Φωτογραφία: Jazzet J. Karnessiotis
Ιλάν Σολομών: Σαν Δον Κιχώτης ανάμεσα σε ανεμόμυλους
Με τον Ιλάν γνωριστήκαμε σε ένα από τα Φεστιβάλ του Ρήγα και οι δύο τότε στο πολιτιστικό μετερίζι. Έκτοτε μας δένει βαθιά εκτίμηση και φιλία. Ο Ιλάν είναι ένας σπουδαίος συνάδελφος δημοσιογράφος, η σελίδα του στην Αυγή της Κυριακής είναι συλλεκτική και ως μουσικός παραγωγός, τα Σαββατοκύριακα στις 9 το βράδυ, στο Κόκκινο 105.5, έχει φανατικούς οπαδούς και μας χαρίζει μοναδικές μουσικές.
Ο Ιλάν Σολομών γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στο ΕΜΠ. Εμφανίστηκε πολύ νωρίς στα μουσικά πράγματα του τόπου διοργανώνοντας περιοδείες καλλιτεχνών και πολυθεματικά μουσικά φεστιβάλ. Πολλά από αυτά έγραψαν ιστορία. Επίσης ξεκίνησε τις ραδιοφωνικές παραγωγές στο πειρατικό Star Radio και υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος και διευθυντής προγράμματος του JazzFm 102.4. Στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ επιμελήθηκε τις εκπομπές Jazz Club του Τρίτου, Μουσικές Κοινότητες του Τρίτου και Όλα τα Πρωινά του Τρίτου.
Είναι γνώστης της μουσικής και ιδιαίτερα της τζαζ στην οποία έχει αφιερώσει την ζωή του στην κυριολεξία. Πρόσφατα παρουσίασε ένα φιλόδοξο τριήμερο Jazzet Festival στο Θέατρο Πέτρας και έγραψε και το βιβλίο «Το μπλουζ του Big John». Με αφορμή αυτά τα δύο γεγονότα ο Ιλάν Σολομών μίλησε στην Εποχή.
Γνωρίζοντας, λίγο - πολύ τον τζαζ βίο σου, θεωρώ φυσικό επακόλουθο τη γραφή αυτού του βιβλίου. Ωστόσο, υπάρχει κάποιο γεγονός που σου έδωσε το έναυσμα;
Τις δύσκολες πρώτες μέρες της μεγάλης κρίσης, χωρίς δουλειά, χωρίς ραδιόφωνο -που ήταν πάντα η πιο μεγάλη μου δημιουργική χαρά-, με την αναδουλειά και μια θλίψη να μου προκαλεί απόλυτη αδράνεια, αφήνοντας πίσω τους χρωματιστούς μαρκαδόρους με τους οποίους πάντα «ζωγράφιζα» τα κείμενα των εκπομπών μου στο ραδιόφωνο, δανείστηκα από την κόρη μου το notebook κι άρχισα να δακτυλογραφώ. Ο Big John ήρθε κοντά μου εντελώς φυσικά. Έμοιαζε σαν νά ’χα ζήσει, σε μιαν άλλη ζωή, τη δική του.
Ο ήρωας σου κινείται ανάμεσα σε ζωντανούς θρύλους της τζαζ και παίζει σε εμβληματικές τζαζ σκηνές, είναι παρών στα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που συντάραξαν τον 20ό αιώνα. Αυτή η αναφορά στην πραγματικότητα αφορά μόνο τον ήρωα ή και τον συγγραφέα;
Λένε πως το μυαλό είναι σαν ένα σφουγγάρι. Απορροφά μουσικές που έχει ακούσει, βιβλία που έχει διαβάσει, ταινίες που έχει δει, όσα έχει ζήσει σε ταξίδια και σ’ αναπάντεχες συναντήσεις. Το alter ego μου, ο επίμονος δημοσιογράφος της Boston Inquirer, με όχημα τη γραφομηχανή του, ανακαλύπτει λεπτομέρειες και άγνωστες πτυχές της ζωής του μικρού από τη Λουϊζιάνα, που τελικά τυπώνει στις σελίδες του βιβλίου του. Ή, μήπως, το βιβλίο αυτό είναι δικό μου, βιβλίο που στοιχειοθετήθηκε μέσα από τις μνήμες, τις εμπειρίες, τις αισθήσεις μου, στην οθόνη του υπολογιστή;
Ο άγνωστος στους πολλούς Big John μεγάλωσε με μια κορνέτα στο χέρι, συνάντησε και έπαιξε δίπλα σε κάποιες εμβληματικές μορφές της τζαζ του μεταπολέμου, τους θαύμασε, αλλά ποτέ δεν τους μιμήθηκε. Έζησε και ωρίμασε δημιουργικά σε εποχές που γύρω του εξελισσόταν η σύγχρονη ιστορία που χαρακτήρισε τον αιώνα των πιο μεγάλων κοινονικοπολιτικών ανατροπών.
Μήπως με πρόσχημα τον ήρωά σου μίλησες γι’ αυτά που σημάδεψαν τη γενιά μας και που δεν πρέπει να ξεχνάμε, αν θέλουμε να ‘μαστε με τον πολιτισμό και τη δημοκρατία;
Ο συγγραφέας -που ποτέ δεν υπήρξα πραγματικά- αφηγείται τις δικές του εμπειρίες και μνήμες από την εποχή αυτών των κοσμοϊστορικών γεγονότων που περιέβαλαν και τη δική του ανάπτυξη ως συνειδητό ον, χρησιμοποιώντας συχνά τον ήρωά του ως «φορέα» των μνημών του. Διαβάζοντας στις ελεγχόμενες από τη χουντική λογοκρισία εφημερίδες για την έκρηξη της γενιάς του Μάη του ’68 («Αναρχικά γεγονότα εις τας οδούς των Παρισίων» έγραφαν οι μεγάλοι τίτλοι), προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω την αλήθεια, αυτή που έζησε ο λιποτάκτης από τον πόλεμο του Βιετνάμ ήρωάς μου, ο κοσμογυρισμένος, αλλά εντελώς αμύητος κοινωνικοπολιτικά τρομπετίστας της τζαζ. Κι όταν πια βρέθηκε στη δίνη του πολέμου της Ν.Α. Ασίας, ενός πολέμου όπου ποτέ δεν κατάλαβε γιατί, αυτός, ένας νέος αφροαμερικανός μουσικός της τζαζ, έπρεπε να γίνει «τροφή στα κανόνια» χιλιάδες μίλια μακριά από τον φτωχικό καταυλισμό στα αγροτικά περίχωρα της πρωτεύουσας του αμερικάνικου νότου όπου γεννήθηκε, ένιωσε την αδικία και εξεγέρθηκε.
Είσαι η σπάνια περίπτωση μουσικογράφου που γνωρίζει άριστα αλλά και βιώνει τα μουσικά πράγματα. Πώς βλέπεις λοιπόν το επίπεδο της ελληνικής τζαζ σκηνής σε σχέση με τη διεθνή;
Σε μια χώρα που κυριαρχεί το τραγούδι -έντεχνο ή λαϊκό, νέο ή παλιό- η τέχνη της αυτοσχεδιαζόμενης κυρίως ορχηστρικής μουσικής έχει ζήσει, ειδικά τα τελευταία δέκα χρόνια, ένα θαύμα. Παρά την έλλειψη ικανοποιητικών χώρων για την έκφραση μιας νέας γενιάς τζαζ μουσικών που γεννούν οι μουσικές σχολές και τα πανεπιστήμια, τα νέα αυτά παιδιά δημιουργούν υπέροχες μουσικές που, όταν φτάσουν στις αισθήσεις των ακροατών τους, τους κερδίζουν. Μια τζαζ συναυλία, ένα φεστιβάλ, αποτελούν τον ιδανικό χώρο για να συναντήσει κανείς αυτό το θαύμα, ανοίγοντας τη δική του πόρτα σε μια μουσική με άπειρες μορφές και επιρροές. Μία απ’ αυτές, είναι η «δική» του!
Έχεις στο ενεργητικό σου εκατοντάδες συνεντεύξεις. Ποιους μουσικούς ή συγκροτήματα ξεχωρίζεις;
Αυτή η ερώτησή σου είναι η πιο δύσκολη! Πες μου Λιάνα μου, πώς να επιλέξω ανάμεσα σε τόσους και τόσες jazz cats που παίζουν τη μουσική της ψυχής τους;
Πρόσφατα παρουσίασες το τριήμερο Jazzet Festival στο Θέατρο Πέτρας, της Πετρούπολης. Μίλησέ μας γι’ αυτό.
Το Jazzet Festival είναι η δονκιχωτική κατάθεση των εμπνευστών και ιδρυτών του Jazzet Music Hall των δυτικών προαστίων. Του Λευτέρη Χριστοφή και της mamma jazz Ελένης Γεωργίου. Mια διοργάνωση η οποία έχει σκοπό να μεταφέρει στο μεγάλο κοινό την πραγματική διάσταση της ελληνικής δημιουργίας στον χώρο της τζαζ, με ένα βλέμμα προς το μέλλον της. Οι καλλιτεχνικές συνεργασίες και οι δισκογραφικές παρουσιάσεις που αφορούν νέες δημιουργίες και τα μουσικά σχήματα από όλο τον Ελλαδικό χώρο, αλλά κι Ελλήνων που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό καθώς και προσκλήσεις σε καλλιτέχνες της παγκόσμιας μουσικής σκηνής, αποτέλεσαν την ιδέα του 1st Hellenic International Jazz Festival που φιλοδοξεί να γίνει ένας πολιτιστικός θεσμός.
Και πράγματι συγκέντρωσε πολύ σπουδαία ονόματα από τη διεθνή σκηνή.
Σε αυτήν την τριήμερη γιορτή της τζαζ, συμμετείχαν το τρίο «Galassio», με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες όπως ο νορβηγός κοντραμπασίστας Arild Andersen, (μέλος του Jan Garbarek Group και μουσικός-σύμβολο της επιλεκτικής δισκογραφική ECM), ο βραβευμένος με 7 Grammy αμερικανός ντράμερ Paul Wertico (Pat Metheny Group) και ο Έλληνας τζαζ κιθαρίστας Λευτέρης Χριστοφής (Blue Note Records, Benedetto Guitars Artist), το «αφεντικό» του Jazzet Festival.
Ακόμα, η ανερχόμενη συνθέτρια και τραγουδίστρια Katerina Pipili από τη Γαλλία, με το κουαρτέτο της που αποτελείται από νέους ανερχόμενους μουσικούς της γαλλικής, και όχι μόνο, jazz σκηνής (Tommy Scott πιάνο, Gabriel Pierre κοντραμπάσο, Mailo Rakotonanahary τύμπανα) και το βραβευμένο Claude Diallo Situation του πιανίστα Claude Diallo από την Ελβετία. Κοντά του, η 21χρονη ντράμερ Laura Schäfer που έδωσε στο γκρουπ μια νεανική αισθητική και ο 19 ετών κοντραμπασίστας Leon Frei.
Τι ξεχώρισες;
Θεωρώ ως μία από τις κορυφαίες στιγμές του φεστιβάλ, τη συναυλία του B.Y.S. Trio (Χρυσόστομος Μπουκάλης κοντραμπάσο, Κώστας Γιαξόγλου πιάνο, Νίκος Σιδηροκαστρίτης ντραμς), με guests τον σπουδαίο δεξιοτέχνη του ανατολικού ney Χάρη Λαμπράκη και την ευρηματική φωνή της Άννας Λινάρδου, που συνδυάζει τα παραδοσιακά φωνητικά ιδιώματα με τις εντυπωσιακές αυτοσχεδιαστικές τεχνικές της.
Και η σκηνή της Θεσσαλονίκης παρούσα.
Η τελευταία νύχτα του φεστιβάλ ξεκίνησε με το «Ntinos Manos Quintet», με κορυφαίους μουσικούς από τη σκηνή της Θεσσαλονίκης που από τη σκηνή του Jazzet Festival έκαναν την πρώτη παρουσίαση του Northwind δεύτερου προσωπικού άλμπουμ του σημαντικού κοντραμπασίστα, που γνωρίσαμε πριν λίγα χρόνια στο πλαίσιο του Next Step Quartet. Ο Ντίνος Μάνος είναι σήμερα μέλος της Κρατικής Ορχήστρας της Θεσσαλονίκης. Στο κουιντέτο της Κυριακής και στην ηχογράφηση του Northwind συμμετείχαν οι James Wylie στο σαξόφωνο, στην κιθάρα ο Θοδωρής Κότσυφας, ο Λέανδρος Πασσιάς στο πιάνο, ο Ντίνος Μάνος στο κοντραμπάσο και ο Γιώργος Κλουντζός στα ντραμς.
Και έγινε και ένα σπουδαίο κλείσιμο με την Έλλη Πασπαλά.
Ακριβώς. Το φεστιβάλ έκλεισε ιδανικά η Έλλη Πασπαλά και το πρότζεκτ της «Elly loves Jazz», με τη συμμετοχή του David Lynch (σαξόφωνα, φλάουτο, κρουστά), του Τάκη Φαραζή (πιάνο και πλήκτρα), του Πέτρου Βαρθακούρη (κοντραμπάσο) και του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη (ντραμς). Η Έλλη Πασπαλά ερμήνευσε τα Jazz Standards που έμαθε στην Αμερική, καθώς γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη και συνεχίζει να κρατά ζωντανούς μέσα της τους θησαυρούς της αμερικανικής μουσικής. Με την αισθαντική φωνή της, απέδωσε επιτυχίες από το «American Songbook», μουσικές που σφράγισαν με την ερμηνεία τους φωνές μυθικές.
Να σε γυρίσω λίγο παλιά, στο Φεστιβάλ του ΚΚΕ Εσωτερικού, τότε που πρωτοστατούσες και έστηνες τις νεολαιίστικες σκηνές. Θυμάσαι κάτι χαρακτηριστικό;
Ένα μικρό κόμμα και μια αισιόδοξη μαχητική νεολαία με μακριά ιστορία κι ένας κόσμος με αισθητική που απορροφούσε, όπως οι μέλισσες το νέκταρ, τα πολιτιστικά βράδια στο Νέο Φάληρο. Μυριάδες που συναντούσαν ό,τι πιο καλό είχαν να δώσουν οι καλλιτέχνες της εποχής, από πίστα σε πίστα, από μια έκθεση εικαστικών σε μια θεατρική σκηνή, σ’ ένα στέκι νεολαίας, ένα αυτοσχέδιο ταβερνάκι, μέχρι μια… επεισοδιακή ροκ εν ρολ συναυλία.
Ποιο συγκρότημα έχεις από τότε στην καρδιά σου, ποιόν μουσικό;
Πρωτεργάτης της ελληνόφωνης ροκ σκηνής, ο Παύλος Σιδηρόπουλος αγαπήθηκε πολύ. Και αγάπησε, και παραδόθηκε στα πάθη του ναρκισσισμού του. Γι’ αυτό η νεολαία δεν τον ξεχνάει, κι ας πέρασαν 34 χρόνια απ’ όταν έφυγε. Μιλάει ακόμα στην καρδιά με τα λίγα, ανεπανάληπτα, τραγούδια που μας άφησε. «Σε αγαπάμε» του έλεγα όταν τα βράδια τον συναντούσα στα σκοτεινά του «πρεζόδρομου» ή όταν τρέχαμε στο σπίτι του για να τον ξυπνήσουμε κι ας είχε ξεχάσει πως κάπου, κάποιοι περίμεναν ν’ ακούσουν τη φωνή του. Να τον δουν να μεταμορφώνεται, από θύμα σε Θεό, σ’ ένα λεπτό. Και να ξαναπέφτει πάλι.
Ας πάμε στη σημερινή κατάσταση των αριστερών μέσων ενημέρωσης. Πως εισπράττεις ως εργαζόμενος στην Αυγή και στο Κόκκινο 105,5 την απαξίωση των μέσων και των εργαζομένων συναδέλφων σου;
Με πίκρα. Μόνο πίκρα.
* * *
ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Ιλάν
«Το μπλουζ του Big John»
εκδόσεις Εύμαρος
Η πρόσκληση ήταν από τον Πέτρο Κακολύρη και τις εκδόσεις Εύμαρος στο ατμοσφαιρικό μπαρ «La Soiree de Votanique» στο Βοτανικό και αφορούσε την παρουσίαση του βιβλίου με τίτλο «Το Μπλουζ του Big John» του Ιλάν Σολομών. Είναι το πρώτο βιβλίο του Ιλάν με ήρωα έναν μικρό νέγρο τζαζίστα απο την Λουϊζιάνα, οπότε ο χώρος ήταν η τέλεια επιλογή για να μιλήσουμε για τζαζ. Μάλιστα ο Ιλάν ανέφερε στην ομιλία του: «Εδώ μέσα σε αυτό τον χώρο που βρισκόμαστε έχουν περπατήσει σπουδαίοι μουσικοί. Δεν ήθελα να γίνει η εκδήλωση σε ένα βιβλιοπωλείο. Στο τέλος θα εμφανιστεί ένας τρομπετίστας (ήταν ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος) για να παίξει για όσους μείνουν. Ο Big John, ο ήρωας του βιβλίου μου, είναι τρομπετίστας. Πού υπήρξε; Δεν ξέρω.»
Στο μικρόφωνο που γύριζε από χέρι σε χέρι μίλησαν για το βιβλίο αλλά και για τον συγγραφέα ο δημοσιογράφος και σκηνοθέτης Γιώργος Βουδικλάρης , η ραδιοφωνική παραγωγός Θέκλα Τσελεπή, ο σκηνοθέτης Κυριάκος Αγγελάκος, ο συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Νίκος Κουρμουλής, ο δημοσιογράφος Χρήστος Ξανθάκης, η επιμελήτρια του βιβλίου Μάρω Καβαλιέρου και συντόνισε ο εκδότης Πέτρος Κακολύρης. Στα τόσο ελκυστικά σχόλια που ακούστηκαν προστέθηκε και η ελκυστική έκδοση του βιβλίου που κρατούσα ήδη στα χέρια μου. Η αισθητική του εξωφύλλου, η αφή και μυρουδιά της καλής ποιότητας χαρτιού και τέλος η γραμματοσειρά. Όρθια, στρογγυλά γράμματα που μπορώ να διαβάσω! Μπράβο στον εκδότη Πέτρο Κακολύρη.
Το ίδιο βράδυ αργά αφού άκουσα και την τρομπέτα του Πολυζωγόπουλου που με αυτήν ο Ιλάν φρόντισε να μας βάλει στην ατμόσφαιρα του βιβλίου του, ξεκίνησα αμέσως το διάβασμα. Η αφήγηση συναρπαστική, με εμπνευσμένο τρόπο ο συγγραφέας την σπάει σε μικρά κεφάλαια - ενότητες με τίτλους που παραπέμπουν στο περιεχόμενο, όπως οι τίτλοι στις ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Κινηματογραφική και η γραφή, γρήγορος ρυθμός, περιγραφές γλαφυρές, με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες που δημιουργούν στη φαντασία τρισδιάστατες εικόνες. Στην παρουσίαση του βιβλίου άκουσα τον Ιλάν να λέει: «Σε δυόμιση μερόνυχτα έγραψα το σενάριο. Ψάχνω και κινηματογραφιστή και σκηνοθέτη.» Μόνο που ο σκηνοθέτης θα ταλαντευτεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και την μυθοπλασία, ντοκιμαντέρ ή ταινία;
Με τον Big John γνώρισα τη Νέα Ορλεάνη, το Σικάγο, τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι, το Βιετνάμ... Πιστεύω πως με αφορμή τον ηρωά του, ο Ιλάν θίγει συνειδητά μεγάλα κοινωνικά θέματα, μιλάει για τον ρατσισμό, τους Κου Κλουξ Κλαν , τη μαφία, τους χίπις, τον Μάη του 68 στο Παρίσι, τη Χούντα των Συνταγματαρχών, τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Η τρομπέτα του Big John και οι τζαζ μπάντες του είναι το sound track των πραγματικών γεγονότων. Παρά το γεγονός ότι το βιβλίο είναι εμποτισμένο με κοινωνική ευαισθησία, η συγκίνηση δεν απορρέει από την έκφραση του λόγου αλλά από τα ίδια τα γεγονότα. Ο λόγος είναι απέριττος συχνά επιγραφικός.
Το βιβλίο αυτό του Ιλάν Σολομών, με τις τόσες ενδελεχείς, ιστορικές και κοινωνικές αναφορές, δεν είναι αυτοσχεδιασμός, είναι μια ειλικρινής κατάθεση για όσα στιγμάτισαν τα χρόνια μας. Τα χρόνια της αθωότητας, που λένε κάποιοι.