Alec Scouffi «Χρυσόψαρο. Δωμάτια μετ’ επίπλων», μετάφραση - σημειώσεις: Νίκος Σκοπλάκης, επίμετρο: Νίκος Σκοπλάκης και Δήμητρα Τζανάκη, εκδόσεις Κίχλη, 2024
Δεκαετία του ’20 στο Παρίσι. Η αστυνομία κάνει την τακτική της έφοδο σε ένα καταγώγιο της Μονμάρτρης, γεμάτο «αποβράσματα, μόρτηδες, αγαπητικούς και νταβάδες» και συλλαμβάνει, μεταξύ άλλων, κι έναν κατάξανθο τυπάκο, «με μάγουλα από ροδρόχρωμη πορσελάνη, μάτια στο πράσινο του φιστικιού, του καβουρδισμένου φιστικιού, κι ύφος λες κι είχε κάνει κοπάνα απ’ το σχολείο» (13). Είναι ο Πιερ, ένας πιτσιρίκος που έχει μόλις καταφτάσει από το Σαιν-Ζερμαίν αν Λαι. Ορφανός από πατέρα, που είχε σκοτωθεί στον μεγάλο πόλεμο, με μια μητέρα που τον λάτρευε αλλά δεν ήξερε και δεν μπορούσε να τον προστατεύσει από τον κακοποιητικό της νέο σύζυγο, που αγαπούσε μόνο ό,τι ήταν δικό του.
Ο Πιερ είχε βαρεθεί τις κατσάδες των μεγάλων και, πάνω απ’ όλα τον βούρδουλα του φούρναρη πατριού του. Ζωηρός, φιλοπερίεργος, με φλογερή φαντασία που την κέντριζαν ακόμη περισσότερο το σινεμά και τα σινερομάντζα, με το κορμί του να ξυπνάει και το βλέμμα του καρφωμένο στον μεγαλύτερό του συμμαθητή Αιγύπτιο Ρουμίρ και όχι στα κορίτσια, ο Πιερ λαχταρούσε την περιπέτεια. Έτσι είχε ξεκινήσει για τη μεγάλη πόλη, για την «ελεύθερη κομμούνα της Μονμάρτρης», που δεν μπορεί παρά να ήταν ο τόπος της απόλυτης ελευθερίας, αφού οι γονείς του την μισούσαν τόσο. Τον είχε περιμαζέψει πεινασμένο και ξεπαγιασμένο στην Πιγκάλ ένας νταβατζής, που δεν είχε καμία σχέση με την ελεύθερη κομμούνα αλλά είχε πολλά σχέδια για το πανέμορφο θήραμά του. Η νέα του παρέα τον είχε ήδη ξαναβαφτίσει, «Σουσού». Η αστυνομία θα τον γυρίσει στο σπίτι του, αφού πρώτα θα γνωρίσει την πρώτη του, «κρυφή», ερωτική εμπειρία στην ποτισμένη από «την ακολασία, το έγκλημα και την τιμωρία» κλούβα της αστυνομίας (16).
Πυρπολημένος από την «ακόρεστη δίψα για το Άγνωστο» (39), ο Πιερ-Σουσού πολύ γρήγορα θα την ξανακοπανήσει για να γυρίσει τον κόσμο – παίρνοντας αυτή τη φορά μαζί του την είσπραξη των εορτών από το ταμείο του φούρνου. Τόσο αθώος κι άβγαλτος όσο πονηροί και καπάτσοι είναι οι νέοι του «φίλοι», θα δει τα χρήματά του να εξανεμίζονται στο πι και φι και πολύ γρήγορα θα καταλήξει να κάνει τον γύρο της Πιγκάλ αντί για τον γύρο του κόσμου: για να κερδίσει το φαγητό και τον ύπνο της κάθε μέρας του θα εκδίδεται σε άντρες. Αποζητούσε κυνήγια στη ζούγκλα, με άγρια θηρία κι ατρόμητους κυνηγούς. Πανέμορφος, καλόψυχος, αγράμματος και απόλυτα μπερδεμένος ως προς το ποιος είναι και τι ζητάει, θα γνωρίσει μόνο, ως θήραμα και θηρευτής μαζί, το σκληρό κυνήγι της επιβίωσης και της ηδονής στη ζούγκλα της πρωτεύουσας, στους δρόμους, τα καταγώγια, τα χαμάμ, τις φυλακές της. Θα χαλάσει τη ζωή και το κορμί του παλεύοντας με τη δική του αλήθεια, του σώματος και της ψυχής, του φύλου και της επιθυμίας του μέσα στον κόσμο που βρέθηκε ριγμένος, όπου φτωχοί και πλούσιοι είναι εξίσου ανελέητοι.
Ένα ανεστραμμένο μυθιστόρημα μαθητείας
Ο Αλέκ Σκουφί, ο εν πολλοίς άγνωστός μας αιγυπτιώτης βαρύτονος Αλέξανδρος Σκούφος, που είχε ήδη επαινεθεί στους γαλλικούς λογοτεχνικούς κύκλους για το γαλλόφωνο ποιητικό του έργο και έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης για τη λυρική του σταδιοδρομία, αναδημιουργεί έναν κόσμο που τον γνωρίζει πολύ καλά. Ομοφυλόφιλος σε μια δύσκολη εποχή, γνώριμος του Καβάφη και του περιθωρίου σε όλες τις πόλεις όπου έζησε και ειδικά στο Παρίσι, δημιουργεί ένα ολοζώντανο φρέσκο της αφανούς επικράτειας του πληρωμένου ομοφυλοφιλικού έρωτα της εποχής στο Παρίσι, με τη δική του τοπιογραφία, τις δικές του πρακτικές και τελετουργίες, προσεγγίζοντας παράλληλα με μεγάλη τόλμη κι ευαισθησία ζητήματα ταυτότητας και δυσφορίας φύλου σε μια κοινωνία που προσπαθεί να διαχειριστεί τις συνέπειες του πολέμου ομνύοντας στην υποκρισία και στην κανονικότητα. Κι αν η μουσική τον καθοδηγεί στον ρυθμό του κειμένου του, στο οποίο τα καλιαρντά συναιρούνται με συμβολιστικές περιγραφές, η τοιχογραφία του, με τον απόκληρο Σουσού ως Άγιο Σεβαστιανό στο επίκεντρο, όπως τον είχε ζωγραφίσει ο εφήμερος μαικήνας του Μάξγουελ, δομείται δεξιοτεχνικά και πολυσήμαντα με βάση μια σειρά από ανεστραμμένα είδωλα – αρχής γενομένης από το ίδιο το είδος του έργου, που αποτελεί ένα ανεστραμμένο μυθιστόρημα μαθητείας και στο οποίο ο πλούσιος και καλλιεργημένος Ρουμίρ μπορεί να θεωρηθεί φευγαλέα εικόνα του ίδιου του συγγραφέα.
Βασική διαχωριστική γραμμή
Έτσι, συμπληρωματική κι αντίθετη εικόνα του Σουσού είναι κι η ορφανή μοδιστρούλα, η Λουίζ, που συναντιέται μαζί του στο οδυνηρό ταξίδι της δικής της σάρκας, γίνεται όχι η ερωμένη, αλλά ο εραστής του, αλλά μετά από πισωγυρίσματα και ταλαντεύσεις αφήνει πίσω της την εξαθλίωση και την εξαχρείωση, μαζί και την αλήθεια του κορμιού και της ψυχής της. Ανεστραμμένο είδωλό του είναι ο Ρικέ, ο γκρουμ του Χρυσόψαρου, του ξενοδοχείου όπου χαμοζεί όλος αυτός ο κόσμος, ο οποίος σώζεται, γυρίζοντας πίσω στη γη, στο χωριό του. Αναποδογυρισμένη εικόνα του Σουσού, ως παιδιού που κανείς δεν προσπάθησε να σώσει, είναι ο Μπομπ, το αγόρι που ο ίδιος ερωτεύεται βαθιά και προσπαθεί να διαφυλάξει την αγνότητα που αυτός εκών άκων έχασε, πηγαίνοντας κόντρα στην πιο βαθιά του ερωτική επιθυμία – αλλά εκείνο δεν θέλει να σωθεί και θα παρασύρει και τον ίδιο στον χαμό. Κι απέναντι στον κυνικό «συλλέκτη ψυχών», τον ζωγράφο Μάξγουελ, στέκει, λόγου χάρη, ο ανθρώπινος συγγραφέας, ο Μπαρμπούλης.
Οι όποιες αντιθέσεις δεν αναιρούν τη βασική διαχωριστική γραμμή που κόβει τον χώρο του πληρωμένου έρωτα, όπου συναντιούνται, λιγότερο ή περισσότερο κρυφά, όλες οι κοινωνικές τάξεις, στα δυο: από τη μια μεριά, είναι οι πλούσιοι, οι ματσωμένοι, οι οποίοι χαλάν τα φτωχαδάκια, όπως ουρλιάζει η παροπλισμένη Μπιζού (151), που βρίσκονται από την άλλη μεριά και δεν έχουν ούτε καν την πολυτέλεια της καλοσύνης (93). Σε μια στενή μεθόριο, όσοι αναζητούν την ευχαρίστηση, οι εργάτες κι οι υπάλληλοι, που η ζωή τους είναι άλλη.
Με μια μπωντλερική αντίληψη της ομορφιάς, ο Σκουφί παρακολουθεί τρυφερά, με πικρό χιούμορ συχνά, τον Σουσού στην αργή και σταθερή πορεία του προς τον όλεθρο, τοποθετώντας τον σε περιβάλλοντα απολύτως αληθοφανή, αναπαράγοντας τους λόγους, δικούς του και των άλλων, με φωνογραφική πιστότητα. Απεικονίζει μαζί τον άγριο αυτόν κόσμο, με έναν σκληρό ρεαλισμό που τον φωτίζουν συστηματικά λοξές ποιητικές και στοχαστικές διαφυγές και τον αφόρητο εσωτερικό αχό του ανεπίγνωστου, διαλυτικού διχασμού. Τα πρόσωπα οδηγούνται από δυνάμεις εξωτερικές και εσωτερικές τις οποίες αδυνατούν να αναγνωρίσουν και να κυβερνήσουν. Το μεγάλο προσόν του μυθιστορήματος είναι ότι κατορθώνει να αποτυπώσει αυτό το μπερδεμένο κουβάρι του ατομικού με το κοινωνικό με την πολυπλοκότητα που του αρμόζει, τολμηρά και μαζί σπαρακτικά. Γι’ αυτό και άντεξε στον χρόνο και την επιβεβλημένη λήθη και μας συγκινεί σήμερα βαθιά – με την εξαιρετική μετάφραση να αποτελεί τη βάση της συγκίνησης αυτής και την πλαισίωσή της να προσκαλεί στον αναστοχασμό.