1983) του Γιώργου Μιχαηλίδη κ.ά.
Πολύ καλός αφηγηματικός ρυθμός, πλούσιο αρχειακό υλικό (φιλμ, φωτογραφίες) που μας φέρνει σε επαφή με τη φτώχεια, την προσφυγιά, την κατοχή, την εθνική αντίσταση αλλά και με την καθημερινότητα των κατοίκων, με τα καφενεία, την αγορά, τους αθλητικούς συλλόγους, τους τεκέδες κ.λπ. Εξαιρετική δουλειά.