Η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ETUC), η Διεθνής Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ITUC), η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Βιομηχανικών Συνδικάτων (IndustriAll Europe) και η ILO που δεν αποτελείται μόνο από εργαζόμενους έχουν στα μανιφέστα τους, στις ιδρυτικά τους κείμενα και στα δελτία τύπου τους μια φράση που διαρκώς επαναλαμβάνεται: Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Εκατομμύρια εργαζόμενοι παγκοσμίως πλήττονται από ανεπαρκείς μισθούς, κακές συνθήκες εργασίας, ασφαλιστικές αβλεψίες.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία που πρέπει να ενσωματωθεί από την Ελλάδα μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου και αποτελεί μέρος του σχεδίου δράσης του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων καθορίζει το διαδικαστικό πλαίσιο για:
- Tην προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών.
- Tην προώθηση επαρκών επιπέδων νόμιμων κατώτατων μισθών
- Tη βελτίωση της πραγματικής πρόσβασης όλων των εργαζομένων στην προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού.
Ρωτήσαμε τον Θέμη Αμπλά, την Σέβη Στάικου, την Μαρία Καραμεσίνη και τον Διονύση Τεμπονέρα να μας πουν «τι, πώς, ποιοι» και σας παρουσιάζουμε τις δικές τους σκέψεις για το μεγάλο αυτό θέμα. Ελπίζουμε αυτή να είναι η αρχή ενός διαλόγου για τις εργασιακές σχέσεις που θα «τρέχει» στην Εποχή μέχρι τουλάχιστον την ψήφιση της Οδηγίας.
Ευρωπαϊκή εξαίρεση η Ελλάδα
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ 2024 με τίτλο «Η ελληνική Οικονομία και απασχόληση» το 2023 υπογράφηκαν και κυρώθηκαν από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης 19 Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) κλαδικού ή ομοιοεπαγγελματικού, εθνικού ή τοπικού χαρακτήρα. Από αυτές οι 12 είναι εθνικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές, ενώ οι 7 είναι τοπικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές. Το ίδιο έτος έχουν επίσης υπογραφεί 209 επιχειρησιακές ΣΣΕ.
Οι 43 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ που βρίσκονται σε ισχύ εκτιμάται ότι καλύπτουν δυνητικά και θεωρητικά (σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα) περίπου 808.000 άτομα, αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί περίπου στο 31,6% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων (2.555.090).
Ωστόσο, είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι το πραγματικό ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ μειώνεται ακόμα περισσότερο, εάν ληφθεί υπόψη ότι από το σύνολο των 43 ΣΣΕ μόνο 9 έχουν κηρυχτεί γενικά υποχρεωτικές, δηλαδή υποχρεωτικά εφαρμοστέες σε όλους τους εργαζομένους από το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου ή του επαγγέλματος. Οι ΣΣΕ αυτές αφορούν ξενοδοχεία, τουριστικά και επισιτιστικά καταστήματα, αισθητικούς, ιδιωτική ασφάλιση και ναυτικά επαγγέλματα. Οι υπόλοιπες συλλογικές συμβάσεις είναι υποχρεωτικές μόνο για τα μέλη των συμβαλλόμενων μερών(εργοδοτών και εργαζομένων), κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν ληφθεί υπόψη, ότι είναι συνήθης η πρακτική πολλών επιχειρήσεων να δηλώνουν, ότι δεν είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων, με σκοπό να αποφύγουν την εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων.
Από τη συλλογή και την ανάλυση των στοιχείων του υπουργείου Εργασίας και του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), προκύπτει ότι και κατά τη διάρκεια του 2023 δεν σημειώθηκε κάποια ουσιαστική πρόοδος αναφορικά με την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του αριθμού των ΣΣΕ (εξακολουθούν να μην έχουν αποκατασταθεί οι βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων όπως είναι η αρχή της επεκτασιμότητας, της εύνοιας κ.λπ.). Και τούτο, παρά τη λήξη της πανδημικής κρίσης, αλλά και την έκδοση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 για τους «επαρκείς κατώτατους μισθούς στην ΕΕ», η οποία στο άρθρο 4 προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη (όπως η Ελλάδα) στα οποία η κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του 80% των εργαζομένων οφείλουν να θεσπίσουν πλαίσιο με τους αναγκαίους και πρόσφορους όρους για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των νέων ΣΣΕ δεν προβλέπουν αυξήσεις στις αποδοχές των εργαζομένων αλλά διατηρούν αμετάβλητες τις αποδοχές τους.
Η de facto και de jure κατάργηση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων σε συνδυασμό με τους ασφυκτικούς περιορισμούς του δικαιώματος της απεργίας που θεσπίστηκαν τα τελευταία 15 έτη πλήττουν ανεπανόρθωτα το δικαίωμα της συλλογικής αυτονομίας που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα.
Συνεπώς δικαιολογείται απολύτως το γεγονός ότι το 2023 το ωριαίο εισόδημα το οποίο δημιούργησε η ελληνική οικονομία, που αποτελεί και έναν δείκτη παραγωγικότητας, είχε τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη σε όλη την ΕΕ.
Η ενίσχυση και η με κάθε τρόπο –ατομικό και συλλογικό– ενδυνάμωση των εργαζομένων είναι αδιαπραγμάτευτη επιλογή επειδή αποτελεί την βασική προϋπόθεση για μια πραγματική αλλαγή υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας, αλλά και την βασική προϋπόθεση για τον οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό. Ο κόσμος της εργασίας πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο μιας ολοκληρωμένης, προοδευτικής, εναλλακτικής πρότασης εξουσίας.
Διονύσης Τεμπονέρας,
δικηγόρος - εργατολόγος
***
Αλλαγή παραδείγματος,
ευκαιρία για τα συνδικάτα
Η δημιουργία και εμβάθυνση της Ενιαίας Αγοράς και η ολοκλήρωσή της με την υιοθέτηση κοινού νομίσματος αποτέλεσε τον πυρήνα του νεοφιλελεύθερου σχεδίου ενοποίησης της ΕΕ, που δρομολογήθηκε με την Ενιαία Πράξη του 1986 και αποκρυσταλλώθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992. Το σχέδιο αυτό καθιστούσε τον έλεγχο του εργατικού κόστους κεντρικό στοιχείο της διατήρησης της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής και της απορρόφησης των εξωτερικών ελλειμμάτων των ανοιχτών στον διεθνή ανταγωνισμό οικονομιών της ΕΕ, ακόμα περισσότερο μετά την ένταξη στην ευρωζώνη.
Η παραπάνω λογική και η περαιτέρω όξυνση του ανταγωνισμού στις εγχώριες και διεθνείς αγορές, άσκησαν μεγάλη πίεση στους μισθωτούς και στα συνδικάτα στην ΕΕ για μετριασμό διεκδικήσεων και υποχωρήσεις. Μεταξύ 1993 και 2007, οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν με αργούς ρυθμούς, κατώτερους της παραγωγικότητας της εργασίας, το μερίδιο των κερδών στο ΑΕΠ γνώρισε μεγάλη άνοδο, ενώ μειώθηκε δραστικά το ποσοστό των συνδικαλισμένων μισθωτών, που ευτυχώς συνοδεύτηκε από μικρότερη πτώση του βαθμού κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ). Ωστόσο, η ένταξη στην ΕΕ των χωρών της ανατολικής Ευρώπης το 2004 και η αποκαθήλωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα με τα μνημόνια μετά το 2010, διαμόρφωσαν μία ομάδα χωρών της ΕΕ με πολύ χαμηλό βαθμό κάλυψης των μισθωτών από ΣΣΕ.
Έπρεπε να έρθει το Brexit και ο φόβος διάλυσης της ΕΕ, η άνοδος της άκρας δεξιάς και η πρωτοφανής κρίση της πανδημίας, για να αναζωογονηθεί η ιδέα της κοινωνικής εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με την υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Πυλώνα των Κοινωνικών Δικαιωμάτων το 2017 και σειράς εφαρμοστικών Οδηγιών τα επόμενα χρόνια. Μια από αυτές είναι η Οδηγία του 2022 για τους «επαρκείς κατώτατους μισθούς», που αποτελεί κομβικής σημασίας εξέλιξη για δύο κυρίως λόγους.
Καταρχάς, είναι η πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία στην ιστορία της ΕΕ συντονισμού των εθνικών πολιτικών για τους μισθούς και αναγνώρισης της σημασίας του κατώτατου μισθού ως εργαλείου εξασφάλισης αξιοπρεπούς διαβίωσης στους εργαζόμενους και του ρόλου των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη διαμόρφωση επαρκών και αξιοπρεπών μισθών. Σύμφωνα με την Οδηγία, για να είναι «επαρκείς», οι κατώτατοι μισθοί πρέπει να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες και, προτείνεται, να καθορίζονται τουλάχιστον στο 60% του διάμεσου ή στο 50% του μέσου μισθού κάθε χώρας. Επίσης, τα κράτη μέλη με βαθμό κάλυψης των μισθωτών από ΣΣΕ χαμηλότερο του 80% θα πρέπει να καταθέσουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή εθνικό σχέδιο δράσης για την βαθμιαία άνοδο του ποσοστού μέχρι το 80%.
Δεύτερον, η Οδηγία αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη αλλαγή παραδείγματος στην ευρωπαϊκή πολιτική για την εργασία. Την εγκατάλειψη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς της νεοφιλελεύθερης θεώρησης των γενναιόδωρων κατώτατων μισθών και των ισχυρών συστημάτων συλλογικής διαπραγμάτευσης ως θεσμικών εμποδίων για τη μείωση του κόστους εργασίας, βάσει της οποίας, κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους, η τρόικα επέβαλε στις υπερχρεωμένες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, με ακραία περίπτωση την Ελλάδα, το πάγωμα ή και τη μείωση των κατώτατων μισθών καθώς και τη διάλυση των κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων. Τώρα η προσέγγιση των θεσμών της ΕΕ είναι ακριβώς η αντίθετη: με την αναβάθμιση των κατώτατων μισθών και την επέκταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ο στόχος είναι να αυξηθούν οι μισθοί, να ενισχυθεί η διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων και να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των εργαζομένων στους θεσμούς της ΕΕ και στην προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Στη χώρα μας, ο κατώτατος μισθός μπορεί μεν να ανέρχεται στο 66% του μέσου αλλά η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού είναι πολύ χαμηλή. Ο μέσος μισθωτός ή ένα νοικοκυριό δύο μισθωτών με παιδιά που παίρνουν το μέσο μισθό δυσκολεύονται πολύ ή αδυνατούν να βγάλουν το μήνα. Συνεπώς, όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό φυτοζωούν. Το πρόβλημα σχετίζεται με το χαμηλό βαθμό κάλυψης των μισθωτών από ΣΣΕ, που ανέρχεται στο 29%. Οι υπόλοιποι μισθωτοί διαπραγματεύονται ατομικά το μισθό τους. Η εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων δεν έπεσε από τον ουρανό. Από το 2019, οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη επιδίωξαν και κατάφεραν να αποδυναμώσουν τα μαζικά και μαχητικά συνδικάτα. Οι νόμοι Γεωργιάδη και Χατζηδάκη υπονόμευσαν τις εθνικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ, κατάργησαν το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής των συνδικάτων στη διαιτησία, δημιούργησαν κίνητρο αποχώρησης/μη συμμετοχής των επιχειρήσεων στις εργοδοτικές οργανώσεις, περιόρισαν το δικαίωμα της απεργίας, κατάργησαν την προηγούμενη συγκατάθεση των συνδικάτων για την εφαρμογή ευέλικτων μορφών διευθέτησης του χρόνου εργασίας.
Η υποχρεωτική κύρωση της Οδηγίας από το ελληνικό κοινοβούλιο μέχρι τον Οκτώβριο, αποτελεί σημαντικό όπλο του συνδικαλιστικού κινήματος για να ανακτήσει ισχύ και να διεκδικήσει αξιοπρεπείς μισθούς και όρους εργασίας τα επόμενα χρόνια. Αρκεί το τελευταίο να προωθήσει συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς αυτό θα επιτευχθεί.
Μαρία Καραμεσίνη,
καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
***
Να ανοίξουμε τη ρωγμή
Βρισκόμαστε πλέον κοντά στην εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, που αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενός σχεδίου δράσης, που θα ευνοεί την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, η ποιότητα και η έκταση της εφαρμογής δεν παύει να είναι στα χέρια αφενός της πλέον αντεργατικής κυβέρνησης της μεταπολίτευσης, αφετέρου στα χέρια ενός συνδικαλιστικού κινήματος, που η πλειονότητα της ηγεσίας του έχει σοβαρές ευθύνες για τις βαριές ήττες της τελευταίας δεκαπενταετίας και την συνεπακόλουθη αποδυνάμωση των συνδικάτων.
Το γεγονός ότι σήμερα η χώρα μας βρίσκεται στο 30% της κάλυψης από ΣΣΕ με το όριο της ΕΕ να έχει τεθεί στο 80% είναι ενδεικτικό της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε (και με ευθύνες της ίδιας). Είναι τέτοιας έκτασης η απορρύθμιση του εργατικού δικαίου και τόσο χαμηλότερα τα επίπεδα κατώτατου και μέσου μισθού από τις βασικές μας ανάγκες, που και το ελάχιστο να δοθεί, θα φανεί και θα είναι στ’ αλήθεια κάτι. Όταν υπάρχουν ολόκληροι κλάδοι, αλλά και οριζοντίως μια γενιά νέων εργαζομένων, που δεν έχει γνωρίσει μια υποτυπώδη εργασιακή ασφάλεια, τότε και πάλι το ελάχιστο μπορεί να φανεί και να είναι όντως κάτι. Όμως αυτό αποτυπώνει την κοινωνία των χαμηλών προσδοκιών, η οποία έχει διαμορφωθεί από τις αλλεπάλληλες ήττες της εργατικής τάξης/πρεκαριάτου, από την άγρια εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ενώ αυτό που χρειαζόμαστε τώρα περισσότερο από ποτέ είναι ένα κοινωνικό και συνδικαλιστικό μπλοκ υψηλών προσδοκιών, που θα δράσει από κοινού για να επιβάλλει τις αλλαγές που πραγματικά χρειαζόμαστε.
Η ρωγμή που φαίνεται να έγινε εντός της ΕΕ και αποτυπώθηκε ως μια παραδοχή -επιτέλους- ότι η εργασία ως μέγεθος δεν αποτελεί τροχοπέδη για τις οικονομίες, είναι κάτι που πρέπει να εκμεταλλευτούμε. Το ζήτημα είναι ποιες συνδικαλιστικές δυνάμεις θα διαπραγματευτούν και υπό ποιο εργατικό πλαίσιο. Γιατί αν είναι να υπογράψουμε ΣΣΕ που θα επεκτείνουν π.χ. την 6ημερη εργασία και ο κατώτατος θα εξακολουθεί να ορίζεται από την κυβέρνηση, αν είναι να παραμείνει διαλυμένο το ΣΕΠΕ, τότε θα πρόκειται για επέκταση και κατοχύρωση της μιζέριας. Αν είναι όμως να βάλουμε στόχο να αποκαταστήσουμε παράλληλα όλες τις προτεραιότητες του συλλογικού εργατικού δικαίου, να κερδίσουμε λιγότερες ώρες εργασίας και μισθούς με αυξήσεις πάνω από τον πληθωρισμό, τότε ναι. Να παλέψουμε να διανοίξουμε κι άλλο τη ρωγμή. Άλλωστε τίποτα δε μας χαρίζεται. Όλα κερδίζονται με αγώνες.
Σέβη Στάικου,
απόφοιτη Οικονομικών Επιστημών,
μέλος Δ.Σ. Εργατικού Κέντρου Αθήνας από τον χώρο του ΟΤΕ
***
Πλατύ μέτωπο πάλης όλων των εργαζόμενων
Εξαντλώντας εντελώς τα χρονικά περιθώρια των δύο ετών που είχαν στη διάθεσή τους τα κράτη-μέλη για την κύρωση και μεταφορά της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην ΕΕ (από τις 19 Οκτωβρίου 2022), η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ασθμαίνοντας, μετρώντας τις αντιδράσεις και κυρίως συνυπολογίζοντας το πολιτικό κόστος, τρέχει να προλάβει να την ενσωματώσει έως στις 15 Νοεμβρίου 2024. Τα Συνδικάτα της χώρας, όσα εξ αυτών πραγματικά ενδιαφέρονται για το σοβαρό ζήτημα της επαναφοράς και της ενίσχυσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και για το πλαίσιο καθορισμού αξιοπρεπούς κατώτατου μισθού, παρακολουθούν τις εξελίξεις, προσπαθώντας να διαγνώσουν τις κατευθύνσεις που έχει λάβει η “ανεξάρτητη” επιτροπή, επιφυλασσόμενοι για τον τρόπο ενσωμάτωσης της οδηγίας και το αποτέλεσμα. Η 15μελής ειδική επιτροπή, τεχνοκρατών, στελεχών υπουργείων και δικηγόρων, η οποία συστάθηκε στο Υπουργείο Εργασίας στο παραπέντε της λήξης της προθεσμίας χωρίς τη συμμετοχή της εργατικής πλευράς έτσι ώστε να εξετάσει το θέμα, πρέπει να αποφανθεί και να καταθέσει την πρότασή της μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2024.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία δεν καθορίζει κοινό κατώτατο επίπεδο μισθών στην ΕΕ. Θέτει το πλαίσιο για τη διασφάλιση της επάρκειας των κατώτατων μισθών που ισχύουν σε κάθε κράτος-μέλος. Για το ζήτημα αυτό, και σύμφωνα με πληροφορίες, οι παρεμβάσεις οι οποίες εξετάζονται, δεν θα μεταβάλουν το σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού επαναφέροντάς το στην αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων. Η διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, ενάντια στα αιτήματα των Συνδικάτων, θα παραμείνει στη δικαιοδοσία της εκάστοτε κυβέρνησης, χρησιμοποιούμενη ως προεκλογικό δέλεαρ.
Η οδηγία έχει επίσης ως στόχο την αύξηση του αριθμού των εργαζομένων οι οποίοι θα καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλώντας τα κράτη μέλη, σε περίπτωση που το ποσοστό κάλυψης είναι μικρότερο του 80%, να εκπονήσουν σχέδιο δράσης για την προώθηση τους. Έχει παρατηρηθεί ότι οι χώρες με υψηλό ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις έχουν μικρότερο ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζομένων και υψηλότερους κατώτατους μισθούς από ότι οι χώρες με χαμηλό ποσοστό κάλυψης. Στη χώρα μας μόλις το 24% των εργαζόμενων εργάζονται υπό το κανονικό καθεστώς, αυτό των συλλογικών συμβάσεων. Οι ενεργές κλαδικές συμβάσεις είναι ελάχιστες, με τις περισσότερες να μην έχουν επεκταθεί, ενώ δεν ισχύουν για όλους τους εργαζόμενους της χώρας του αντίστοιχου κλάδου. Η συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών εργαζομένων στην χώρα μας καλύπτεται μόνο από ατομικές συμβάσεις με βάση τον κατώτατο μισθό, οι οποίες καταρτίζονται μονομερώς με παράνομους, καταχρηστικούς, απαράδεκτους και εξευτελιστικούς όρους αμοιβής και εργασίας.
Θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη οδηγία κινείται στη σωστή κατεύθυνση και η ενσωμάτωση της στο εθνικό δίκαιο θα ανοίξει το δρόμο επαναφοράς και αποκατάστασης του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της κατάρτισης κλαδικών συλλογικών συμβάσεων και της κάλυψης μέσω αυτών μεγαλύτερου ποσοστού εργαζόμενων. Υπάρχουν όμως και άλλες, συγκεκριμένες προϋποθέσεις: η εξαφάνιση όλων των εμποδίων-μνημονιακών νομοθετημάτων, κατάργηση του άρθρου 57 του αναπτυξιακού νόμου του Α. Γεωργιάδη του 2019, η ολική επαναφορά των διατάξεων του νόμου του 1990 για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, η επαναφορά των βασικών αρχών σύναψης συλλογικών συμβάσεων, της επεκτασιμότητας, της ευνοϊκότερης ρύθμισης και η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (ΟΜΕΔ).
Το ρητορικό ερώτημα όμως είναι το εξής:
Η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη του οδοστρωτήρα των εργασιακών σχέσεων, της απαξίωσης και της κατάργησης -επί της ουσίας- του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, η κυβέρνηση του «κόλπου» της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, του 10ωρου και των απλήρωτων υπερωριών, η κυβέρνηση της ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης και της καταπάτησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, η κυβέρνηση της απαγόρευσης των υπαίθριων συναθροίσεων, της κατάργησης του πενθήμερου, του 13ωρου και της εξαήμερης εργασίας, η κυβέρνηση των συμφερόντων των λίγων θα συγκρουστεί με τον εαυτό της και με την ιδεολογία της και θα νομοθετήσει υπέρ των εργαζόμενων;
Η απάντηση γνωστή. Κατά την άποψη μας, η συγκρότηση ενός πλατιού μετώπου αντίστασης και πάλης όλων των υγιών δυνάμεων του συνδικαλισμού, όλων των δυνάμεων της εργασίας, πιστεύουμε ότι μπορεί να αντιπαλέψει τις αντεργατικές πολιτικές, να φέρει την ανατροπή, να επαναφέρει το εργατικό και συλλογικό δίκαιο και τη δικαίωση του κόσμου της εργασίας σε όλα τα επίπεδα.
Θεμιστοκλής Αμπλάς,
πρόεδρος Ομοσπονδίας Συνδικάτων Μεταφορών Ελλάδας,
μέλος διοίκησης ΓΣΕΕ