Το παρόν αφιέρωμα είχε ως αφορμή τη συνειδητοποίηση ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς υπάρχει ένα αίτημα για μείωση των φόρων, παράλληλα με αιτήματα για τη στήριξη του κοινωνικού κράτους αλλά και την ενίσχυση της άμυνας μέσω των εξοπλισμών. Προφανώς δεν μπορούν να γίνουν όλα αυτά μαζί. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε όχι μόνο ότι όσα λεφτά πηγαίνουν στους εξοπλισμούς αφαιρούνται από το κοινωνικό κράτος, αλλά και ότι το κοινωνικό κράτος και τα δημόσια αγαθά χρηματοδοτούνται από τη φορολογία. Στο πλαίσιο αυτό, το να μην υπάρχουν πολιτικά κόμματα που να τονίζουν αυτή τη σύνδεση δημιουργεί/ενισχύει μια νοοτροπία που αποτελεί εμπόδιο στην προσπάθεια ανάσχεσης του νεοφιλελευθερισμού και επιστροφής του κράτους στο πλευρό των πολλών. Και αυτό είναι ανεξάρτητο από το ότι ο μεγάλος πλούτος πρέπει να πάψει να υποφορολογείται.

 

Η Ομάδα των Παρεμβάσεων

 

 

 

 

Θέλουμε όντως χαμηλούς φόρους;

 

Κεντρικό σημείο της οικονομικής πολιτικής της παρούσας κυβέρνησης, είτε όταν εξαγγέλλεται προεκλογικά, είτε όταν διαφημίζεται από κυβερνητικά στελέχη ως υλοποίηση, είναι η εμμονή στη μείωση της φορολογίας. Αυτό ακούγεται καλό στους φορολογούμενους που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα οικονομικά σε καθημερινή βάση. Ο καθένας δικαιούται να έχει την άποψή του για το επίπεδο των φόρων που είναι επιθυμητό σε μια κοινωνία, όμως αυτό που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι η συγκεκριμένη επιλογή της κυβέρνησης έχει τις ρίζες της σε μια επίσης πολύ συγκεκριμένη –και καθόλου ιδεολογικά ουδέτερη– προσέγγιση για το ρόλο του κράτους στην οικονομία.

Η άποψη ότι οι φόροι σε μια οικονομία πρέπει να είναι χαμηλοί αποτελεί εργαλείο του ιδεολογικού οπλοστασίου της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, η οποία επίσης υποστηρίζει ότι η κρατική παρέμβαση είναι επιζήμια για την οικονομία, ότι οι δυνάμεις της αγοράς πρέπει να αφεθούν ελεύθερες να καινοτομήσουν, να δρέψουν τους καρπούς των επιτυχιών τους, και έτσι να έχουν κίνητρο για μεγαλύτερες επιτυχίες. Και μην ανησυχείτε! Στο τέλος, όλοι θα ωφεληθούν από την ανεμπόδιστη οικονομική ανάπτυξη. Η θεωρία αυτή, που αναπτύχθηκε ήδη από τη δεκαετία του ’70 από νομπελίστες οικονομολόγους όπως ο Milton Friedman, ακολουθήθηκε πιστά τη δεκαετία του ’80 από δυτικές οικονομίες και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού και, σε μεγάλο βαθμό, καθόρισε τις κοινωνίες που ζούμε σήμερα.

Τουλάχιστον ως προς το σκέλος της ανάπτυξης για όλους, η θεωρία αυτή απέτυχε οικτρά, καθώς οι ανισότητες στις οικονομίες που εφαρμόστηκε ανέβηκαν αλματωδώς και το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών δεν είδε το πραγματικό του εισόδημα να βελτιώνεται ουσιωδώς. Και, όπως έλεγε η καρδιά των μελετών για την ανισότητα, ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Tony Atkinson, το πρόβλημα με την ανισότητα δεν είναι μόνο ότι κάποιοι ζουν με υπερβολική πολυτέλεια, αλλά κυρίως ότι αποκτούν τη δύναμη, μέσω της πολιτικής επιρροής που ασκούν, να αλλάζουν τους κανόνες του παιχνιδιού ώστε να αυξάνουν κι άλλο την περιουσία τους εις βάρος των πολλών.

Αναπόσπαστο τμήμα της ίδιας ιδεολογίας είναι και το δόγμα της ατομικής προσπάθειας, ότι ο τρόπος για να πετύχεις είναι να προσπαθήσεις να αποκτήσεις υψηλό επίπεδο μόρφωσης και να δουλέψεις σκληρά. Ο διάσημος πολιτικός φιλόσοφος Michael Sandel, μεταξύ άλλων ακαδημαϊκών, στο έξοχο πρόσφατο βιβλίο του The tyranny of merit: whats become of the common good? έχει αποδομήσει πλήρως αυτό το αφήγημα. Για τις ΗΠΑ, το πού θα καταλήξεις στην οικονομική πυραμίδα, εάν και σε ποιο πανεπιστήμιο θα πας, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το κοινωνικο-οικονομικό σου υπόβαθρο. Τα στατιστικά δεδομένα λένε πως η κοινωνική κινητικότητα είναι πολύ μεγαλύτερη στις σκανδιναβικές χώρες με το ισχυρό κοινωνικό κράτος παρά στη «χώρα της ευκαιρίας», τις ΗΠΑ. Ο Sandel έχει όμως μια ακόμα πιο σοβαρή ένσταση με το δόγμα της ατομικής προσπάθειας, ηθικού χαρακτήρα. Αν θεωρούμε ότι η αγορά αμείβει με βάση τις ικανότητες και την προσπάθεια, τότε δεχόμαστε ότι αυτοί που καταλήγουν στην κορυφή της πυραμίδας το αξίζουν, ενώ εκείνοι που κατέληξαν στη βάση της δεν έχουν παρά να κατηγορήσουν τον εαυτό τους. Οι τεράστιες ανισότητες που παρατηρούμε στις μέρες μας, ηθικά δε νομιμοποιούν αυτό το συμπέρασμα στα μάτια των περισσότερων ανθρώπων.

Ακριβώς στον αντίποδα αυτής της προσέγγισης είναι οι αξίες της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, για την οποία η αξιοπρεπής διαβίωση του πολίτη δεν πρέπει να εξαρτάται από τη θέση του στην αγορά. Αυτές οι αξίες δημιούργησαν το δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας, τις δημόσιες υπηρεσίες, το κοινωνικό κράτος, την κοινωνική ασφάλιση. Και όλα αυτά χρειάζονται πόρους, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από τη φορολογία. Έτσι διασφαλίζεται ότι θα αξιοποιηθεί το ανθρώπινο δυναμικό της κοινωνίας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, παρόλο που πρέπει να αποδοθούν εύσημα για τις προσπάθειες εντοπισμού της φοροδιαφυγής πρόσφατα, τα περισσότερα φορολογικά έσοδα εξακολουθούν να αντλούνται από την εγγενώς άδικη έμμεση φορολογία, η φορολογική μεταχείριση των οικογενειών είναι από τις χειρότερες ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το κράτος αντιμετωπίζει ολόκληρες επαγγελματικές ομάδες ως φοροφυγάδες φορολογώντας τους με μεθόδους που δεν υπάρχουν σε καμιά χώρα του αναπτυγμένου κόσμου. Παράλληλα, οι δαπάνες ανά φοιτητή στα δημόσια πανεπιστήμια είναι από τις χαμηλότερες σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ και το ποσοστό των δαπανών υγείας που καλύπτουν τα νοικοκυριά από τη τσέπη τους είναι μακράν το υψηλότερο στην ευρωζώνη.

Αντί, λοιπόν, η κυβέρνηση να έχει ως κύριο στόχο την επιβολή ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος που θα επιβαρύνει αναλογικά περισσότερο αυτούς που όντως έχουν φοροδοτική ικανότητα, για να προσφέρει σε όλους υψηλού επιπέδου δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, προτείνει –καθρεφτάκια σε ιθαγενείς– τη μείωση της φορολογίας ως αντάλλαγμα για τη συστηματική υποβάθμιση των δομών και υπηρεσιών του δημοσίου, προσφέροντας ταυτόχρονα τομείς όπως η υγεία, η παιδεία και οι υποδομές στον ιδιωτικό τομέα προς άλωση. Επομένως, το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι εάν και ποιοι φορολογικοί συντελεστές θα μειωθούν κατά μία ή δύο μονάδες, αλλά το είδος της κοινωνίας που θέλουμε να ζούμε εμείς και τα παιδιά μας.

 

Γεωργία Καπλάνογλου,
καθηγήτρια Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ, DPhil Cambridge

 

 

Η ώρα της φορολόγησης του μεγάλου πλούτου

 

Η οικονομική βιβλιογραφία παρουσιάζει τη φοροδιαφυγή ως ένα από τα σημαντικότερα διαχρονικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Η έλλειψη εσόδων, ως αποτέλεσμα της φοροδιαφυγής, μειώνει τις δυνατότητες του κράτους, εμποδίζει την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ελληνικής οικονομίας.

Η αντιμετώπιση του προβλήματος στα χρόνια της οικονομικής κρίσης εστίασε κυρίως σε ένα είδος φοροδιαφυγής. Η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας αποτελείται από μικροεπιχειρήσεις (κάτω των 10 ατόμων), οι οποίες έχουν παραδοσιακά περισσότερες πιθανότητες απόκρυψης εσόδων. Η ευρεία χρήση μετρητών για τις καθημερινές συναλλαγές των πολιτών διευκόλυνε τη φοροδιαφυγή. Έτσι, αρκετές μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας βασίστηκαν στην ψηφιοποίηση και την παροχή κινήτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Παρ’ όλα ταύτα, υπάρχει ακόμα ένα σημαντικό πρόβλημα που προκαλεί ετήσιες απώλειες κρατικών εσόδων: η φοροδιαφυγή του μεγάλου πλούτου. Μέχρι πρόσφατα, ήταν δύσκολο να γνωρίζουμε πόσο καλά αποφεύγουν οι πλούσιοι τους φόρους. Οι δημόσιες στατιστικές είναι παράξενα σιωπηλές για τις συνεισφορές τους στα κρατικά ταμεία. Τα τελευταία χρόνια, εγώ και άλλοι ερευνητές του Φορολογικού Παρατηρητηρίου της ΕΕ δημοσιεύσαμε έρευνες που προσπαθούν να διορθώσουν αυτό το πρόβλημα. Παρόλο το γεγονός ότι διαθέτουμε δεδομένα για λίγες μόνο χώρες, έχουμε διαπιστώσει ότι το υψηλότερο εισοδηματικό εκατοστημόριο του πληθυσμού μιας χώρας αποφεύγει συστηματικά να πληρώνει το φορολογικό μερίδιο που του αναλογεί.

Για παράδειγμα έρευνες από φορολογικά στοιχεία στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ολλανδία και στην Ιταλία δείχνουν ότι ο μέσος φορολογούμενος αποδίδει 30-40% των συνολικών του εισοδημάτων σε φόρους, ενώ το ίδιο ποσοστό μειώνεται σε περίπου 15% στους πολυεκατομμυριούχους και δισεκατομμυριούχους.

Η απλή εξήγηση της διαφοράς είναι ότι οι περισσότεροι από εμάς ζούμε από τους μισθούς μας, ενώ οι πλουσιότεροι ζουν από τον πλούτο τους. Οι εταιρείες που κατέχουν δεν αποδίδουν μισθό, αλλά μέρισμα που φορολογείται πολύ χαμηλότερα. Οι εταιρείες αυτές έχουν επίσης τη δυνατότητα της μετακίνησης κερδών σε χώρες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Μπορούν να παρακρατούν μέρος των εσόδων και να μην το αποδίδουν σε κέρδος για να αποφύγουν τη φορολόγηση. Οι ιδιοκτήτες τους μπορούν να κάνουν τεράστιες αγορές δανειζόμενοι έναντι των περιουσιακών τους στοιχείων. Ένα παράδειγμα αυτής της πρακτικής ήταν η εξαγορά του «Twitter» από τον Έλον Μασκ, ο οποίος χρησιμοποίησε τις μετοχές του στην «Tesla» ως εγγύηση για να εξασφαλίσει περίπου δεκατρία δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια χωρίς να πληρώσει κανένα φόρο.

Ιστορικά, οι πλούσιοι έπρεπε να πληρώνουν μεγάλους φόρους στα εταιρικά κέρδη, που ήταν η κύρια πηγή των εισοδημάτων τους. Όμως ο εταιρικός φόρος έχει εξασθενήσει σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ παράλληλα ο φόρος που αναλογεί στον μέσο φορολογούμενο αυξήθηκε. Στην Ελλάδα, ο εταιρικός φόρος έχει μειωθεί από το 40% το 2000 σε 22% σήμερα. Τα δε μερίσματα φορολογούνται μόλις με συντελεστή 5% (δεύτερη χαμηλότερη φορολογία μερισμάτων στην ΕΕ).

Ένα εμπόδιο στη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου είναι ο κίνδυνος μετακίνησης της φορολογικής κατοικίας σε χώρες με χαμηλή φορολογία. Στην Ευρώπη, μερικοί δισεκατομμυριούχοι που έχτισαν την περιουσία τους στη Γαλλία, τη Σουηδία ή τη Γερμανία έχουν εγκαταστήσει τη μόνιμη κατοικία τους στην Ελβετία, όπου πληρώνουν ένα κλάσμα των όσων θα χρωστούσαν στη χώρα τους. Λανθασμένα, τα τελευταία χρόνια έχουν δοθεί αρκετά κίνητρα για τη μεταφορά φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα με ευνοϊκή φορολόγηση. Αυτό μειώνει τη φορολογική βάση άλλων χωρών και αυξάνει τις ανισότητες παγκοσμίως. Παρόλο που λίγοι από τους υπερπλούσιους μετακομίζουν πραγματικά, η πιθανότητα να το κάνουν έχει αποτελέσει φόβητρο για τους φορολογικούς μεταρρυθμιστές που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

Στη σύνοδο των G20 στη Βραζιλία φέτος, υπό την ηγεσία του κ. Λούλα, Προέδρου της Βραζιλίας, η ομάδα μου εισηγήθηκε έναν παγκόσμιο ελάχιστο φόρο στους πολυεκατομμυριούχους, οποίος θα ισούται με το 2% της περιουσιακής τους αξίας κάθε χρόνο. Ο φόρος είναι αναγκαίος γιατί η προοδευτικότητα του φορολογικού μας συστήματος σταματάει στο τελευταίο εισοδηματικό εκατοστημόριο, όπου οι μισθοί παύουν να είναι το κύριο μέρος του εισοδήματος. Ο φόρος μπορεί από τώρα να εφαρμοσθεί και σαν μια εθνική πολιτική από οποιαδήποτε χώρα.

Υπολογίζουμε ότι ένας τέτοιος φόρος θα μπορούσε να επιφέρει περίπου 300 δισ. παγκοσμίως κάθε χρόνο, αρκετά για να αντιμετωπίσουν το κόστος της πράσινης μετάβασης σε όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες, χωρίς να επιβαρύνουν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, καθώς θα πληρώνεται από ένα πολύ μικρό μέρος που παγκόσμιου πληθυσμού. Σε εθνικό επίπεδο, τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα θα μπορούσαν να υποστηρίξουν το κοινωνικό κράτος και τις χρηματοδοτικές ανάγκες της πράσινης μετάβασης.

Το 2021, περισσότερες από 130 χώρες συμφώνησαν να εφαρμόσουν έναν ελάχιστο φορολογικό συντελεστή 15% στα κέρδη των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών. Δέκα χρόνια πριν τη συμφωνία, όταν οι συζητήσεις άρχιζαν, αρκετοί ονόμασαν το εγχείρημα «ουτοπικό». Όμως σήμερα, ανεξάρτητα από το πού μια πολυεθνική εταιρία καταγράφει τα κέρδη της, θα πρέπει να πληρώνει τουλάχιστον ένα βασικό φόρο σύμφωνα με τη συμφωνία. Η ίδια λογική θα μπορούσε να ισχύσει τώρα και στον μεγάλο πλούτο. Είναι ένα αναγκαίο βήμα για τη θωράκιση του κοινωνικού κράτους, την εξάλειψη των ανισοτήτων και τη δημιουργία μιας φορολογικά δίκαιης οικονομίας.

 

Παναγιώτης Νικολαΐδης,
διδάκτωρ,
διευθυντής Έρευνας, Φορολογικό Παρατηρητήριο της ΕΕ – Paris School of Economics

 

 

Το φορολογικό ζήτημα.
Μια ιστορική ματιά

 

Tο 1952, ο Βαρβαρέσος στην περίφημη «Έκθεση για το Oικονομικό Πρόβλημα της Xώρας», στο κεφάλαιο για το Φορολογικό Zήτημα σημείωνε: «Aυτό που είναι λάθος στο ελληνικό φορολογικό σύστημα είναι η άδικη κατανομή των φόρων. Περίπου το 80% των εσόδων της κυβέρνησης προέρχονται από την έμμεση φορολογία (…) που βαραίνει δυσανάλογα τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις».

Αναλύοντας τις φορολογικές δηλώσεις όσων είχαν δραστηριότητα στο εμπόριο και τη βιομηχανία, καθώς και τους ελεύθερους επαγγελματίες, κατέληγε ότι το 16% από αυτούς δήλωνε εισόδημα μικρότερο από το μισθό κλητήρα του δημοσίου, 66% στο επίπεδο του κλητήρα και μόλις, 5% εμφανίζονταν με αξιόλογο εισόδημα. Σημείωνε δε ότι «αυτοί που αντιτίθενται στην αλλαγή του φορολογικού συστήματος», επικαλούνται τις δυσκολίες, ότι «το ισχύον σύστημα φορολόγησης των εισοδημάτων είναι αναχρονιστικό», ότι οι «οι φοροεισπρακτικές υπηρεσίες δεν λειτουργούν ικανοποιητικά», ότι «η Eλλάδα είναι μια χώρα πολλών ατομικών επιχειρήσεων, όπου (…) η συλλογή φόρων είναι πιο δύσκολη», και τέλος ότι «οι Έλληνες έχουν εθιστεί στην φοροδιαφυγή». Και ο Βαρβαρέσος κατέληγε ότι αυτοί που τα ισχυρίζονται αυτά «υποτιμούν τον ελληνικό λαό (...) και έχουν συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία της υπάρχουσας κατάστασης.»

Εβδομήντα χρόνια μετά είναι «σαν να μην πέρασε μία μέρα». Τώρα οι έμμεσοι φόροι είναι κοντά στο 60%. Οι μισθωτές τάξεις (και οι συνταξιούχοι) πληρώνουν ένα 25%. Οι επιχειρήσεις, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι καλύπτουν μόλις το 10%. Aλλά από τις 200.000 επιχειρήσεις μόλις 200 (καλύπτουν το 90% των φόρων επί των κερδών) και από τις 700.000 αυτοαπασχολούμενους και επαγγελματίες, 70% δηλώνουν κάτω από το αφορολόγητο και μόλις 5% δηλώνουν μεσαία εισοδήματα. Τέλος στις δηλώσεις εισοδήματος, “δεν υπάρχουν πλούσιοι”, ούτε για δείγμα (πάνω από 80.000 είναι μεμονωμένες περιπτώσεις). Όπως και να το μετρήσει κανείς, τα πραγματικά “μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα” δεν πληρώνουν φόρους.

Έτσι, το σύστημα διαιωνίζεται, με ένα βαθιά “αντι-προοδευτικό” φορολογικό σύστημα, χωρίς δυνατότητες αναδιανομής. Η άσκηση κοινωνικής πολιτικής είναι προσδεδεμένη στο δανεισμό (ή σε ευρωπαϊκούς πόρους) και όχι στην φορολογία. Οι λόγοι αυτής της κατάστασης είναι ιστορικοί και πολιτικοί. Ιστορικοί αναφορικά με την περίοδο της γρήγορης ανάπτυξης, στις δεκαετίες του '60 και του '70. Πολιτικοί για την μακρά περίοδο της μεταπολίτευσης.

Την περίοδο της εκβιομηχάνισης, οι κρατικές τράπεζες διασφάλιζαν τη ροή πιστώσεων αποκλειστικά στους παραγωγικούς τομείς (βιομηχανία, γεωργία). Όλοι οι άλλοι κλάδοι (εμπόριο, υπηρεσίες, οικοδομή) έμειναν εκτός. Εκεί άνθησαν οι μορφές του εξωτραπεζικού δανεισμού (φιλικού, οικογενειακού, επιχειρηματικού). Η τεράστια οικοδόμηση της Αθήνας, έγινε χωρίς τραπεζική χρηματοδότηση, αλλά με την ανάπτυξη της εμπορικής πίστης, την καταναλωτική πίστη (γραμμάτια και δόσεις) και την κινητοποίηση ενός συστήματος μικροπαραγωγών και μικροϊδιοκτητών.

Oι τομείς αυτοί εξαιρέθηκαν της φορολόγησης. H φοροασυλία και η παραοικονομία στηρίζονταν στην ιδιόρρυθμη αυτή "δυαδικότητα". Επρόκειτο για ένα ιδιαίτερο “κοινωνικό συμβόλαιο”, που αφορούσε στη σχέση μεγάλων κοινωνικών ομάδων με τη χρηματοδότηση. Μόνο που την περίοδο αυτή το κράτος παρέμεινε μικρό. Ο προϋπολογισμός παρέμενε στο 25% του ΑΕΠ και στο πλαίσιο του Μπρέτον Γούντς ήταν κατά κανόνα ισοσκελισμένος.

Μετά το 1974, αναπόφευκτα, επεκτάθηκε η δημόσια σφαίρα της οικονομίας. Η αρχή έγινε με τη ΝΔ και συνεχίστηκε με το ΠΑΣΟΚ. Αφορούσε τις κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων και την επέκταση των δημόσιων κοινωνικών δαπανών (δημόσια διοίκηση, παιδεία, υγεία, ασφάλιση, συντάξεις). Σταδιακά αυτές επεκτείνονταν, και στα μέσα της δεκαετίας του 1990, συνέκλιναν με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (46%).

Η αύξηση των δημοσίων δαπανών χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από έσοδα, και εν μέρει από δανεισμό. Το δημόσιο χρέος είναι δημιούργημα της δεκαετίας του '80. Το 1980 το δημόσιο χρέος ήταν γύρω στο 20% του ΑΕΠ, και επεκτάθηκε ραγδαία στη συνέχεια. Το 1990 ήταν 80% και το 1993 ήταν 115%. Έκτοτε με κάποιες διακυμάνσεις παρέμεινε σε αυτά τα επίπεδα μέχρι την χρεοκοπία.

Τα δημόσια έσοδα προσαρμόστηκαν με βάση το παλιό φορολογικό σύστημα. Μόνο που αυτοί οι διακανονισμοί δεν αρκούσαν πλέον. Η υστέρηση των εσόδων από τις δαπάνες ήταν μόνιμη. Το μόνιμο έλλειμμα του προϋπολογισμού για μία τριακονταετία κινήθηκε γύρω στο 6-12%, με διακυμάνσεις. Παράλληλα κάθε τόσο εμφανιζόταν ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της κατάστασης (1979-80, 1983-85, 1990-93, 1996-2000, 2004-08). Στις δεκαετίες του '90 και του 2000 η οικονομία βίωσε το δεύτερο μεγάλο μετασχηματισμό. Η οικονομία, υπηρεσιών πλέον, εντάχθηκε στο διεθνές σύστημα με τους όρους της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ήταν η περίοδος των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και της ενσωμάτωσης στο ευρώ.

Η οικονομία καθώς αναπτυσσόταν γρήγορα, έστω με δανεικά, όχι μόνο δεν μεταρρύθμισε το φορολογικό σύστημα προκειμένου να καλύπτει τις δημόσιες δαπάνες, αλλά ενίσχυσε τον «κατακερματισμό» του φορολογικού συστήματος. Διαμόρφωσε ειδικό φορολογικό καθεστώς για πολλούς κλάδους (τράπεζες, κατασκευαστικές) και επαγγέλματα, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώθηκε ένα σύνθετο και εκλεπτυσμένο σύστημα δικαιολόγησης των υψηλών εισοδημάτων κατά την κατανάλωση τους (οφ σορ, δωρεές, δήθεν τουριστική χρήση, κλπ). Στην παραδοσιακή φοροδιαφυγή προστέθηκε το παράλληλο φαινόμενο της “νόμιμης φοροασυλίας”.

Το σύστημα αυτό κατέρρευσε με την χρεοκοπία. Με την τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, πάρθηκαν προσωρινά μέτρα, αλλά το φορολογικό σύστημα δεν άλλαξε. Εξάλλου η επιστροφή στην “κανονικότητα”, έστειλε ισχυρό μήνυμα. Ο Βαρβαρέσος φαντάζει πιο επίκαιρος από ποτέ.

 

Γιώργος Σταθάκης

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet