Εδώ και αρκετά χρόνια στον δημόσιο διάλογο χρησιμοποιούνται συχνά διατυπώσεις σχετικά με τον παραγωγικό μετασχηματισμό της εθνικής οικονομίας και τον αναπτυξιακό δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουμε ως χώρα. Και ενώ επισημαίνεται από όλες τις πλευρές η βαρύτητα της αναπτυξιακή στρατηγικής, επί της ουσίας έχουν υλοποιηθεί ελάχιστα πράγματα προς αυτή τη κατεύθυνση. Παράλληλα, η Αριστερά αποφεύγει να μιλήσει εμφατικά για την υπόθεση της ανάπτυξης, προσφέροντας επιχειρήματα σε όσους περιγράφουν πως μπορεί να είναι χρήσιμη αποκλειστικά στο πεδίο των κοινωνικών διεκδικήσεων.

Τα αίτια της αποβιομηχάνισης, της συρρίκνωσης της παραγωγικής βάσης, των δίδυμων ελλειμάτων, του δημόσιου χρέους, των ανισοτήτων και της κατάρρευση της εθνικής οικονομίας το 2010, εντοπίζονται πολλές δεκαετίες πίσω και συνδέονται με τη δομή της ελληνικής οικονομίας. Η αντιπαράθεση σχετικά με το ποιος χρεοκόπησε τη χώρα, ο Καραμανλής ή ο Σημίτης είναι επιφανειακή και δεν συμβάλει στο να κατανοήσουμε τα λάθη και τις πραγματικές αδυναμίες του ελληνικού κράτους. Αφορά μόνο το πολιτικό προσωπικό της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που πασχίζουν να αποτινάξουν τις ευθύνες της χρεοκοπίας, ενώ ταυτόχρονα επιτίθενται στην κυβέρνηση της Αριστεράς της περιόδου 2015-2019.

Η κριτική για τις παθογένειες της εθνικής οικονομίας δεν μπορεί να περιστρέφεται κυρίως γύρω από τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος και του μεγάλου κεφαλαίου. Η αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, η κυριαρχία των πολύ μικρών εσωστρεφών επιχειρήσεων της ανάγκης, η τάση για φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή και η νοοτροπία της μικροδιαφθοράς που διατρέχει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, περιλαμβάνονται στα αρνητικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.

Σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από κινδύνους και αβεβαιότητα η διεκδίκηση μιας δίκαιης και βιώσιμης επόμενης μέρας για τη χώρα είναι μια δύσκολη άσκηση. Προϋποθέτει ειλικρίνεια, θάρρος, εντιμότητα και βαθιά γνώση των ζητημάτων. Στοιχεία που η κυβέρνηση και η –ανυπόληπτη– αντιπολίτευση απέδειξαν πως δεν διαθέτουν. Αυτό το κενό οφείλει να καλύψει η Νέα Αριστερά και να εκφράσει τις, μέχρι στιγμής, μειοψηφικές, αλλά δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας, καταθέτοντας στη δημόσια συζήτηση το όραμα της για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Ένα όραμα που θα έχει στον πυρήνα του τις δυνάμεις της εργασίας και τον σεβασμό του περιβάλλοντος. Ένα σαφές σχέδιο που θα καταστήσει τη χώρα ανθεκτική και βιώσιμη σε μια εποχή διεθνών ανακατατάξεων.

Κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, μετανάστευση, πόλεμος για το ταλέντο (the war of talent), περιβάλλον και κλιματική κρίση, ψηφιακός μετασχηματισμός, κρίσιμες πρώτες ύλες, ενίσχυση της εργασίας, παραγωγικός μετασχηματισμός, δημόσια και κοινά αγαθά, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καταναλωτικά πρότυπα, εκσυγχρονισμός υποδομών και μεταφορών, πολιτική προστασία, υπερτουρισμός, τραπεζικό σύστημα, θεσμοί και κράτος Δικαίου, τεχνητή νοημοσύνη, είναι ορισμένες από τις προκλήσεις που θα πρέπει να διαχειριστεί η χώρα τα επόμενα πολλά χρόνια.

Απέναντι στη νεοφιλελεύθερη λογική πως η δυναμική των αγορών θα δώσει τις λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα, οφείλουμε να διεκδικήσουμε ένα κράτος που θα ενορχηστρώνει τον αναπτυξιακό σχεδιασμό. Ένα κράτος που θα λειτουργεί με θεσμοθετημένους μηχανισμούς διαβούλευσης, πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και συμμετοχικής δημοκρατίας, ανάμεσα στην κοινωνία, την τοπική αυτοδιοίκηση, την ακαδημαϊκή κοινότητα, τους επιστημονικούς και παραγωγικούς φορείς, ακόμα και τη νεολαία. Θα διαθέτει λειτουργίες και εργαλεία έρευνας και μελέτης των προκλήσεων, των αναδυόμενων ευκαιριών και των διεθνών τάσεων που επηρεάζουν τη θέση της χώρας, ώστε να σχεδιάζει στρατηγικά και μακροπρόθεσμα με όρους αποστολής, και όχι να ακολουθεί ασθμαίνοντας τις διεθνείς εξελίξεις ή απλώς να τις παρακολουθεί.

Ταυτόχρονα, η ενθάρρυνση μιας συνεταιριστικής και εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας έντασης γνώσης μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και στην υλοποίηση ενός διαφορετικού αναπτυξιακού αφηγήματος που θα στηρίζεται στη γνώση και στο δημοκρατικό σχεδιασμό.

Πενήντα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, η Ελλάδα αναζητά την παραγωγική της ταυτότητα. Η πορεία μετασχηματισμού της εθνικής οικονομίας απαιτεί συγκρούσεις με κατεστημένα συμφέροντα και νοοτροπίες.

Απαιτεί συμμαχίες, όχι γενικά και αόριστα με «προοδευτικές» δυνάμεις, αλλά με τον κόσμο της εργασίας και της επιστήμης που βιώνει τα αδιέξοδά της σημερινής κατάστασης και ταυτόχρονα κατανοεί τη σύνθετη πραγματικότητα. Με τις δυνάμεις της κοινωνίας που επιθυμούν να διεκδικήσουν ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης αναλαμβάνοντας μέρος της ευθύνης, και όχι να επιστρέψουν σε ένα στρεβλό πρότυπο που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σήμερα. Και ένα αριστερό και ριζοσπαστικό πρόγραμμα, με τεχνοκρατική επάρκεια και τεκμηρίωση, που θα εμπνέει και θα κινητοποιεί όσους δεν βρίσκουν έκφραση μέσα στους υφιστάμενους πολιτικούς σχηματισμούς. Ένα πρόγραμμα που θα μπορεί να συνθέτει τις αναγκαίες προτεραιότητες και όχι να αθροίζει τα επιμέρους συμφέροντα. Θα προωθεί ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα λύνουν τα πραγματικά προβλήματα και θα θωρακίζουν τη οικονομία.

Στο υπό διαμόρφωση πολιτικό σκηνικό η Νέα Αριστερά διεκδικεί τον χώρο της. Την ίδια στιγμή, η ελληνική κοινωνία αναζητά διέξοδο από την οικονομική ανασφάλεια. Αυτή θα πρέπει να είναι η επιδίωξη των μελών, των στελεχών και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Αριστεράς. Να κατοχυρωθούν στη συνείδηση της κοινωνίας ως η υπεύθυνη πολιτική δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί μία νέα αναπτυξιακή πορεία για τη χώρα, ως προϋπόθεση κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Να δώσουν ελπίδα και προοπτική μέσα από μια νέα συμφωνία για το μέλλον της χώρας.

 

Άκης Καλαμαράς Νέα Αριστερά Μαγνησίας Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet